ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ
Με το αναγκαίο μεταβατικό πρόγραμμα
Η συνέχεια της προσπάθειας µετωπικής συµπόρευσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και δυνάµεων του ευρύτερου φάσµατος της Αριστεράς, άλλων αντικαπιταλιστικών και άλλων όχι, που έρχονται σε ρήξη µε τα ρεύµατα του ευρωµονόδροµου και τις κυρίαρχες αστικές στρατηγικές επιλογές, δεν αποτελεί µονόδροµο ούτε αυτοσκοπό. Αποτελεί όµως απαίτηση της θεµελιώδους λογικής του µεταβατικού αντικαπιταλιστικού προγράµµατος στην κατεύθυνση της διεύρυνσης της πολιτικής του απεύθυνσης, της διεύρυνσης της κοινωνικής του δυναµικής, τον πολλαπλασιασµό της κοινωνικής του αξίας. Μία ενδεχόµενη αποτυχία της συµπόρευσης αποτυπώνει την αδυναµία απάντησης στον κατακερµατισµό και στη συγκρότηση ενός διακριτού πολιτικού ανατρεπτικού µπλοκ.
Ενός µπλοκ-µετώπου που θα απευθύνεται στις σηµερινές ανάγκες της λαϊκής πλειοψηφίας χωρίς να παραπέµπει σε ένα ασαφές µέλλον, αλλά να επιδρά µετασχηµατίζοντας κοινωνικές σχέσεις και εκπροσωπήσεις και παράλληλα πολιτικές µετατοπίσεις, ανοίγοντας το δρόµο της κοινωνικής ανατροπής. Το διακύβευµα για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η δυνατότητά της να επιδρά στις πολιτικές διαφοροποιήσεις και µετατοπίσεις ρευµάτων της Αριστεράς που γεννά αντικειµενικά και ραγδαία η κρίση και η αστική στρατηγική για τη διέξοδο, ελκύοντας τες σε κατεύθυνση ανατροπής και τελικά αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.
Ο στόχος του µετώπου αυτού δεν είναι η αποτύπωση ενός άλλου ρεύµατος εθνικής διαχείρισης της κρίσης ή σχέδιο εκλογικής παρέµβασης, αλλά προϋποθέτει και καθορίζεται από το στοιχείο της ταξικής σύγκρουσης και επιβολής. Για το λόγο αυτόν, το πρόγραµµα πρέπει να παρουσιάζει συνάφεια των αιτηµάτων που διατυπώνει εντάσσοντάς τα σε συγκεκριµένη πολιτική κατεύθυνση. Η επιτυχία της πολιτικής πάλης του δεν καθορίζεται από την αποδοχή κάποιων σηµείων και την ωρίµανση άλλων, αλλά αντίθετα από την ανάδειξη του στόχου και της αναγκαιότητας των βασικών αιχµών που αποτυπώνουν το σηµείο της ρήξης. Για το λόγο αυτόν, δεν υπάρχει ιεράρχηση ή σταδιακός βηµατισµός (πρώτα το ένα, µετά τα επόµενα) στα βασικά κοµβικά σηµεία του, αλλά η συνάφεια των στοιχείων που αναδεικνύουν την προϋπόθεση υλοποίησης από µια κοινωνική συµµαχία πολιτικά και ιδεολογικά προετοιµασµένη υπό την ηγεµονία της εργατικής τάξης.
Σαφώς, η πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ οφείλει να αναγνωρίζει τις ειδικές συνθήκες και τις κυρίαρχες αντιφάσεις της αναδιάρθρωσης, επιχειρώντας παρέµβαση στα κεντρικά πολιτικά µέτωπα, επιδιώκοντας µέγιστες δυνατές συσπειρώσεις πάνω στις προγραµµατικές συγκλίσεις στα αναγκαία σηµεία του προγράµµατος. Πρέπει όµως να µην καλλιεργεί αυταπάτες στις δυνάµεις της κοινωνίας που βρίσκονται στο επίκεντρο της επίθεσης ότι η επίλυση των προβληµάτων του γίνεται εντός και µε διαχείριση υφιστάµενων µηχανισµών και ολοκληρώσεων. Ειδικά όταν η «λύση» παραπέµπει σε λογικές κυβερνητισµού, εκλογικών αυταπατών, δηµοψηφισµάτων και επιδίωξης «τιµωρίας» είναι βέβαιο ότι στο τέλος θα οδηγήσει σε ήττα του µετώπου και συντριβή των δυνάµεων της εργασίας µέσα από µια ακόµα αυταρχικότερη καπιταλιστική αναδιάρθρωση.
Αυτό το πεδίο της σύγκλισης η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν το ορίζει µόνη της. Η πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για µετωπική συµπόρευση δεν αγνοεί ούτε υποτιµά τα διαµορφωµένα ή υπό διαµόρφωση ρεύµατα, στα οποία επιδρούν και άλλες δυνάµεις (εθνικιστικές, λαϊκιστικές κ.ά.). Στοχεύει ακριβώς να διευρύνει τη δυναµική της απεύθυνσης, να επιδράσει και µετατοπίσει το ρεύµα της αµφισβήτησης της αστικής στρατηγικής στην προοπτική της κοινωνικής ανατροπής, όχι αγνοώντας την αυτοτελή ανάπτυξη και οργάνωσή της, ούτε σε βάρος της πολιτικής της δράσης αλλά ως υποµόχλιο της δράσης της.
Οι δυνάµεις που αναφέρονται στη συµπόρευση εκτός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ οφείλουν να ορίσουν µε σαφήνεια όχι µόνο την τοποθέτησή τους πάνω στους άξονες που ορίζει ως αναγκαίους η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και να περιγράψουν την κοινωνική συµµαχία, το δρόµο για την υλοποίηση του προγράµµατος, αν τελικά το πρόγραµµα θα στοχεύει στην έξοδο από την κρίση της «χώρας» ή των λαϊκών τάξεων. Αυτό που σήµερα πρέπει να υπερβούµε δεν είναι µόνον οι δικές µας αδυναµίες και η ενίσχυση της αξιοπιστίας της πρότασής, αλλά και η έλλειψη ξεκάθαρης πολιτικής βούληση από τις οργανωµένες δυνάµεις στις οποίες απευθυνόµαστε.