Δημήτρης Γράψας
Ο Μικρούτσικος αγαπήθηκε από τον λαό της Αριστεράς για το σύνολο του έργου του:
Για τις μελοποιήσεις του Αλκαίου, του Μπίρμαν, του Μπρεχτ, του Μαγιακόφσκι, του Ρίτσου, του Ελευθερίου, του Ιωάννου, του Χικμέτ. Ωστόσο, ταυτίστηκε με τον Νίκο Καββαδία.
Στην ελληνική μεταπολιτευτική πολιτική ζωή, λίγες φράσεις έχουν χρησιμοποιηθεί και κακοποιηθεί περισσότερο από την περίφημη «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς». Όσο και αν η αναφορά αυτή εκκινεί άλλοτε από ρεβανσιστικές και άλλοτε από εμμονικές και υστερόβουλες πολιτικές αφετηρίες, έχει έναν ορθολογικό πυρήνα: Στο πεδίο των ιδεών, οι νικημένοι του εμφυλίου μετατράπηκαν σε περήφανους νικητές που παρήγαγαν μετρήσιμα πολιτικά αποτελέσματα.
Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να συμβεί, χωρίς την καθοριστική επίδραση της αριστερής πολιτικής τέχνης. «Εδώ που η δύναμη βγαίνει από τα στόματα και όχι από τα στόμια, δεν μπορείτε να μας σκοτώσετε», ήταν σαν να κραύγαζαν οι καλλιτέχνες που επέμεναν να υποστηρίζουν πως ετούτος ο κόσμος μπορεί και αξίζει να αλλάξει, για να αντιστρέψουμε τον στίχο του Μπίρμαν από το αριστούργημα του Θάνου Μικρούτσικου, «η Μπαλάντα του Οπερατέρ».
Στην υπόθεση αυτή, την οποία κάποιος θα μπορούσε να παρομοιάσει με μια διαρκή σκυταλοδρομία, όπου η σκυτάλη επιβάλλεται να μην πέσει κάτω, υπήρξαν κορυφαίοι σταθμοί. αναμφισβήτητα, ένας τέτοιος σταθμός είναι και το ογκώδες έργο του Μικρούτσικου. Για οικονομία χώρου, θα χρησιμοποιήσουμε έναν αφορισμό: Είναι πιο εύκολο να βρεις ψύλλο στα άχυρα παρά κάποιον ή κάποια που να μην έχουν κρατήσει απ’ τα πρώτα βήματα τους στην Αριστερά –ή και πριν απ’ αυτά– σαν ξεχωριστή ανάμνηση, που έπαιξε ρόλο στη μετέπειτα πορεία τους, το πρώτο άκουσμα των Πολιτικών Τραγουδιών του Μικρούτσικου ή την πρώτη φορά που κατανόησαν τη «Δίκοπη Ζωή».
Ο Μικρούτσικος αγαπήθηκε από τον λαό της Αριστεράς για το σύνολο του έργου του: Για τις μελοποιήσεις του Αλκαίου, του Μπίρμαν, του Μπρεχτ, του Μαγιακόφσκι, του Ρίτσου, του Ελευθερίου, του Ιωάννου, για την εκπληκτική δουλειά του στον Χικμέτ. Ωστόσο, ταυτίστηκε σε τέτοιο βαθμό με τον Νίκο Καββαδία που λες πως, αν κλείσεις τα μάτια, οι δυο μορφές τους γίνονται μια, πως γεννήθηκαν και πέθαναν μαζί, πως δεν υπάρχει ο ένας χωρίς τον άλλον, πως στην αιώνια πορεία του χρόνου, ο ποιητής θα φέρει τον συνθέτη και ο συνθέτης τον ποιητή.
Και εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα παράδοξο για το οποίο ο Μικρούτσικος ήταν εξαιρετικά περήφανος: την αποδοχή των μελοποιήσεων του Καββαδία ως την πιο σπουδαία καμπή της πορείας του κορυφαίου μουσικοσυνθέτη, τόσο από τον ίδιο όσο και από το πολιτικοποιημένο κοινό του. Η παραδοχή αυτή δεν είναι κάτι που θα μπορούσε να προβλέψει κάποιος μελετητής του έργου του Καββαδία, πριν την κυκλοφορία του Σταυρού του Νότου. Δεν είναι μόνο ότι ο Καββαδίας θεωρείτο ένας ελάσσων και δυσνόητος ποιητής, μα ήταν και κάποιος που δεν συμπεριλάμβανε στις συλλογές του πολιτικά ποιήματα, με ελάχιστες εξαιρέσεις (Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Γκουεβάρα). Πως έφτασε λοιπόν ο «πολύ πολιτικός» Θάνος Μικρούτσικος στα τέλη της πιο πολιτικής του δεκαετίας, αυτής του 1970, να προχωρήσει σε μια τέτοια παρακινδυνευμένη απόπειρα;
Ας δούμε βοηθητικά μια φαινομενικά άσχετη τοποθέτηση του, εδώ στο Πριν, το καλοκαίρι του 2010. «Υπάρχει και στους κόλπους της Αριστεράς μια πολύ μεγάλη παρανόηση για το τι ακριβώς συνιστά ένα πολιτικό τραγούδι. Το πολιτικό έργο δεν κρίνεται από το κείμενο που κουβαλάει. Διότι η διαδικασία σύνθεσης ενός τραγουδιού, δηλαδή η μελοποίηση ενός κειμένου, είναι πολύ σύνθετη και για να δικαιώνεται μετά τη μελοποίηση, το κείμενο θα πρέπει να σημαίνει και άλλα πράγματα από αυτά που σήμαινε πριν μελοποιηθεί. Η μουσική δεν είναι υπόκρουση».
Ο Μικρούτσικος ανακάλυψε ξανά την ποίηση του Καββαδία, με τη μουσική όχι απλά να μην είναι υπόκρουση, αλλά ο Αφηγητής που ζωντάνευε κρυμμένα νοήματα. Στη διαπλοκή τους, η ποίηση και οι υψηλές συλλήψεις του συνθέτη, δημιούργησαν έναν νέο αισθητικό χώρο που οριζόταν από επαναλαμβανόμενα μοτίβα, χωρίς κουπλέ και άλλες «πετυχημένες συνταγές για τραγούδια» και έμοιαζε πιο πολύ με ένα παραμύθι που δεν αρχίζει και δεν τελειώνει ποτέ. Αυτό που πρόσφερε στο διψασμένο κοινό του δεν ήταν κυρίως ένα καταφύγιο απ’ τη σκληρή πραγματικότητα αλλά μια εκδοχή της ουτοπίας που δεν είναι μόνο η κατάληξη του ταξιδιού μα και το ίδιο το ταξίδι και τα ενδιάμεσα αγκυροβόλια. Οι φόρμες του Μικρούτσικου φώτισαν τις καταχωνιασμένες πλευρές μιας ποιητικής που οριζόταν απ’ την ελευθερία και την ανατροπή, απ’ τον πόθο για μια ζωή έξω απ’ τις συμβάσεις και τις καθηλωτικές συνήθειες της αστικής καθημερινότητας. Και ως τέτοιες αγκαλιάστηκαν και αγκαλιάζονται απ’ τους νέους που αποφάσισαν και αποφασίζουν, γεμάτοι ορμή, να μπαρκάρουν για τις μεγάλες περιπλανήσεις, να «χορέψουν στο φτερό του καρχαρία».
Αυτό που πρόσφερε στο διψασμένο κοινό του δεν ήταν, κυρίως, ένα καταφύγιο αλλά μια εκδοχή της ουτοπίας που δεν είναι μόνο η κατάληξη μα και το ίδιο το ταξίδι
Το βράδυ της 28ης Δεκέμβρη, το βράδυ της μέρας που ο Θάνος Μικρούτσικος έφυγε, καθώς συνηθίζουμε να λέμε, κάποιος φίλος μου είπε πως τον τσακίζει η αίσθηση ότι άνθρωποι που ένιωθες καλά να ξέρεις πως υπάρχουν, χάνονται και δεν φαίνεται να αναπληρώνονται. Δεν είπα τίποτα, σκέφτηκα πως πρέπει να απαντήσω κάτι διαλεκτικό, «οι μεγάλες αφηγήσεις θα επιστρέψουν και θα γεννήσουν νέους Μικρούτσικους» ή κάτι τέτοιο, αλλά δεν το έκανα, ευτυχώς, γιατί θα ‘τανε φτηνό. Οι σπουδαίοι δεν αναπληρώνονται, μόνο παραμένουν σπουδαίοι δίπλα μας και το έργο τους δεν είναι απλά παρακαταθήκη, μα θα ενυπάρχει σε ό,τι καινούργιο μέλλεται να γεννηθεί. Ύστερα θυμήθηκα την ευγενική μορφή του καλλιτέχνη σ’ εκείνη την προφεστιβαλική των Αναιρέσεων, το 2015, όπου είχε τη διάθεση να συζητήσει με κάθε σύντροφο ή συντρόφισσα που τον πλησίαζε, για οποιοδήποτε θέμα, χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό. Και έτσι όπως μου ήρθε η εικόνα του να μιλάει με τις χαρακτηριστικές και έντονες κινήσεις των χεριών του, ξάφνου, σε μια ανταρσία της μνήμης, άρχισε να τραγουδάει και από κάτω όλοι και όλες τον ακολουθήσαμε.
Έβραζε το κύμα του γαρμπή
είμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη
γύρισες και μου ‘πες πως το Μάρτη
σ’ άλλους παραλλήλους θα ‘χεις μπει