Αιμιλία Τσαγκαράτου
Στρατόπεδα συγκέντρωσης τα κέντρα κράτησης μεταναστών στις ΗΠΑ
Βασικός φορέας εφαρμογής της αντιμεταναστευτικής πολιτικής είναι η διαβόητη ICE που ιδρύθηκε το 2003 από τον Μπους και χρησιμοποιήθηκε με τον ίδιο σκληρό τρόπο από όλους τους προέδρους των ΗΠΑ. Εκείνος που ξεπέρασε κάθε όριο ήταν ο Ομπάμα, αφού επί προεδρίας του απελάθηκαν πάνω από τρία εκατομμύρια. Ο Τραμπ, πατώντας πάνω στην πολιτική του προκατόχου του, οδήγησε την πολιτική αυτή στα άκρα.
Η μετανάστρια από το Μεξικό περιγράφει κλαίγοντας στον δημοσιογράφο τις συνθήκες κράτησης στα διαβόητα detention centers (κέντρα κράτησης) των Ηνωμένων Πολιτειών. Την ημέρα των γενεθλίων της κόρης της κι ενώ καλούσε το όνομά της λέγοντας ότι έχει δικαίωμα να την δει, ο φύλακας του κέντρου της απάντησε με την εξής φράση: «Το μόνο δικαίωμα που έχεις είναι να φύγεις από τη χώρα μου».
Στο μεταξύ, πληθαίνουν οι φωνές των ακτιβιστών και των συλλογικοτήτων που αγωνίζονται για τα δικαιώματα των μεταναστών και των προσφύγων στις ΗΠΑ, οι οποίοι παρομοιάζουν τα κέντρα αυτά με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης είτε των Ναζί στην Ευρώπη είτε με τα κέντρα φυλάκισης (internment camps) των ιαπωνικής καταγωγής πολιτών που ζούσαν στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς τους θεωρούσαν «πιθανή απειλή για την εθνική ασφάλεια». Παιδιά που κοιμούνται στο πάτωμα, που αλλάζουν τις πάνες στα μικρότερα αδέλφια τους, οικογένειες που τις διαλύουν στα σύνορα, άνθρωποι στοιβαγμένοι σε μικρά κελιά, είναι πια πολύ συνηθισμένες εικόνες για τους ανθρώπους εκείνους οι οποίοι φεύγουν από τις χώρες τους για να ξεφύγουν από τη φτώχια, τη βία των συμμοριών, τον πόλεμο, ακόμα και την ενδοοικογενειακή βία. Πολλοί κρατούνται σε συνθήκες που θυμίζουν εκείνες της φυλάκισης επικίνδυνων εγκληματιών, ενώ υπάρχει πλήθος καταγγελιών για εξευτελιστικές έρευνες σε ξεγυμνωμένους άνδρες και γυναίκες για όπλα και ναρκωτικά.
«Συλλαμβάνουν και κρατούν ανθρώπους που φεύγουν από τις χώρες εξαιτίας της πολιτικής των ΗΠΑ στην Κεντρική και Λατινική Αμερική», συνεχίζει η μετανάστρια στο ρεπορτάζ του δημοσιογράφου. «Μόνο μετά τη σύναψη της εμπορικής συμφωνίας NAFTA το 1994, χάθηκαν στο Μεξικό δύο εκατομμύρια θέσεις εργασίας στον αγροτικό τομέα. Ένας από αυτούς που έχασε τη δουλειά του ήταν ο πατέρας μου, ο οποίος αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ».
Βασικός φορέας που εφαρμόζει την αντιμεταναστευτική πολιτική είναι η διαβόητη υπηρεσία ICE (Immigration and Customs Enforcement, Υπηρεσία Ελέγχου Μετανάστευσης και Τελωνείων). Η υπηρεσία αυτή ιδρύθηκε το 2003 από τον Τζορτζ Μπους και χρησιμοποιήθηκε με τον ίδιο σκληρό και απάνθρωπο τρόπο από όλους τους προέδρους των ΗΠΑ, από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα. μάλιστα, εκείνος που ξεπέρασε κάθε όριο ήταν ο Μπαράκ Ομπάμα, αφού επί προεδρίας του απελάθηκαν πάνω από τρία εκατομμύρια μετανάστες. Γι’ αυτό και οι ακτιβιστές του έδωσαν το προσωνύμιο «the deporter in chief» («ο επικεφαλής των απελάσεων»). Ο Ντόναλντ Τραμπ, πατώντας πάνω στην πολιτική του προκατόχου του, απλά ανέπτυξε την αντιμεταναστευτική ρητορική και καταστολή στα άκρα, χτίζοντας τείχη, δίνοντας εντολές για τις μεγαλύτερες επιδρομές των αντιμεναστευτικών υπηρεσιών που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια σε χώρους επιχειρήσεων που προσλαμβάνουν ως εργαζόμενους μετανάστες χωρίς χαρτιά και πολλαπλασιάζοντας τα κέντρα κράτησης σε όλη την αμερικανική επικράτεια, κυρίως στις νότιες πολιτείες. Σύμφωνα με τον οργανισμό Global Detention Project, σε εκατό χώρες σε όλο τον κόσμο λειτουργούν την τελευταία δεκαετία περίπου 2.000 τέτοια κέντρα. Μόνο στις ΗΠΑ, που έχουν τη μερίδα του λέοντος, λειτουργούν αυτή τη στιγμή πάνω από 210 κέντρα, είτε σε δημοτικές και κρατικές φυλακές είτε σε ιδιωτικές. Στις δεύτερες κρατούνται περί το 60% των μεταναστών που συλλαμβάνονται, αναδεικνύοντας και την άλλη σημαντική πλευρά της αντιμεταναστευτικής υστερίας στην Αμερική τα τελευταία χρόνια — εκείνη του κέρδους. Οι δύο βασικές εταιρείες ιδιωτικών φυλακών, η GEO Group και η Corrections Corporation of America/CoreCivic, είναι άλλωστε οι καλύτεροι πελάτες της ICE. To 25% και το 20% αντιστοίχως των κερδών τους προέρχονται από την υπερεσία αυτή, ενώ 1.020 επιχειρήσεις αποκόμισαν πάνω από 3,3 δισ. δολάρια στο διάστημα από τις αρχές του 2017 έως τον Ιούλιο του 2019, μέσα από συμβόλαια που έχουν συνάψει με την ICE. οι κρατούμενοι εργάζονται με εξευτελιστικούς μισθούς, προσφέροντας έτσι ουσιαστικά δωρεάν εργασία σε διάφορες επιχειρήσεις, οι οποίες συνεργάζονται με τα κέντρα κράτησης. Ενώ κάθε ιδιωτική φυλακή λαμβάνει από το κράτος 120 δολάρια την ημέρα για κάθε κρατούμενο μετανάστη. Μιλάμε, λοιπόν, για μια τεράστια «μπίζνα» της τάξης των 2 δισ. δολαρίων τον χρόνο….
Το 60% των κρατούμενων μεταναστών βρίσκονται σε ιδιωτικές φυλακές που αποκομίζουν τεράστια κέρδη
Φυσικά, εκτός από τους ενήλικες, θύματα αυτής της πολιτικής είναι και τα παιδιά. Πολλές ιστορίες βίαιου αποχωρισμού παιδιών από τους γονείς τους έχουν δει το φως της δημοσιότητας. Οι εκπαιδευτικοί των ΗΠΑ έρχονται αντιμέτωποι με μια νέα φοβερή πραγματικότητα: Το γεγονός ότι έχουν μαθητές οι οποίοι επιστρέφουν στο σπίτι και διαπιστώνουν ότι οι γονείς τους δεν είναι εκεί. Αιτία οι επιδρομές του ICE κυρίως στους χώρους εργασίας των μεταναστών, ένα πολύ συνηθισμένο φαινόμενο από το καλοκαίρι του 2018 και μετά. Τον Αύγουστο που μας πέρασε έγινε η πιο μαζική επιδρομή, με 680 συλλήψεις στα εργοστάσια της οικογένειας Κοχ στην πολιτεία του Μισισίπι, την ημέρα που άνοιξαν τα σχολεία. Κύριος στόχος είναι η εμπέδωση του φόβου και της τρομοκρατίας μεταξύ των μεταναστών εργατών. Ο μετανάστης χωρίς χαρτιά είναι πιο φοβισμένος, άρα και πιο πειθήνιος στις απαιτήσεις των εργοδοτών. Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, τουλάχιστον ένας στους τέσσερις μαθητές στις ΗΠΑ –από το νηπιαγωγείο μέχρι την τελευταία τάξη της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης– έχει έναν τουλάχιστον γονιό χωρίς χαρτιά, ενώ 5,9 εκατομμύρια παιδιά που είναι πολίτες των ΗΠΑ έχουν ένα τουλάχιστον μέλος της οικογένειάς τους χωρίς χαρτιά.
Το παρήγορο είναι ότι δυναμώνουν οι φωνές όσων αντιστέκονται. Μαζικές διαμαρτυρίες έχουν διοργανωθεί σε μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ, οι οποίες συνήθως αντιμετωπίζονται με καταστολή και συλλήψεις. Αν και οι φωνές αυτές είναι ακόμα αρκετά μειοψηφικές, αποτελούν σημαντικό στήριγμα στον κοινό αγώνα Αμερικανών και μεταναστών εργαζόμενων ενάντια στον ρατσισμό και την ξενοφοβία.