Αφορμή για τη συγγραφή του παρόντος σύντομου άρθρου αποτέλεσε ο απολογισμός και οι απόψεις, σχετικά με τον αγώνα που διεξήχθη ενάντια στην αντιδραστική αναδιατύπωση του ορισμού του βιασμού στον ισχύοντα πλέον Ποινικό Κώδικα, που διατυπώνονται στο άρθρο «Ο νέος νόμος για τον βιασμό & και η πιο σύντομη «ιστορική νίκη του γυναικείου κινήματος στα χρονικά! εμείς πάντως, δεν νιώθουμε νικήτριες» του περιοδικού mιgadα (τχ. 23), τα μέλη του οποίου ανήκουν στο χώρο της πολιτικής αυτονομίας, έτσι όπως ο χώρος αυτό διαμορφώθηκε ιστορικά στη χώρας μας και με τις όποιες θεωρητικές αναφορές στην έννοια του «καπιταλιστικού κοινωνικού εργοστασίου». Επισημαίνεται, δε, ότι οι απόψεις που διατυπώνονται στο άρθρο αυτό είχαν και ορατές πολιτικές και πρακτικές συνέπειες: την παντελή, σχεδόν, απουσία των ατόμων του χώρου αυτού από τον αγώνα που δόθηκε ενάντια στην αντιδραστική αναδιατύπωση του ορισμού του βιασμού, έτσι όπως αυτός διατυπώνεται στο άρθρο 336 του Ποινικού Κώδικα.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να γίνει κατά τη γνώμη μου, μια διάκριση, προς αποφυγή συγχύσεων, μεταξύ των «αυτόνομων ομάδων γυναικών»[1], που δραστηριοποιήθηκαν στην Ελλάδα ενεργά γύρω από ζητήματα όπως είναι η κακοποίηση των γυναικών, η έκτρωση, η αντισύλληψη. μετά τη μεταπολίτευση και της πολιτικής αυτονομίας, που είχε αναφορές, κυρίως, στον αντίστοιχο χώρο της Ιταλίας. Και τούτο γιατί οι ομάδες αυτές δεν υιοθετούσαν κατ` ανάγκη τις απόψεις της πολιτικής αυτονομίας κι είχαν διαφορετικά χαρακτηριστικά κι επίδικα, υιοθετούσαν συχνά τη μέθοδο της «αυτογνωσίας», στο πλαίσιο της οποίας η γνώση ερείδεται στην υποκειμενική εμπειρία[2].
Στο άρθρο αυτό υποστηρίζεται ότι, με λίγα λόγια, πως: «Θα μπορούσαμε άνετα να υποθέσουμε ότι όλοι οι επίσημοι συνομιλητές (κυβέρνηση, Διεθνής Αμνηστία, Γενική Γραμματεία Ισότητας) δεν είχαν να διαφωνήσουν εξαρχής σε τίποτε και ότι όλη η ιστορία ήταν σικέ». Υποτιμάται, εντελώς, το γεγονός πως ο προωθούμενος ορισμός του βιασμού καθιστούσε πιο ευάλωτα τα θύματα, μεταξύ των οποίων οι συντάκτριες δεν περιλαμβάνουν τους άνδρες που βιάζονται από άλλους άνδρες, ενώ αγνοείται η επιμονή της κυβέρνησης να περάσει το νέο ορισμό μέχρι τελευταία στιγμή, επιμονή που τη διαπιστώσαμε πολύ καλά όσες και όσοι κινητοποιηθήκαμε. Βέβαια, από το άρθρο, απουσιάζει η κινητοποίηση που υπήρξε και το κύριο βάρος της οποίας σήκωσε η “Ανοιχτή Συνέλευση «Χωρίς Συναίνεση Είναι Βιασμός»”… Ενώ δηλώνεται ότι «οι νόμοι που ποινικοποιούν τη σεξουαλικότητα, την έκτρωση, τις αντιστάσεις και τις πρακτικές μας, θα μας βρίσκουν προφανώς απέναντι», οι συντάκτριες του άρθρου υποστηρίζουν πως η εμπειρία των καθημερινών μαχών δεν είναι μεταφράσιμη σε νομική ορολογία και θεσμικές διεκδικήσεις. Ως εκ τούτου, όπως υποστηρίζουν στο τέλος του άρθρου «εμείς θα ορίσουμε τους τρόπους αντιμετώπισης της κουλτούρας του βιασμού και όχι κάποιο τραπέζι διαβούλευσης με τον υπουργό δικαιοσύνης», αφήνοντας μετέωρο το ποιες/ποιους περιλαμβάνει/αποκλείει αυτό το καθολικού τύπου «εμείς», αλλά και τους τρόπους αντιμετώπισης από αυτό το υποκείμενο στο οποίο αναφέρεται το «εμείς».
Κατά τη γνώμη μου, δεν πρέπει να είναι καθόλου εκτός του πεδίου αγώνα, για το φεμινιστικό κίνημα αλλά και για όλα τα κινήματα κατά του βιασμού και της έμφυλης βίας κι οφείλουμε να αναρωτηθούμε αν «το δίκαιο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν ένα κατεξοχήν αρσενικό παράδειγμα (male paradigme)» … στα θέματα που αφορούν την επιστήμη και τις γυναίκες, μια επιστήμη δηλαδή που την έχουν δουλέψει και δημιουργήσει αποκλειστικά ανθρώπινα όντα που ανήκουν κατεξοχήν στο άρρεν φύλο;»[3]. Γι` αυτό θα επιχειρήσω να ασχοληθώ με την ιστορία του ορισμού του βιασμού στο ελληνικό ποινικό δίκαιο και να αναδείξω τη σημασία του αγώνα που δόθηκε.
Στην ελληνική έννομη τάξη, η πρώτη αναφορά στο βιασμό ανευρίσκεται, κατά τους επαναστατικούς χρόνους, στο «Απάνθισμα των Εγκληματικών»[4] της Β΄ Εθνικής Συνελεύσεως των Ελλήνων, το οποίο τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιουλίου 1824. Επισημαίνεται πως τα οριζόμενα για το βιασμό καθώς και τον κολασμό της αρσενοκοιτίας (των μεταξύ ανδρών ομοερωτικών πρακτικών) περιλαμβάνονται στο Κεφάλαιο το σχετικό με τα αδικήματα που διαφθείρουν τα ήθη. Αργότερα, στο νεοσύστατο, πλέον, Ελληνικό Βασίλειο, Ποινικός Κώδικας συντάχθηκε για πρώτη φορά από τα μέλη της Αντιβασιλείας του Όθωνα, με βάση τον βαυαρικό κώδικα του 1813, όπως αυτός είχε στη συνέχεια τροποποιηθεί με νεότερα βαυαρικά νομοσχέδια.[5] Ο Κώδικας αυτός (Ποινικός Κώδικας (σε παράρτημα, ΦΕΚ 3/10-1-1834) δημοσιεύτηκε στην «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» σε δύο γλώσσες, στην ελληνική και τη γερμανική, στις 10 Ιανουαρίου του 1834 και άρχισε να εφαρμόζεται από τις 19 Απριλίου του 1834. Μετά από κάποιες αναγκαίες μεταφραστικές, κυρίως, διορθώσεις, εκδόθηκε νεότερο διάταγμα για επαναδημοσίευση μόνο του ελληνικού κειμένου δύο χρόνια μετά, στο Φ.Ε.Κ. στις 3 Νοεμβρίου του 1836 ως παράρτημα του προηγουμένου. Έκτοτε παρέμεινε σε ισχύ μόνο το ελληνικό κείμενο σύμφωνα με το άρθρο 3 του Διατάγματος της 24ης Ιουνίου 1935.[6]
Έτσι, ο νόμος αυτός υπέστη πολλές τροποποιήσεις με νεότερα διατάγματα φθάνοντας το 1910 στην ανάγκη έκδοσης νέου αναδιαμορφωμένου Ποινικού Κώδικα που να περιέχει κωδικοποιημένα όλες τις τροποποιήσεις που στο μεταξύ είχαν πραγματοποιηθεί, η οποία ολοκληρώθηκε το 1950 με την έκδοση του Νόμου 1492/1950 «Περί κυρώσεως του Ποινικού Κώδικα» (Φ.Ε.Κ. Α/182/17-8-1950), ενώ, ουσιαστικά, μέχρι τότε ίσχυε ο Π.Κ, ο οποίος είχε κυρωθεί το 1836.
Στον εν λόγω Ποινικό Κώδικα, στο Κεφάλαιο που είναι αφιερωμένο στα εγκλήματα κατά των ηθών, περιλαμβάνεται ο ακόλουθος ορισμός του βιασμού: «Κεφάλαιο ΙΘ΄. Εγκλήματα κατά των ηθών. Άρθρον 336. Βιασμός. Ο δια σωματικής βίας ή δι` απειλής σπουδαίου και αμέσου κινδύνου εξαναγκάζων θήλυ εις εξώγαμον συνουσίαν τιμωρείται δια καθείρξεως.»
Τέλος με την έκδοση του Π.Δ. 283/1985 «Ποινικός Κώδικας» (Φ.Ε.Κ. Α/106/31-5-1985) τέθηκε σε ισχύ η μεταγλωττισμένη μορφή του στη δημοτική. ‘Εκτοτε, έγιναν αλλαγές σε ορισμένες διατάξεις, ενώ η ισχύουσα μορφή είναι αυτή του 2018.[7] Αξίζει να σημειωθεί πως αφενός ο ορισμός του βιασμού, στον Π.Κ. του 1950, είναι ο ίδιος με αυτόν που περιλαμβάνεται στο μεταγενέστερο Π.Κ. του 1984 και αφετέρου, στον Π.Κ. του 1950, ο βιασμός συμπεριλαμβάνεται στο ΙΘ΄ Κεφάλαιο που έχει τίτλο: «Εγκλήματα κατά των ηθών», εντασσόταν, δηλαδή, στο πεδίο των πράξεων που προσέβαλλαν την Ηθική και τη Δημόσια Αιδώ. Με τον Π.Κ. του 1984 (ν.1419/1984), ο βιασμός περιλαμβάνεται, πλέον, στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής.[8]
Από τις 6 Μαρτίου 2019 τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση «Σχέδιο νέου ποινικού κώδικα», όπως παραδόθηκε, στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, από Επιτροπή[9] η σύσταση και η συγκρότηση της οποίας προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 76 του Συντάγματος. Στο εν λόγω «Σχέδιο» της επιτροπής προτεινόταν, μεταξύ άλλων, η αναδιατύπωση του προγενέστερου ορισμού του βιασμού (άρθρο 336 του Π.Κ.), με τρόπο που όχι μόνο δεν ελάμβανε υπόψη του τις απαιτήσεις των σύγχρονων φεμινισμών[10], αλλά αποτελούσε αντιδραστική εξέλιξη.
Συγκεκριμένα, στην παράγραφο 1 του άρθρου 336 του μέχρι πρότινος ισχύοντος Π.Κ. ορίζονταν τα ακόλουθα: «1. Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία εξώγαμη ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξης τιμωρείται με κάθειρξη». Στο πλαίσιο της εφαρμογής αυτής της διάταξης, εφόσον αποδεικνυόταν η «απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου», ήταν δυνατό να καταλογιστεί στο δράστη η πράξη του βιασμού, εφόσον αυτός είχε κάνει χρήση ψυχολογικής βίας ή εκβιασμού (π.χ. απώλεια θέσης εργασίας, διασυρμός του θύματος με την κυκλοφορία βιντεοσκοπημένων ερωτικών στιγμιοτύπων κ.ά.π.). Η δολοφονημένη στη Ρόδο Ελένη Τοπαλούδη είναι μια ηχηρή τέτοια περίπτωση.
Με τoν διατυπωθέντα υπό διαβούλευση νέο ορισμό[11] («Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης τιμωρείται με κάθειρξη.»), για να προσδιοριστεί μια πράξη ως βιασμός χρειαζόταν αποκλειστικά και μόνο να αποδειχθεί χρήση σωματικής βίας ή άμεσου κινδύνου ζωής του θύματος, με αποτέλεσμα να περιορίζεται επικίνδυνα ο ορισμός του βιασμού και να καθίστανται τα θύματα και τα υποψήφια θύματα (πρωτίστως γυναίκες αλλά και άντρες) περισσότερο ευάλωτα.
Σε κινηματικό επίπεδο, ενάντια σε αυτή την εξέλιξη, συγκροτήθηκε, ύστερα από κάλεσμα φεμινιστικών συλλογικοτήτων, η «Ανοιχτή Συνέλευση “Χωρίς Συναίνεση Είναι Βιασμός”», η οποία με σταθερότητα, επιμονή, και με τεκμηριωμένο τρόπο έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στο κίνημα που αναπτύχθηκε τους τελευταίους μήνες (πορείες, παραστάσεις διαμαρτυρίας, ενημερωτικές καμπάνιες με έντυπο υλικό και βίντεο, συμβολική κατάληψη της (τέως) Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων) και συνέβαλε στο να σπάσει η δημόσια σιωπή γύρω από το ζήτημα.
Η συγκεκριμένη «Ανοιχτή Συνέλευση», πέραν της άμεσης απόσυρσης της προτεινόμενης υπερσυντηρητικής αναδιατύπωσης του ορισμού του βιασμού, απαίτησε από την Κυβέρνηση να θέσει σε πραγματική ισχύ τη «Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης», στην οποία αναφέρεται, ξεκάθαρα, ότι για «οποιαδήποτε σεξουαλική πράξη ή συμπεριφορά μόνη προϋπόθεση είναι η εκούσια συγκατάθεση των ατόμων, συγκατάθεση που αποτελεί προϊόν ελεύθερης βούλησης». Στο πλαίσιο αυτό, η «Συνέλευση» υποστήριξε και υποστηρίζει πως «μοναδική προϋπόθεση είναι η ελεύθερη, αβίαστη, ισότιμη συναίνεση σε κάθε σεξουαλική πρακτική, σε όλα τα στάδιά της. Όταν αυτή απουσιάζει είναι βιασμός!».
Το αποτέλεσμα: παρά την επιμονή του Υπουργού Δικαιοσύνης μέχρι και την τελευταία σχεδόν στιγμή, μετά και από την πετυχημένη συγκέντρωση στην Πλατεία Συντάγματος την ημέρα που κατατέθηκε στη Βουλή το σχέδιο του ψηφισθέντος πλέον Ποινικού Κώδικα, η Κυβέρνηση υποχώρησε, απέσυρε την αντιδραστική σχετικά διάταξη που ήταν χειρότερη από αυτή που ίσχυε μέχρι πριν λίγες μέρες και νέο πλέον Ποινικό Κώδικα και συγκεκριμένα στο άρθρο 5, ορίζεται ρητά ότι η απουσία συναίνεσης σε κάθε σεξουαλική πρακτική συνιστά βιασμό.
Το ερώτημα αν και σε ποιο βαθμό το δίκαιο επηρεάζει διαμορφωτικά τις κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των φύλων έχει απασχολήσει και απασχολεί το φεμινιστικό κίνημα στις ποικίλες εκφράσεις του, στοχάστριες και στοχαστές.[12] Από την απάντηση που θα δοθεί στο συγκεκριμένο ερώτημα εξαρτάται και το αν θα θεωρήσουμε το πεδίο του δικαίου ένα ακόμα πεδίο αγώνα, το οποίο εντάσσεται στον αγώνα κατά των βιασμών, των γυναικοκτονιών/θηλυκοκτονιών, της έμφυλης βίας και των έμφυλων διακρίσεων. Βέβαια, η κατανόηση του έμφυλου χαρακτήρα του δικαίου και της βαρύτητας των νομικών ρυθμίσεων στις έμφυλες σχέσεις συνδέεται άρρηκτα με -και προϋποθέτει την αμφισβήτηση των διχοτομιών , όπως είναι η διάκριση της δημόσιας από την ιδιωτική σφαίρα, στο χώρο της οποία λαμβάνει χώρα η αόρατη κατ` οίκον γυναικεία εργασία, η φύση και ο πολιτισμός κ.ά.
Κρίνω σκόπιμο να ξεκινήσουμε τη μελέτη του θέματος από το έργο του Pierre Bourdieu, o οποίος εργάστηκε για τη θεμελίωση μιας υλιστικής θεωρίας των συμβολικών αγαθών, επιχειρώντας να διερευνήσει και να καταγράψει την κοινωνική κατασκευή των γνωστικών δομών που οργανώνουν τις πράξεις κατασκευής του κόσμου και των εξουσιών του. Σε αυτή την κατεύθυνση, ο P. Bourdieu συγκροτεί μια προσέγγιση που καθιστά κατανοητή την καθαρά συμβολική διάσταση της ανδρικής κυριαρχίας, στο πλαίσιο της οποίας η σεξουαλική πράξη γίνεται αντιληπτή ως σχέση υποταγής, κυριαρχίας, ιδιοποίησης και κατοχής[13]. Στην προσέγγιση του αυτή, το κράτος, βασικός θεσμός και μηχανισμός του οποίου είναι το δικαιϊκό σύστημα, συμβάλλει στη διαμόρφωση και διαιώνιση της ανδρικής κυριαρχίας. Όπως υποστηρίζει: «αυτό που στη ιστορία εμφανίζεται ως αιώνιο είναι απλώς το προϊόν μιας εργασία διαιώνισης την οποία αναλαμβάνουν (συνδεδεμένοι μεταξύ τους) θεσμοί όπως η οικογένεια, η Εκκλησία, το κράτος[14], το σχολείο…»[15].
Στην προσπάθειά του να διερευνήσει τους τρόπους μέσω των οποίων η ανδροκεντρική θεώρηση εγγράφεται στο κοινωνικό σώμα ως ουδέτερη και, ως εκ τούτου, δεν έχει ανάγκη να δηλωθεί σε λόγους που θα τη νομιμοποιούσαν,[16] o Pierre Bourdieu στρέφεται, προκειμένου για τις διαφοροποιημένες κοινωνίες,[17] στο ρόλο που επιτελεί το δικαιικό πεδίο. Έτσι, διαφορετικά από ό,τι συμβαίνει στην κοινωνία των Βερβέρων της Καβυλίας, την οποία μελέτησε στις αρχές της δεκαετίας του `60, σημειώνει τα ακόλουθα: «Το μυθικό-τελετουργικό σύστημα παίζει εδώ ένα ρόλο που είναι ισοδύναμος με τον ρόλο που στις διαφοροποιημένες κοινωνίες, αναλαμβάνει το δικαιικό πεδίο: στο βαθμό που οι αρχές θεώρησης και διαίρεσης τις οποίες προτείνει είναι αντικειμενικά προσαρμοσμένες στις προϋπάρχουσες διαιρέσεις, καθιερώνει την κατεστημένη τάξη, οδηγώντας τη στη γνωστή και αναγνωρισμένη δηλαδή, επίσημη, ύπαρξη».[18]
Μέσα από αυτή την προσέγγιση γίνεται, κατά τη γνώμη μου, εύκολα κατανοητό το γεγονός πως και ο νομικός ορισμός του βιασμού υπόκειται στην ανδροκρατική θεώρηση: σχετίζεται στενά, αν δεν ταυτίζεται, με τη διείσδυση, γεγονός που απηχεί, αναπαράγει και ενισχύει την ανδροκρατική θεώρηση της σεξουαλικότητας, η οποία είναι προσανατολισμένη στη διείσδυση και στην κυριαρχία και αποκλίνει, συχνά, από τις πιθανές επιθυμίες των γυναικών στη σεξουαλικότητα.[19]
Μετά από όλα αυτά, μπορούμε, νομίζω, να καταλάβουμε τη σημασία που έχει για τον αγώνα κατά του βιασμού και της έμφυλης βίας το πεδίο του δικαιικού συστήματος: όχι ως το μοναδικό, αλλά ως ένα ακόμα πεδίο ανάμεσα σε άλλα σημαντικότερα πεδία. Ειδικότερα, ως προς το θέμα του βιασμού πρέπει, εμφατικά, να σημειωθεί πως οι νομικοί ορισμοί της εγκληματικής αυτής πράξης, καθώς και οι ισχύοντες μύθοι και τα στερεότυπα σχετικά με το βιασμό καθιστούν πιο δύσκολη την καταγγελία, εκ μέρους των θυμάτων, και την υπεράσπιση εκείνων που έχουν το θάρρος να σπάσουν τη σιωπή τους.
Η ενσωμάτωση στον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα, ύστερα από τις αντιδράσεις του φεμινιστικού κινήματος, του όρου της «συναίνεσης», προκειμένου να διαπιστωθεί η τέλεση της εγκληματικής πράξης του βιασμού, ανοίγει, σε μεγαλύτερο βαθμό, το δρόμο για τη διεκδίκηση εκ μέρους των θυμάτων της απόδοσης δικαιοσύνης. Και τούτο, γιατί, κατά τη γνώμη μου, δεν προϋποθέτει, πλέον, την απόδειξη έντονης σωματικής αντίστασης, την έλλειψη της οποίας επικαλείται, συχνά, το δικαστικό σώμα και οι ιατροδικαστές/στριες ως στοιχείο που δεν αποδεικνύει την τέλεση του εγκλήματος. Αυτό, δε, συμβαίνει γιατί ο λόγος και η ιδεολογία του δικαστικού σώματος και των ιατροδικαστών/στριών είναι ανδροκρατικός και πλήρως ανδροκρατούμενος το δικαστικό σώμα διακατέχεται από ένα είδος τύφλωσης και γνωσιολογικής προκατάληψης, έχει ενσωματώσει, πλήρως αυτό την οπτική και διακατέχεται από τις ανδρικές κατηγορίες –αυτές που ενεργοποιεί κανείς χωρίς να είναι σε θέσει να τις διατυπώσει ρητά. Γι` αυτούς τους λόγους είναι παντελώς ανίκανο ν` αντιληφθεί το επικαλούμενο εκ μέρους του θύματος «πάγωμα», το γεγονός, δηλαδή, ότι “οι «υποταγμένες» διαθέσεις, από τις οποίες παίρνουμε συχνά το δικαίωμα «να κατηγορήσουμε» το θύμα, αποτελούν προϊόν αντικειμενικών δομών, και ότι αυτές οι δομές οφείλουν την αποτελεσματικότητά τους αποκλειστικά και μόνο στις διαθέσεις που ενεργοποιούν και στων οποίων την αναπαραγωγή συμβάλλουν”.[20]
Επιστρέφοντας στο θέμα του χαρακτήρα του δικαίου και στο ερώτημα αν το δίκαιο συγκροτεί ένα κατεξοχήν αρσενικό παράδειγμα (male paradigme), σημειώνεται ότι η Γιώτα Κραβαρίτου υποστηρίζει πως, από τη στιγμή που ετέθη το ζήτημα αυτό, καθώς και η αμφισβήτηση των διχοτομιών δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, φύσης και πολιτισμού κ.ά.π., «η επιστημονική “ρωγμή” είχε ήδη λάβει χώρα: δεν ήταν δυνατό να συνεχίζονται να γίνονται αποδεκτές οι παραδοσιακές παραδοχές που ισχύουν στην επιστήμη μας.».[21] Όπως υποστηρίζει η Γιώτα Κραβαρίτου, κοινό χαρακτηριστικό της φεμινιστικής προσέγγισης του δικαίου υπήρξε η αμφισβήτηση της θετικιστικής δικαιικής προσέγγισης[22] και η ανάδυση, στο πλαίσιο του σχετικού φεμινιστικού προβληματισμού τριών ρευμάτων: του εμπειρικού, του από θέσεως του υποκειμένου και του μεταδομιστικού.[23] Ιδιαίτερα, δε, για το τελευταίο ρεύμα αναφέρει ότι αυτό υποστηρίζει πως τις γυναίκες τις κατασκευάζουν οι διάφοροι λόγοι (discours)[24] και κατεξοχήν ο λόγος των νόμων.[25]
Περαιτέρω, διαβάζοντας το έργο της ιταλικής καταγωγής ριζοσπαστικής φεμινίστριας Silvia Federici[26] και μελετώντας τα στοιχεία, όσα στοιχεία καταγράφονται κι είναι διαθέσιμα, οδηγήθηκα στο συμπέρασμα πως βρισκόμαστε μπροστά σε ένα αναδυόμενο κύμα βίας στη χώρα μας αλλά και διεθνώς ενάντια σε υποκείμενα, που σήμερα, οι ζωές τους δεν έχουν σημασία ή έχουν μόνο εντασσόμενες κι υποταγμένες στο πλαίσιο που ορίζεται από τον πατριαρχικό καπιταλισμό που έχει πλέον κατισχύσει σε πλανητική κλίμακα. Από την κατανόηση του φαινομένου και την απάντηση που θα δοθεί από την πλευρά του φεμινιστικού κινήματος αλλά και των άλλων κοινωνικών κινημάτων πολλά θα κριθούν σε σχέση με τη φυσιογνωμία του κόσμου μας στις επόμενες δεκαετίες. Οι συγκεκριμένες απόψεις της ομάδας στις οποίες αναφέρθηκα και στις οποίες άσκησα κριτική θεωρώ πως δεν συμβάλλουν στην αποτελεσματικότερη απάντηση – πρακτική, θεωρητική, ιδεολογική – του κινήματος στα φαινόμενα που μας απασχολούν ολοένα κι εντονότερα.
Εννοείται πως με τις σκέψεις που διατύπωσα στο άρθρο αυτό δεν εξαντλείται ο αναγκαίος διάλογος για τα παραπάνω ζητήματα και η σχετική διαμάχη. Σε κάθε περίπτωση, η μελέτη αυτής της ακραίας πράξης είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που αναδεικνύουν την αξία των κοινωνικών κινημάτων, εν προκειμένω του φεμινιστικού κινήματος, όχι μόνο για την προώθηση διεκδικήσεων, αλλά και για την παραγωγή γνώσης, η οποία αμφισβητεί, με συγκροτημένο και πειστικό τρόπο, γνώσεις και παραδοχές διαφόρων επιστημονικών κλάδων (ψυχιατρική, βιολογία, ιατροδικαστική κ.τ.λ.).[27]
Γιάννης Ντινιακός
[1] Λείπει, βέβαια, από τη ελληνική βιβλιογραφία μια αναλυτική περιγραφή της ιστορικότητας του φεμινιστικού και γυναικείου κινήματος, που αναπτύχθηκε στη χώρας μας, με τις ποικίλες εκφράσεις του, οργανωτικές, πολιτικές και άλλες, παρά την ύπαρξη αξιόλογων μελετών.
Βλ. μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: Ελένη Βαρίκα, Η Εξέγερση των κυριών. Η γένεση μιας φεμινιστικής συνείδησης στην Ελλάδα 1833-1907, β΄ έκδοση, Κατάρτι, 1996, καθώς και το Έφη Αβδελά-Αγγέλικα Ψαρρά, Ο φεμινισμός στην Ελλάδα του μεσοπολέμου. Μια ανθολογία, Εκδόσεις Γνώση, 1985.
[2] Για μια σύντομη αναφορά στις «αυτόνομες ομάδες γυναικών» της μεταπολίτευσης αλλά και της δεκαετίας του `80, βλ. http://foundation.parliament.gr/central.aspx?sId=111I462I1212I646I458515.
[3] Για την αντιμετώπιση του δικαίου ως «αρσενικού παραδείγματος» (male paradigme), βλ. Κραβαρίτου Γιώτα, Φύλο και Δίκαιο. Η προβληματική της βαρύτητας των νομικών σχέσεων στις έμφυλες κοινωνικές σχέσεις, Αθήνα, 1996, Εκδόσεις Παπαζήση, σ. 50.
H έννοια του «παραδείγματος» χρησιμοποιείται όπως τη χρησιμοποιεί o Kuhn S. Thomas στο βιβλίο του Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων, (εισαγωγή, επιμέλεια: Β. Κάλφας – μετάφραση: Γ. Γεωργακόπουλος, Β. Κάλφας), IA΄ έκδοση 2008, Σύγχρονα Θέματα.
[4] Το «Απάνθισμα των Εγκληματικών της Β΄ Εθνικής Συνελεύσεως των Ελλήνων» παρατίθεται ως «Παράρτημα 1» στο Τηλέμαχος Φιλιππίδης, Η Ποινική Νομοθεσία κατά την Εθνεγερσίαν, Θεσσαλονίκη, 1974, σσ. 85-101. Όπως σημειώνεται, στην έκδοση του Παραρτήματος, η ανατύπωση έγινε από την πρώτη έκδοση του Απανθίσματος «εκ της εν Υδρα τυπογραφίας, 1824».
[5] Για περισσότερα στοιχεία, βλ. «Ποινικός Κώδικας» στη δημοτική (Π.Δ. 28385, ΦΕΚ 106Α της 31-5-1985), (επιμ. Αθανασίου Κονταξή), Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1991, σ. 3 κ. ε.
[6] Βλ. «Ποινικός Κώδικας» στη δημοτική», ό.π. σ. 4.
[7]http://www.nomothesia.net/wp-content/uploads/2016/02/%CE%A0%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%9A%CF%8E%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CF%82.pdf.
[8] Υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, στο σημείο αυτό, μια μετατόπιση από το πεδίο ενός Λόγου για την Ηθική στο πεδίο της αυτοδιάθεσης του σώματος, που δεν μπορεί να είναι άσχετη με τις συντελεσθείσες αλλαγές των νοοτροπιών και την άνοδο, μολονότι με κάποια καθυστέρηση, του δεύτερου κύματος του φεμινιστικού κινήματος και στην Ελλάδα. Με άλλα λόγια, υπό την πίεση του φεμινιστικού κινήματος, ο βιασμός έπαψε –νομικά τουλάχιστον- να είναι έγκλημα κατά των Ηθών και θεωρήθηκε έγκλημα κατά της σεξουαλικής αυτοδιάθεσης.
[9] Η συγκεκριμένη Επιτροπή συγκροτήθηκε με την υπ’ αριθμ. 38882/18-05-2015, ΦΕΚ ΥΟΔΔ 375/26.5.2015, «Σύσταση και συγκρότηση επιτροπής για τη σύνταξη σχεδίου νέου Ποινικού Κώδικα» Aπόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως αυτή τροποποιήθηκε με όμοιες πράξεις. Ας σημειωθεί πως στην πρώτη Επιτροπή από τα εννέα μέλη μόνο ένα μέλος ήταν γυναίκα.
[10] Βλ. μεταξύ άλλων, Άντζελα Ντέιβις, Φεμινισμός της κατάργησης. Θεωρίες και πρακτικές του καιρού μας, Ενδέκατη ετήσια διάλεξη στη μνήμη του Νίκου Πουλαντζά 2017, Νήσος / Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς / transform! Europe, Aθήνα 2018, όπου σύντομη αναφορά στο διαθεματικό φεμινισμό και εκτενή ανάπτυξη του φεμινισμού της κατάργησης από την Άντζελα Ντέιβις.
[11]http://www.opengov.gr/ministryofjustice/?p=9808&fbclid=IwAR2O8IYOCTIkG9b6kD1Eu8Yxlm9CYCuYwwO9gPNaAx5EApGHIT-x7ihR5-E.
[12] Βλ. μεταξύ άλλων, Κραβαρίτου Γιώτα, ό. π.
[13] Βλ. Βourdieu Pierre, Η ανδρική κυριαρχία, (πρόλογος στην ελληνική έκδοση: Νίκος Παναγιωτόπουλος-μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου), β΄έκδοση, Εκδόσεις Πατάκη, 2015. Τίτλος πρωτοτύπου: Bourdieu Pierre, La domination masculine, Éditions du Seuil, 1998.
[14] Η υπογράμμιση δική μου.
[15] Βλ. Bourdieu Pierre, ό. π., σ. 26.
[16] Βλ. Bourdieu Pierre, ό. π., σ. 43.
[17] Οι έννοιες του «πεδίου» και των «διαφοροποιημένων κοινωνιών» είναι κεντρικές έννοιες του έργου του Pierre Bourdieu. Στις αποκαλούμενες «διαφοροποιημένες κοινωνίες», ο κοινωνικός κόσμος συγκροτείται από το σύνολο αυτών των σχετικά αυτόνομων κοινωνικών μικρόκοσμων, των πεδίων, χώροι αντικειμενικών σχέσεων που έχουν μια ιδιαίτερη λογική και αναγκαιότητα και δεν ανάγονται σε αυτές που διέπουν τα άλλα πεδία. Για μια ενδελεχέστερη μελέτη των εννοιών αυτών, βλ. Μπουρντιέ Πιερ,Μικρόκοσμοι. Τρεις μελέτες πεδίου, (επιμέλεια: Νίκος Παναγιωτόπουλος – μετάφραση: Νίκος Παναγιωτόπουλος, Μάνος Γ. Δημητρακόπουλος), Δελφίνι, 1992.
[18] Βλ. Bourdieu P., ό. π., σ. 42.
[19] Βλ. Bourdieu P., ό. π., σ. 59.
[20] Βλ. Bourdieu P., ό. π., σ. 89.
[21] Βλ. Κραβαρίτου Γιώτα, ό. π., σ. 51.
[22] Βλ. Κραβαρίτου Γιώτα, ό. π., σ. 16.
[23] Βλ. Κραβαρίτου Γιώτα, ό. π., σ. 22.
[24] Η έννοια του λόγου (discours ) χρησιμοποιείται με την έννοια που έχει στο έργο του Μichel Foucault. Βλ. Foucault Michel, L`ordre du discours, Gallimard, 1971.
[25] Βλ. Κραβαρίτου Γιώτα, ό. π., σ. 23.
[26] Βλ. Federici Silvia, Ο Κάλιμπαν και οι η Μάγισσα. Γυναίκες, Σώμα και Πρωταρχική Συσσώρευση, (μετάφραση: Ίρια Γραμμένου, Λία Γυιόκα, Παναγιώτης Μπίκας, Λουκής Χασιώτης), Δ΄αναδιατύπωση, Θεσσαλονίκη, 2018, Εκδόσεις των Ξένων. Τίτλος πρωτοτύπου: Caliban and the Witch. Women, the Body and Primitive accumulation, Autonomedia, 2004.
Βλ. επίσης, Federici Silvia, To κυνήγι των μαγισσών χθες και σήμερα, (μετάφραση: Λία Γκιόκα), Εκδόσεις των Ξένων, Θεσσαλονίκη 2019. Τίτλος πρωτοτύπου: Witches, Witch-Hunting and Women, PM Press-Autonomedia-Common Notions, 2018.
[27] Βλ. Παπαρρήγα-Κωσταβάρα Καίτη, Βιασμός. Το έγκλημα, η δίκη, ο νόμος και οι κοινωνικές αντιλήψεις, Μεταίχμιο, 2007.