Κίμων Ρηγόπουλος
Οι ανάγκες σου δεν χωράνε στα αποφόρια του δικομματισμού τους. Δεν είσαι ο ισοβίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς μάλιστα το δικαίωμα μιας τελευταίας επιθυμίας. Δεν είσαι, αν δεν θέλεις να είσαι.
Αφού κούρσεψαν τη ζωή σου και έκλεψαν το σπίτι σου, σου ζητούν τώρα να αγοράσεις από τα μαγαζιά τους τα κλοπιμαία. Σου ζητούν να επιβραβεύσεις την ατιμία τους. Να διαλέξεις αποκλειστικά και μόνο από τις διαβαθμίσεις του κακού: κακό, χειρότερο, χείριστο. Να εγκλωβιστείς στις γκρίζες αποχρώσεις του λίγου: λίγο, λιγότερο, ολίγιστο, καθόλου. Όμως η φτώχεια έχει μάθει ιστορικά να διεκδικεί, να απαιτεί και να επιβάλλει. Σε εκβιάζουν ασύστολα επειδή κάθε τροπή του μέλλοντος σου φαίνεται μια πιθανή επιδείνωση του παρόντος. Μια «ανήμπορη δυσθυμία» απλώνεται, που σε μικραίνει για να την αντέξεις. Μη την αντέξεις, δεν έχεις το δικαίωμα να μικρύνεις τόσο ώστε να την αντέξεις. Δυο κουρντισμένα ανθρωπάκια αγορεύουν στη Βουλή για το ποιος είναι πιο βρώμικος απ’ τον άλλον. Ερμηνεύουν μικροπολιτικά τον Μανώλη Αναγνωστάκη λες και η ποίηση είναι κάποιος δημοσιονομικός χώρος ή εφαρμοστικός νόμος. Όμως η ποίηση γράφεται για να σχεδιάσει το όλον. Θα τους αφήσεις τους άμουσους λογογράφους τους να τεμαχίζουν ό, τι μας συνέχει στον πάγκο του χασάπη; Όντα που μορφάζουν ξιπασιά κατακλύζουν τον δέκτη της τηλεόρασής σου και σε δουλεύουν ξεδιάντροπα. Γι’ αυτούς ο αφοπλισμός της σκέψης σου είναι το εφαλτήριο μιας καριέρας. Θα τους το επιτρέψεις; Το ψέμα επιβάλλεται ως το μόνο ισχυρό νόμισμα, η απάτη ανθεί και θησαυρίζει. Οι αυτοκτονίες- 5.000 άνθρωποι στα χρόνια της μνημονιακής πανούκλας- αρχίζουν πια να περνάνε στα ψιλά των εφημερίδων, σαν τα αυτοκινητικά δυστυχήματα. Είναι σα να λέμε: ας πρόσεχε, έτρεχε στην παραλιακή με 200 και ήταν μοιραίο. Η καλημέρα σου βγαίνει σαν αγκομαχητό και όμως υπάρχει ζωή πριν το θάνατο. Οι ανάγκες σου δεν χωράνε στα αποφόρια του δικομματισμού τους, σε «τραγούδι τρύπιο και στιχάκι μπαλωμένο» που έλεγε και ο Σαββόπουλος όταν ακόμα μπορούσε να συμμεριστεί. Δεν είσαι ο ισοβίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς μάλιστα το δικαίωμα μιας τελευταίας επιθυμίας. Δεν είσαι, αν δεν θέλεις να είσαι. Και μη ξεχνάς: τα κλειδιά της Ευρώπης δεν τα έχουν στα μπρελόκ τους ο Μαρξ και ο Ουγκώ. Τα έχει ο κεντρικός τραπεζίτης της και δεν υπάρχουν αντίγραφά τους. Η συμφιλίωσή σου με τη δυστοπία είναι ο κέρβερος του βασιλείου τους. Ναρκώνουν το θυμό σου με χαρτζιλίκια για να μη γίνει ποτέ αναγκαία συνθήκη ανατροπής. Ναι, ανήκεις στην Ελλάδα και στην Ευρώπη των πολλών μόνο όταν αυτοί οι πολλοί δεν προσφέρονται για πολτοποίηση. Μόνο όταν ενσαρκώνουν τη δύναμη της τάξης τους. Και τότε ουαί και αλίμονο στους συνθηματολόγους των δεκάρικων λόγων, στους κατασκευαστές των ενοχών σου.
Η δική μας περιουσία περιέχει όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες του κόσμου της εργασίας και δεν είναι πραμάτεια εμπορεύσιμη
Οι κομμουνιστές δεν υπέκυψαν ποτέ στην κολακεία του λαού. Έγιναν και «εχθροί του λαού» όταν ο εθνικισμός πότιζε δηλητήριο την ξεραμένη ζωή του. Αυτό κάνουν και τώρα για να συνθέσουν σε αίτημα πανανθρώπινης απελευθέρωσης την απελευθέρωση της εργατικής τάξης. Οι κομμουνιστές δεν είναι μόνο οι τιμωροί ενός συστήματος που μας προγράφει, αλλά και οι αρχιτέκτονες ενός υποδείγματος που στα χνάρια του θα βαδίσει η ανθρωπότητα αν δεν αποφασίσει να καταστραφεί.
Αυτοί που ανέλαβαν την κυβερνητική ευθύνη χρεωμένοι με την κατάργηση των μνημονίων, τώρα ζητούν την ψήφο σου για να ευλογήσεις την πρόθυμη ευθυγράμμισή τους με αυτά και τη δουλική εφαρμογή τους. Αν αυτοί είναι Αριστερά, εγώ είμαι η αναντίρρητη διασταύρωση Αρχιμήδη και Αϊνστάιν με ολίγη από Τέσλα. Και ο καθένας μας θα μπορεί να ορίζεται, μέχρις έσχατου εξευτελισμού των εννοιών, από την ιδέα που έχει για τον εαυτό του και όπερ έδει δείξαι.
Η σπαρμένη σύγχυση αυτούς τους τρέφει και σένα σε καταργεί. Αν ζητάς τα λίγα της ασφαλούς εξαέρωσής σου, αν σου αρκεί η προεκλογική βουταρία, ψήφισέ τους. Αν το κυρίως θέμα δεν πηγάζει από τις ζωτικές ανάγκες σου αλλά απ’ αυτές που γεννούν οι ανάγκες των δυναστών σου, δεν σου είμαστε χρήσιμοι. Η δική μας περιουσία περιέχει όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες του κόσμου της εργασίας και δεν είναι πραμάτεια εμπορεύσιμη. Είναι «μια μουσική άξια των συγκινήσεών μας», όπως έγραψε και ο Καρούζος. Μια μουσική που για να την αξιωθούμε ως άκουσμα, οφείλουμε πρώτα να τη γράψουμε.