Τσαλαβουτώντας στα λασπωμένα νερά του Λιβάνου, ένα ατίθασο, νεαρό αγόρι παλεύει να ξεφύγει από τον «άδικο» κόσμο των ενηλίκων.
Έφη Καραχάλιου
Είναι πάντοτε ενδιαφέρουσα η συζήτηση για τους οικογενειακούς δεσμούς και το πώς ετερόκλητα άτομα κάτω από οικονομικές δυσκολίες δημιουργούν ιδιότυπες οικογένειες. Οι Κλέφτες Καταστημάτων απεικόνισαν μια τέτοια οικογένεια στην ιαπωνική κοινωνία και το Καπερναούμ έρχεται να μας συστήσει μια οικογένεια δυο παιδιών στην άλλη πλευρά της Ασίας.
Ο Ζέιν είναι το μεγαλύτερο παιδί μια πολυμελούς οικογένειας που ζει στα όρια της φτώχειας στη Βυρητό του Λιβάνου, χωρίς επίσημα έγγραφα είναι κυριολεκτικά ανύπαρκτη για τον κρατικό μηχανισμό. Αν και μόλις δώδεκα χρονών, αναγκάζεται να δουλεύει στον δρόμο μαζί με τα αδέλφια του, προκειμένου να επιβιώσουν σε αυτή την κόλαση που τους προσφέρουν οι ενήλικες για ζωή. Κεντρικό θέμα της ταινίας είναι η μήνυση που κάνει ο Ζέιν στους γονείς του, επειδή τον έφεραν στον κόσμο. Παρά το παράλογο του αιτήματος, η ζωή του νεαρού αγοριού σημαδεύεται από την απόρριψη, την απώλεια και την ανέχεια, οπότε καταφεύγει στη μέχρι τώρα τυφλή δικαιοσύνη. Όλα αυτά τον οδηγούν στη φυγή από το σπίτι και στην περιπλάνηση στους δρόμους που αποδεικνύεται εξίσου δύσκολη. Στο πρόσωπο της καθαρίστριας Γιονάς με τον νεογέννητο γιο της θα βρει πρόσκαιρη θαλπωρή, έως ότου μια ακόμα αναποδιά τον ξαναστείλει στον δρόμο και τελικά στη φυλακή ανηλίκων.
Η ταινία καταδύεται όχι απλά στον κόσμο των από κάτω, αλλά στον κόσμο των μη-ορατών. Τόσο οι βιολογικοί γονείς του Ζέιν όσο και η Γιονάς με την πλαστή άδεια παραμονής από την Αιθιοπία μοιάζουν ανίκανοι μπροστά στο διεφθαρμένο και βραδυκίνητο γραφειοκρατικό σύστημα, στην αήττητη δύναμη του κράτους. Το σχεδόν καφκικό εξουσιαστικό πλέγμα αποδίδεται σε όλο του το μεγαλείο, καθώς για το ταξικό υποκείμενο «ο νόμος το περιλαμβάνει αποκλείοντάς το, το αποκλείει περιλαμβάνοντάς το», με τα λόγια του φιλοσόφου Τζόρτζιο Αγκάμπεν. Κλειδί σε αυτή την απεικόνιση αποτελεί η σκηνοθεσία της Ναντίν Λαμπακί, η οποία στο πιο ώριμο έργο της εναλλάσσει τις νευρικές κινήσεις της κάμερας για το τρέξιμο στις πολύβουες χαοτικές παραγκουπόλεις με τα νωχελικά πλάνα της εγκατάλειψης και της παραίτησης στη φυλακή.
Οι ερμηνείες είναι επίσης καθοριστικές για την αρτιότητα του τελικού αποτελέσματος, ειδικά όταν γίνεται συνειδητά η επιλογή των ερασιτεχνών ηθοποιών — όπως και στο πρόσφατο Ρόμα του Αλφόνσο Κουαρόν. Άνθρωποι χωρίς ιδιαίτερη εξοικείωση με το αντικείμενο αποδίδουν συγκλονιστικά τον ρόλο τους με αποκορύφωμα τον Ζέιν, που φέρει σε πέρας όλη τη σεναριακή διαδρομή της ταινίας. Η συμπεριφορά του μικρού πάλλεται ανάμεσα στις «μεγαλίστικες» ώριμες κινήσεις και σε μια καταπιεσμένη τρυφερότητα που φορτίζει τις παύσεις και τα βλέμματα. Στο πρόσωπό του συγκεντρώνεται το δράμα μιας γενιάς παιδιών που παλεύει να ξεφύγει από τη μιζέρια της προηγούμενης, μόνο και μόνο για να προσγειωθεί με εκκωφαντικό θόρυβο στον ίδιο βούρκο με τους αυτή. Το όνειρο της παράνομης φυγής στην Ευρώπη, αν και τίθεται σε δεύτερο πλάνο, αποτελεί άλλη μια τραγική διαπίστωση για το κοινό, που τελικά μένει αποσβολωμένο να παρατηρεί την υπεράνθρωπη και ατσαλένια θέληση ενός παιδιού να ζήσει χωρίς άλλες στερήσεις, με αξιοπρέπεια.