Γιώργος Παυλόπουλος
Ο Ερντογάν, έστω και με τη βοήθεια των Γκρίζων Λύκων, θα παραμείνει κυρίαρχος για τουλάχιστον μία ακόμη πενταετία, με τη μοναδική σοβαρή απειλή να προέρχεται για την ώρα μόνο από την οικονομία. Η επιθετική πολιτική έναντι των εξ ανατολών γειτόνων της Τουρκίας θα συνεχιστεί και πιθανότατα θα ενταθεί, ενώ ο ανταγωνισμός με την Ελλάδα μπαίνει πλέον σε νέα βάση.
Η χώρα που από θήραμα και τρόπαιο, έγινε θύτης
Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτέλεσαν μήλον της έριδος για την Αντάντ και την τσαρική Ρωσία, που προσπαθούσαν να αποκτήσουν όσο μεγαλύτερο μέρος τους μπορούσαν – κάτι που επιχείρησε να εκμεταλλευτεί η μικρή και αδύναμη Ελλάδα, με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα. Στον Δεύτερο, η νεαρή ακόμη Τουρκία αποτέλεσε πολύφερνη νύφη ανάμεσα στα αντίπαλα στρατόπεδα, που είχαν εντοπίσει τη στρατηγική της θέση και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να την πάρουν με το μέρος τους, προσφέροντας στους διαδόχους του Κεμάλ υποσχέσεις και ανταλλάγματα. Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, επίσης, η Τουρκία αποτέλεσε το προκεχωρημένο φυλάκιο των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ απέναντι στην Σοβιετική Ένωση και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, έχοντας μετατραπεί σε μια απέραντη βάση κάθε είδους όπλων (και πυρηνικών) και στρατών – με την καταστολή και τις στρατιωτικές δικτατορίες να εγγυώνται ότι το εργατικό κίνημα και η Αριστερά δεν θα σηκώσουν ποτέ κεφάλι.
Σήμερα, ενώ η θέση της Τουρκίας παραμένει στρατηγική, ο ρόλος της πλέον έχει αλλάξει – κι αυτό, σε μεγάλο βαθμό, οφείλεται στα 15 και πλέον χρόνια διακυβέρνησης του Ερντογάν και του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Από «τρόπαιο» για τους ισχυρούς ιμπεριαλιστές, έχει μετατραπεί σε ισχυρό καπιταλιστικό κέντρο και καθαυτή ιμπεριαλιστική δύναμη η οποία διαδραματίζει καίριο και εν μέρει αυτόνομο ρόλο στην ζωτικής σημασίας γωνιά του πλανήτη όπου βρίσκεται. Κι αυτό είναι ένα καθοριστικό στοιχείο.
Όλοι θέλουν σύμμαχο την Τουρκία
«Η Τουρκία ετοιμάζεται να αναλάβει επιπλέον ρόλους στο ΝΑΤΟ», εκτιμούσε σε άρθρο του την Παρασκευή ο διευθυντής σύνταξης της αγγλόφωνης ηλεκτρονικής έκδοσης της Hurriyet, η οποία πριν μερικούς μήνες πέρασε από τον ιστορικό όμιλο Ντογκάν στον έλεγχο ενός επιχειρηματικού-εκδοτικού συγκροτήματος που πρόσκειται στον Ερντογάν. Έκανε, μάλιστα, λόγο για αποφάσεις που είναι πολύ πιθανό να ληφθούν κατά την επικείμενη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ, στις 11-12 Ιουλίου. Ανάμεσα στα άλλα, στην ανάληψη από την Τουρκία της διοίκησης της Δύναμης Υψίστης Ετοιμότητας (VJTF), η οποία προορίζεται να αποτελέσει την αιχμή του δόρατος της νέας στρατιωτικής δομής της Συμμαχίας απέναντι στη «ρωσική απειλή» – ενώ παράλληλα, η Άγκυρα διεκδικεί να αναλάβει ηγετικό ρόλο και στις αμερικανο-νατοϊκές δυνάμεις της Μαύρης Θάλασσας, που επιτηρούν μια περιοχή η οποία θεωρείται και σε μεγάλο βαθμό είναι, το «μαλακό υπογάστριο» της Μόσχας.
Προφανώς, οι παραπάνω εξελίξεις δεν ταιριάζουν στη γενική εικόνα που έχει καλλιεργηθεί τους τελευταίους μήνες και παρουσιάζει την Τουρκία και τις ΗΠΑ να βρίσκονται στα μαχαίρια, σε βαθμό που να κινδυνεύουν να τινάξουν στον αέρα το ίδιο το ΝΑΤΟ. Ούτε, φυσικά, «κολλάνε» με τους στενούς δεσμούς που έχουν αναπτύξει και συνεχίζουν να αναπτύσσουν Άγκυρα και Μόσχα, επιστέγασμα των οποίων είναι τόσο η ενεργειακή συνεργασία όσο και η περίφημη αγορά του συστήματος S-400 – κάτι, μάλιστα, που παρουσιάζεται ως αιτία πολέμου με την Ουάσινγκτον και ακύρωσης της προμήθειας των αμερικανικών υπερσύγχρονων μαχητικών F-35.
Αυτές ακριβώς οι εξελίξεις, όμως, αποκαλύπτουν τη δυνατότητα που έχει αποκτήσει πλέον η Τουρκία να παίζει ταυτόχρονα σε δύο ή και σε περισσότερα «ταμπλό» και να παζαρεύει σχεδόν στα ίσια με δυνάμεις οι οποίες είναι σαφώς πιο ισχυρές σε παγκόσμιο επίπεδο. Αποδεικνύουν δε πολλά: Γιατί ο Πούτιν αποφάσισε να «καταπιεί» την προσβολή της κατάρριψης του Σουχόι στα σύνορα με τη Συρία, τον Νοέμβριο του 2015. Τον λόγο για τον οποίο οι Αμερικανοί, όσο κι αν έχουν πολλούς λόγους να μισούν τον Ερντογάν, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να τον χαρίσουν στη Ρωσία – κάτι που φάνηκε και στο «δώρο» που του έκαναν προεκλογικά, συναινώντας στην εκδίωξη των Κούρδων από την Μανμπίτζ. Αλλά και το σκεπτικό των Ευρωπαίων, που εξακολουθούν τους.. τεμενάδες στον «σουλτάνο», παρά τις αλλεπάλληλες και κατά πρόσωπο προσβολές που τους κάνει.
Ξεκαθαρίζοντας, παράλληλα, πόσο αφελείς είναι εκείνοι που έχουν ποντάρει τα ρέστα τους στην αντιπαράθεση του Ερντογάν με ΗΠΑ και ΕΕ για να αναβαθμιστεί ο δικό τους ρόλος, όπως κάνουν η ελληνική αστική τάξη και η κυβέρνησή της, εξυπηρετώντα τα δικά τους αντιδραστικά και επεκτατικά σχέδια.