Βάλια Μαστοροδήμου
Στη σκηνή του Rex στήνεται ένα θεατρικό σύμπαν εκπληκτικό, σε ένα περιβάλλον θεάτρου εν θεάτρω. Το εμβληματικό έργο του Ιονέσκο μιλάει για μια κοινωνία που φτάνει στην ανθρωποφαγία, που αποκτηνώνεται ολοσχερώς.
Μια πόλη χωρίς όνομα χτυπιέται αναπάντεχα και ανεξήγητα από μια επιδημία. Απόλυτες κυβερνητικές εντολές, τηλεοπτικά ανακοινωθέντα, μέτρα αυτοπροστασίας των πανικόβλητων κατοίκων. Θα αναχαιτίσουν τη μαζική «σφαγή»; Μα πότε το κατάφεραν τέτοια μέτρα; Όσο ξαφνικά εμφανίστηκε το Κακό, αντίστοιχα αναπάντεχα και ανεξήγητα ανακοινώνεται από τους τηλεοπτικούς δέκτες ότι βαίνει μειούμενο. Η πόλη εντωμεταξύ έχει θεριστεί και οι κάτοικοι δεν έχουν καταλάβει γιατί. Η πόλη, επίσης, έχει εντωμεταξύ αποκτηνωθεί.
Στη σκηνή του θεάτρου Rex στήνεται ένα θεατρικό σύμπαν εκπληκτικό, σε ένα περιβάλλον θεάτρου εν θεάτρω. Η αισθητική είναι ενός Freak Show, κάτι σαν εγκαταλελειμμένο λούνα-παρκ (αρχετυπικό σκηνικό για κάτι «κακό»), αξιοποιείται μια φθαρμένη οθόνη drive-in, οι ηθοποιοί αποπροσωποποιούνται, είναι πρωταγωνιστές αυτού του Freak Show, κουβαλάνε κούκλες-μανεκέν και ίσως θυμίζουν και λίγο τέτοιες ανά στιγμές. Αυτό το στίγμα, αφενός σε παραπέμπει σε κλασικές ιστορίες τρόμου, αφετέρου όμως λειτουργεί και απαλυντικά, διαμεσολαβείται η καταστροφή και το «κακό» μέσα από αυτό το φρικιαστικό τσίρκο. Ζωτική για την παράσταση είναι η μουσική, που δημιουργήθηκε για το ανέβασμα αυτό και εκτελείται ζωντανά επί σκηνής. Αντίστοιχα και η καλοσχεδιασμένη κίνηση.
Η συνάντηση τόσων άξιων συντελεστών σε μια τόσο καλοστημένη παραγωγή ευνοείται σίγουρα από το ότι βρίσκονται στο Εθνικό. Όμως, ταυτόχρονα, έχει μια ιδιαίτερη σημασία προς προβληματισμό μέσα σε ένα θεατρικό (αθηναϊκό) τοπίο, όπου η ζέση των δημιουργών μπορεί να γίνεται αντικείμενο μιας ιδιότυπης εκμετάλλευσης από χώρους και παραγωγούς που δεν προσφέρουν οικονομικά εχέγγυα (ούτε θεατρικά ούτε επιβίωσης).
Ιστορίες αποδεκατισμού διαφόρων κατοίκων φτιάχνουν ένα μωσαϊκό ολέθρου. Στις «καλές» συνοικίες οραματίζονται σύνορα, μπας και σωθούν, αφού αρχικά οι περιοχές τους μένουν σχετικά απρόσβλητες. «Εδώ δεν κινδυνεύουμε». Άλλωστε η φτώχεια είναι «η μητέρα όλων των διαστροφών»… Κάτι τέτοιο δεν κάνει και η «πολιτισμένη Δύση»; Κι αν αφήσουμε τον κυνισμό και την ανηθικότητα μιας τέτοιας οπτικής, περιφρουρούνται τελικά οι κοινωνίες από τους ολέθρους έτσι; Ούτε στην πόλη της «σφαγής» γίνεται, ούτε στη Δύση σήμερα. Εξίσου αναποτελεσματικοί θα φανούν οι επιστήμονες: επαίρονται, φοβούνται, τσακώνονται, και τελικά πλήττονται κι αυτοί.
Σε μια σημαντική σκηνή, ο κομπέρ αναλύει την αξία των σφραγισμένων σπιτιών. Εκεί αναγνωρίζεται μια βάση ασφάλειας. Υπαρκτή; Σίγουρα όχι στο έργο. Μα και στην πραγματικότητα; Αν δει κανείς τι καταγράφουν οι ειδικοί σχετικά με τις κακοποιήσεις των παιδιών, θα δει πόσο μη ασφαλές πλαίσιο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το ίδιο το σπίτι.
Όμως, είναι κάποιες σκηνές, κάποιοι από τους ανθρώπους της πόλης, που σε συγκινούν, γιατί μέσα σε όλη την ιδιαίτερη θεατρική συνθήκη του Κακλέα, κρατάνε κάτι βαθιά ανθρώπινο. Τα ζευγάρια, η μάνα με την κόρη, το ηλικιωμένο ζευγάρι.
Όλος ο όλεθρος, οι τηλεοπτικές ανακοινώσεις, η πολιτική κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, όλα προετοιμάζουν για την τρομερή «κορύφωση»: μια κοινωνία που φτάνει στην ανθρωποφαγία, που αποκτηνώνεται ολοσχερώς.
Αποκτηνώνεται κάθε κοινωνία; Πάντα οι απειλές και οι καταστροφές μάς κάνουν να σαπίζουμε και να τρώμε τις σάρκες των άλλων; Για να δούμε στο έργο τι συμβαίνει πέρα από την ασθένεια… Μια ομάδα καλλιτεχνών πενθεί ένα μέλος της. Πάνω στο «κρεβάτι του πόνου», οι υποστηρικτικοί(;) φίλοι φροντίζουν να υπενθυμίσουν –υπαινικτικά θριαμβικά και ακραία ειρωνικά– το βραβείο που πήρε ένας από αυτούς και όχι ο ασθενής. Και στο άκουσμα της είδησης του θανάτου, κάποιος αναφωνεί «τον χρειαζόμουνα» — χωρίς μάλλον να μιλά για την ψυχική ανάγκη των φίλων. Ίσως η «επιδημία» να είχε από πριν χτυπήσει.
«Η ανθρωπότητα θα ζήσει όπως-όπως», λέει κάποιος. Όντως. Αιώνες και αιώνες η ανθρωπότητα θερίζεται και ζει όπως-όπως. Μέχρι εκείνες τις μεγάλες στιγμές της, που κάνει άλματα για να ζει καλά κι αλλάζει έτσι την ίδια τη ζωή.
Εθνικό Θέατρο – Ρεξ, Πανεπιστημίου 48
Πληροφορίες παραστάσεων: 210 5288173
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη με Σάββατο στις 20:00 και Κυριακή στις 19:00 μέχρι τις 22 Απριλίου
Σκηνοθεσία: Γιάννης Κακλέας
Πρωταγωνιστούν (αλφαβητικά) οι: Μαρία Διακοπαναγιώτου, Στέλιος Ιακωβίδης, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Λαέρτης Μαλκότσης, Χριστίνα Μαξούρη, Λεωνή Ξεροβάσιλα, Αγορίτσα Οικονόμου, Γιώργος Παπαγεωργίου, Νικόλας Παπαγιάννης, Πασχάλης Παπαδάκης, Πάνος Παπαδόπουλος, Ευδοκία Ρουμελιώτη, Γιώργος Στάμος, Αναστασία Στυλιανίδη, Αρετή Τίλη, Έλενα Τοπαλίδου, Αγγελική Τρομπούκη, Γιωργής Τσουρής, Αλέξιος Φουσέκης, Βικτωρία Φώτα