Απαίτηση τιμωρίας των ενόχων και κάθε κρατικής κι επιχειρηματικής συνενοχής
του Κώστα Μάρκου
Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, σαν βόμβα έσκασε η είδηση της σύλληψης δεκάδων στελεχών της Χρυσής Αυγής, μεταξύ αυτών του «φίρερ» Μιχαλολιάκου και των «υποφίρερ» Κασιδιάρη, Παναγιώταρου και Λαγού, με την κατηγορία της «σύστασης εγκληματικής οργάνωσης». Τελείως φυσικά, η πρώτη αντίδραση κάθε κομμουνιστή, κάθε αριστερού, κάθε δημοκράτη και μαχόμενου σκεπτόμενου ανθρώπου, είναι μια αίσθηση δικαίωσης. Δεν είναι δα και μικρό πράγμα, εκεί που τα κρατητήρια της ΓΑΔΑ «φιλοξενούσαν» απλούς φοιτητές, εργάτες και μετανάστες, αριστερούς, αντιφασίστες και αναρχικούς, να γεμίζουν με τους μπράβους νεοναζί και τους βουλευτές τους.
Αυτή η αίσθηση δικαίωσης, όμως, αμέσως μετά, συνοδεύεται από τη μόνιμη δυσπιστία, την αιώνια καχυποψία που τρέφει το εργατικό και λαϊκό κίνημα απέναντι στους κρατικούς μηχανισμούς και τις κυβερνήσεις τους, για τα ελατήρια, τα κίνητρα και τους απώτερους αντιδραστικούς σκοπούς που έχουν. Συνοδεύεται και από την ιστορική εμπειρία: Το 1924, μετά το «πραξικόπημα της μπιραρίας», στο Μόναχο, ο Χίτλερ καταδικάζεται και αποφυλακίζεται έξι μήνες μετά. Τον Απρίλη του 1932, ο καγκελάριος Χίντεμπουργκ απαγορεύει τα Ες Ες και τα Τάγματα Εφόδου, δέκα μήνες μετά του παραδίδει την καγκελαρία.
Η ιστορία, όμως, δεν επαναλαμβάνεται. Σε αυτή την αιφνιδιαστική στροφή των εξελίξεων, μόνο ορισμένες πρώτες κρίσιμες επισημάνσεις μπορούν να εκφρασθούν, πάντα με την υποκειμενική σχετικότητα που μπορεί να έχουν. Γιατί οδηγήθηκε η κυβέρνηση και το κράτος σε αυτό το σκληρό (θα δούμε και πόσο σκληρό) κατασταλτικό χτύπημα κατά της Χρυσής Αυγής; Δεν θα λαθέψουμε πολύ, εάν εκτιμήσουμε ότι ήρθε σαν αναπόδραστη ανάγκη κάτω από ένα τριπλό βάρος για τη συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ: Πρώτα από όλα είναι το αβάσταχτο βάρος του αίματος από μια πολιτική δολοφονία ενός νέου, καλλιτέχνη – εργάτη και αριστερού αντιφασίστα. Το αίμα δεν ξεπλένεται εύκολα. Κι ένας νεκρός αγωνιστής δεν είναι ποτέ ένας νεκρός. Είναι σύμβολο. Ο Παύλος Φύσσας πέρασε στην ιστορία. Σε συνδυασμό με το προηγούμενο, έρχεται το βάρος των πρωτόγνωρων αντιφασιστικών, δημοκρατικών και αντικυβερνητικών, εγχώριων και διεθνών αντιδράσεων, της οργής για την ανοχή, συγκάλυψη και υπόθαλψη του νεοναζιστικού Φρανκεστάιν από την ίδια την ακροδεξιά πολιτική της συγκυβέρνησης. Το ξέπλυμα του αίματος στα χέρια, στα χείλη και στα ευρώ μιας συνεργασίας που είναι αδύνατον πλέον να κρυφτεί ακόμη και από τις πιο ελεγχόμενες αστυνομικές, ανακριτικές και δικαστικές αρχές, επέβαλε στη συγκυβέρνηση να φτάσει μέχρι τις ακραίες συνέπειες της επιλογής της να συγκρουστεί με τη Χρυσή Αυγή. Τρίτο, είναι ο κίνδυνος να στραφεί το φασιστικό ρατσιστικό τέρας ενάντια και σε αυτούς τους ίδιους που το εξέθρεψαν για να το στρέψουν κατά του εργατικού λαϊκού κινήματος, των αγωνιστών του και της Αριστεράς, κατ’ αναλογίαν με την Αλ Κάιντα και τις ΗΠΑ. Επιχείρησαν να το ελέγξουν. Διαπίστωσαν, σε πρώτη φάση, ότι είναι μάλλον αδύνατο. Υποτίμησαν την αυτοτελή δυναμική του, η οποία έχει αντικειμενική βάση στο περιεχόμενο της αντιδραστικής οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής τους, στην κανιβαλική αγριότητα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού της εποχής μας.
Ωστόσο, δεν επιτρέπεται κανένας απολύτως εφησυχασμός. Ο φασισμός δεν ξεριζώνεται μόνο με αστυνομικά μέτρα. Η Χρυσή Αυγή θα αμυνθεί. Για ορισμένα εξαθλιωμένα, πολιτικά καθυστερημένα και ιδεολογικά πλήρως αντιδραστικά λαϊκά στρώματα, η φυλάκισή τους μπορεί να μετατραπεί έντεχνα σε «ηρωικό αγώνα κατά της κοινοβουλευτικής μνημονιακής κλεπτοκρατίας», που με άλλο όνομα θα διεκδικήσει νέα κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, ακόμη κι αν προκαλέσει κοινοβουλευτική κρίση με παραιτήσεις. Οι προσβάσεις της στον κρατικό μηχανισμό μπορεί να ενεργοποιηθούν για παζάρια και συμβιβασμούς με «αποκαλύψεις» και «σκάνδαλα». Προβοκάτσιες με «νεκρό χρυσαυγίτη» από κάποιον δήθεν «μαύρο» δεν μπορεί να αποκλεισθούν. Συνεπώς, το αντιφασιστικό μέτωπο δεν πρέπει να υποσταλεί από το μαζικό κίνημα.
Όλα τα παραπάνω δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποπροσανατολίσουν από τον κύριο, μέγιστο κίνδυνο που προέρχεται από το διπλό νέο γύρο επίθεσης: Από τη μια το αναπόδραστο τρίτο Μνημόνιο οικονομικού εκφασισμού. Από την άλλη ο τρίτος γύρος πολιτικού εκφασισμού με τη νέα «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία για το χτύπημα των εργατικών, λαϊκών ελευθεριών και των δημοκρατικών δικαιωμάτων, ο τρίτος γύρος καταστολής των μαζικών αγώνων.
Η κυβέρνηση, το κεφάλαιο, η ΕΕ και το ΔΝΤ γνωρίζουν εντελώς συνειδητά, πως ο βασικότερος κίνδυνος για το «συνταγματικό τόξο» των μνημονίων, για τη «δημοκρατική ομαλότητα» της αποπληρωμής των δανειστών και για την «κοινωνική σταθερότητα» της κερδοφορίας από την νέα υπερεκμετάλλευση, είναι οι μαζικοί αγώνες, είναι η τάση για ένα νέο, ταξικό εργατικό και λαϊκό κίνημα ανατροπής, η Αριστερά και ειδικά η πιο μαχητική της πτέρυγα. Αμέσως μετά τη Χρυσή Αυγή, για την ακρίβεια, παράλληλα, η συγκυβέρνηση θα στραφεί με ίδια, ίσως και με μεγαλύτερη μανία εναντίον τους.
Από αυτή τη σκοπιά, με τη θεωρία των «δύο άκρων» και χρησιμοποιώντας το παλιό νομικό οπλοστάσιο κατά της Χρυσής Αυγής, η συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, οι πιο επιθετικές μερίδες της ελληνικής αστικής τάξης και η τρόικα ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ, κινούνται ήδη με το ένα πόδι μέσα και με το άλλο έξω από το Σύνταγμά τους, για να νομιμοποιήσουν ένα γενικευμένο καθεστώς κρυπτοφασιστικού κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού, αντίστοιχου του οικονομικού εκφασισμού. Όταν μιλούν για «συνταγματικό τόξο» εννοούν τη νομιμοποίηση του παρασυντάγματος των μνημονίων, της Μέρκελ και της υπερκμετάλλευσης.
Γι’ αυτό, πρώτα από όλα, απαιτείται ένα αυτοτελές αντιφασιστικό – αντικυβερνητικό δημοκρατικό μέτωπο του μαζικού κινήματος υπέρ των λαϊκών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Ένα μέτωπο με συγκεκριμένους στόχους και με την κοινή δράση, μέσα στο κίνημα, των μαχόμενων δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και δημοκρατών αγωνιστών, μέχρι και αντιεξουσιαστών που απορρίπτουν τη λογική της «τυφλής βίας». Ένα μέτωπο προάσπισης των οργανώσεων του εργατικού και λαϊκού κινήματος, των αγωνιστών του και της Αριστεράς, που θα δεχτούν τη συνδυασμένη επίθεση κυβέρνησης – νεοφασισμού, με ό,τι χειρότερο μέσο μπορεί να φανταστεί κανείς. Ήδη, η ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με τις αποφάσεις της προετοιμάζει αντίστοιχη πολιτική πρωτοβουλία, εργαζόμενη μέσω της ΚΕΔΔΕ, της ΚΕΕΡΦΑ και άλλων αντιφασιστικών κινήσεων.