Γράμμα από Γερμανία
Άνια Κλάιν, συντάκτρια περιοδικού re:volt
Η βόμβα του Ντίσελντορφ, 18 χρόνια μετά
Τον Ιούλιο του 2000, μία βόμβα εξερράγη στον σιδηροδρομικό σταθμό Ντίσελντοφ-Βέρχαν. Δέκα άνθρωποι τραυματίστηκαν, ενώ μία έγκυος έχασε το αγέννητο παιδί της. Τα θύματα προέρχονταν από την ανατολική Ευρώπη, κάποια ήταν εβραϊκής καταγωγής. Έκαναν μάθημα γερμανικών στην ίδια σχολή και μετά συνήθιζαν να πηγαίνουν μαζί στον σταθμό, την ίδια ώρα κάθε εβδομάδα. Όλα έδειχναν ότι επρόκειτο για μία ρατσιστική επίθεση με συγκεκριμένη στόχευση. Για χρόνια, όμως, η επίλυσή της είχε χαρακτηριστεί αδύνατη.
Ο αρχικός ύποπτος, μέλος νεοναζιστικής οργάνωσης και ιδιοκτήτης καταστήματος όπλων στη γειτονιά, πολύ σύντομα αφέθηκε ελεύθερος. Το 2009, μάλιστα, η υπόθεση έκλεισε. Πέντε χρόνια αργότερα, το 2014, προέκυψαν νέες υποψίες για το ίδιο πρόσωπο. Η αστυνομία αναγκάστηκε να ανοίξει τον φάκελο, ενώ τον Ιανουάριο του 2018 ξεκίνησε η δίκη του. Από την πρώτη κιόλας μέρα, νέες πληροφορίες έρχονταν στο φως, αναφορικά με τις σχέσεις του κατηγορούμενου με τις μυστικές υπηρεσίες. Ο ίδιος παραδέχτηκε τόσο τις άμεσες επαφές του με την υπηρεσία για την προστασία του συντάγματος όσο και τις έμμεσες, μέσω του πληροφοριοδότη Αντρέ Μ., που ανήκε επίσης στον νεοναζιστικό χώρο.
Από τη δημοσιογραφική έρευνα αποκαλύφθηκε ότι οι αρχές θα πρέπει να γνώριζαν εξαρχής την ταυτότητα του ενδιάμεσου κρίκου, αλλά και ότι είχαν παραδεχθεί από το 2004 πως η επίθεση είχε δράστες ανατολικογερμανούς νεοναζί με τη βοήθεια ομοϊδεατών τους στο Ντίσελντορφ. Η αναφορά, εξάλλου, στην ευρέως γνωστή νεοναζιστική τρομοκρατική ομάδα «Εθνικοσοσιαλιστικό Υπόγειο» είναι εμφανής στα λεγόμενά του. Προφανώς, οι αρχές αρνούνται μία τέτοια σύνδεση, αλλιώς θα έπρεπε να αποκαλύψουν και τα δικά τους πεπραγμένα. Παραμένει έτσι ανοιχτό, το αν αυτή η υπόθεση ρίξει φως στις κρυφές διασυνδέσεις του φασισμού στη Γερμανία.