ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ –ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΣΙΤΑΣ
« Όπου και να την αγγίξεις η μνήμη πονεί» Γ. Σ.
Στην κινηματογραφική του αφήγηση ο Παντελής Βούλγαρης δείχνει ξεκάθαρα την αναμέτρηση των δύο κόσμων, του κομμουνισμού με τη βαρβαρότητα.
Πρωτομαγιά του 1944 διακόσιοι κρατούμενοι κομουνιστές οδηγούνται από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου στο σκοπευτήριο στην Καισαριανή και εκτελούνται σε αντίποινα για την εκτέλεση του Γερμανού μεράρχου διοικητή της Λακωνίας στρατηγού Κρεχ από αντάρτες τρεις ημέρες πριν.
Γιατί η τόσο γνωστή ιστορία, που όσο φορτίο ιστορικοπολιτικό και αν κουβαλά μέσα στις τόσες δεκαετίες που υφίσταται, ηρωικότατη σαφώς, έκανε τον Παντελή Βούλγαρη να ασχοληθεί με αυτό το θέμα και τελικά να την αναβιώσει κινηματογραφικά; Κατά κύριο λόγο το: «Δεν ξεχνώ». Αυτό το δεν ξεχνώ που πρέπει να μας γίνει μια βιωματική κατάσταση αν θέλουμε να αρχίσουμε να σπρώχνουμε τον τροχό της ιστορίας προς τα μπρος. Αλλά στην κινηματογραφική του αφήγηση ο σκηνοθέτης (το σενάριο το έχει συγγράψει με την Ιωάννα Καρυστιάνη) δείχνει ξεκάθαρα την αναμέτρηση των δύο κόσμων, του κομμουνισμού με τη βαρβαρότητα ή, αν θέλετε, των κομμουνιστών με αυτούς που κουβαλάνε τη σαπίλα της κοινωνίας και την έχουν αναγάγει σε δήθεν ιδεολογία.
Μια αναμέτρηση μέχρι εσχάτων, μια αναμέτρηση που φτάνει πολύ βαθιά μέσα στην ύπαρξη των συγκρουόμενων. Εδώ, όχι απλά το ηθικό πλεονέκτημα είναι με το μέρος των ανθρωπιστικών ιδεών, αλλά και ο ηρωισμός σαν πράξη είναι σαφώς με το μέρος τους. Υπακούοντας πιστά στην καθοδήγηση του κόμματος, ο Ναπολέων Σουκατζίδης αναλαμβάνει να γίνει ο διερμηνέας του γερμανού διοικητή του στρατοπέδου Χαϊδαρίου Καρλ Φίσερ. Γνωστή η ταυτότητά του ως κομμουνιστή, αφού το μεταξικό δικτατορικό καθεστώς, που τον είχε φυλακίσει από το 1936 στην Ακροναυπλία, φρόντισε να δώσει και τον φάκελό του στις δυνάμεις κατοχής. Προσπαθεί ο αξιωματικός των Ες Ες να κερδίσει έστω και έναν πόντο, ένα χιλιοστό οπισθοχώρησης του κρατούμενου κομμουνιστή, χωρίς να καταφέρνει το παραμικρό. Ούτε τα βασανιστήρια ούτε οι εκβιασμοί ούτε η απομόνωση δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα. Σίγουρος, σιγουρότατος ο κομμουνιστής για τον εαυτό του και για ό,τι πρεσβεύει, έχει πιστέψει βαθύτατα και έχει κατανοήσει απόλυτα τον ιστορικό του ρόλο. Ακόμα και στα πιο ανθρώπινα θέματα ο Ναπολέων μένει ολόρθος.
«Πόσα χρόνια έχω, Χαρά, να σε σφίξω στην αγκαλιά μου»; Ρωτά τη σύντροφό του σε κάποιο επισκεπτήριο πίσω από τα κάγκελα. «Οχτώ»… του απαντά η Χαρά… Και ήταν νέοι, πολύ νέοι και η ιστορία αληθινή…
Ανακοινώνονται τα ονόματα των κρατουμένων που θα πήγαιναν την άλλη μέρα, Πρωτομαγιά, στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής για εκτέλεση. Τα πλάνα αυτά είναι βγαλμένα από τα πιο βαθιά ηρωικά κατορθώματα της ιστορίας. Η τελευταία νύχτα αναδεικνύεται μέσα από τη μεγαλύτερη τραγωδία… Όλη η νύχτα πέρασε με καθαριότητα, «Να πάμε όμορφοι στο θάνατο», λένε οι μελλοθάνατοι και εν συνεχεία σύρεται ο χορός, ένας χορός που με την πάροδο της νύχτας, φτάνει σε ξέφρενους ρυθμούς. «Κι όταν χορεύαν στην πλατεία μέσα στα σπίτια τρέμανε τα γυαλικά στα τζάμια…». Γιατί ο θάλαμος γίνεται πλατεία και ξεχύνονται οι σκέψεις στους δρόμους. Γιατί ποτέ άλλοτε δεν μπορεί να αισθανθεί πιο ελεύθερος ένας άνθρωπος παρά μόνο όταν θυσιάζεται για να αλλάξει τον κόσμο. «Όποιος πεθαίνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει»…
Ακόμη και την στιγμή του προσκλητήριου για την επιβίβαση στα φορτηγά ο ναζί αξιωματικός απευθύνεται στον Σουκατζίδη λέγοντάς του ότι μπορεί να τον αντικαταστήσει με κάποιον άλλον κρατούμενο, γέρο ή ανάπηρο, για να πάρει την αγέρωχη απάντηση: «Κανενός η ζωή δεν είναι ανώτερη από κανενός άλλου». Τη στιγμή της εκτέλεσης πάλι βγαίνει το θάρρος και η αντρειοσύνη των αγωνιστών. Ίδιοι δωρικοί κίονες που αγγίζουν τον ουρανό, σηκώνουν στα χέρια τους τον χωρίς πόδια σύντροφό τους για να είναι όλοι ισοϋψείς μπροστά στο θάνατο.
Λιτός ερμηνευτικά ο Ανδρέας Κωνσταντίνου, να έχει την τύχη να υποδύεται τον ήρωα, τον αγέρωχο τον πράο τον θαρραλέο. Ο Αντρέ Χένικε κλέβει τις υποκριτικές εντυπώσεις, αποδίδοντας θαυμάσια τον εσωτερικά διαταραγμένο αξιωματικό και διοικητή του στρατοπέδου. Το τόλμημα του διδύμου Παντελή Βούλγαρη και Ιωάννας Καρυστιάνη δικαιώνεται, αφού η καταγραφή της Μεγάλης Ιστορίας φέρνει εξαιρετικό αποτέλεσμα στο σελιλόιντ. Και ας ακούγονται οι κριτικές ότι ο Βούλγαρης δεν αναφέρει επακριβώς τη λέξη «κομμουνιστές» αλλά χρησιμοποιεί για άλλη μια φορά τη λέξη «αγωνιστές».
Η ταινία τεχνικά άριστη. Εξαιρετική η φωτογραφία του Σάκη Σαρκετζή, όπως και το μοντάζ και ο ρυθμός του Τάκη Γιαννόπουλου. Μια ταινία που τη σκέφτεσαι αρκετές μέρες αφότου την είδες. Το είδος αυτό του κινηματογράφου παίρνει τη θέση που του αξίζει σιγά-σιγά στη συνείδηση του κόσμου. Πάντα η αληθινή ιστορία συγκλονίζει, όταν καταγράφεται μαστορικά