του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Το χρέος προς τράπεζες του εξωτερικού και χώρες της ΕΕ είχε μονοπωλήσει, για αυτονόητους λόγους, το ενδιαφέρον των δανειστών. Τα μνημονιακά προγράμματα απέβλεπαν στην εσωτερική υποτίμηση, ώστε η χώρα μας εξοικονομώντας έσοδα να αποπληρώνει τα ετήσια τοκοχρεολύσια απ’ τα πλεονάσματά της ή να δανείζεται όταν μπορέσει με φτηνά επιτόκια από τράπεζες του εξωτερικού. Όμως αυτή η μέθοδος εξυγίανσης παρέβλεψε μιαν αυτοκαταστροφική διάσταση. Η εσωτερική υποτίμηση εμποδίζει την πληρωμή δανείων στις τράπεζες, των οφειλών στις εφορίες και τα ασφαλιστικά ταμεία. Έτσι, στο τρίτο μνημόνιο, τα χρέη προς τράπεζες ανέρχονταν στο αστρονομικό ποσό των 110 δισ., τα χρέη στις εφορίες πλησίαζαν τα 100 δισ. και στα ασφαλιστικά ταμεία τα 30 δισ., ενώ ο συνολικός αριθμός των οφειλετών, μικρών και μεγάλων, ξεπερνούσε τα 5,5 εκατ. άτομα. Τα 240 δισ. εσωτερικού χρέους προστιθέμενα στα 340 δισ. του εξωτερικού χρέους αποτελούν τις συμπληγάδες που συνθλίβουν την ελληνική οικονομία.
Δεν είναι τυχαίο ότι καταβάλλεται μια ταυτόχρονη προσπάθεια «ρύθμισης» και των δύο
δυσθεώρητων χρεών. Ο εξωδικαστικός συμβιβασμός υπηρετεί τα συμφέροντα των τραπεζών, που παραμένουν ανενεργός παράγοντας στην ελληνική οικονομία και αν δεν εξυγιανθούν, θα απαιτηθεί νέα κεφαλαιοποίηση, όπως και των μεγάλων επιχειρήσεων και των funds εξαγοράς κόκκινων αλλά και πράσινων δανείων. Αν και με την τεχνοκρατική λογική κινείται σε «σωστή κατεύθυνση», όπως υπεραμύνονται εν χορώ όλοι οι συστημικοί παράγοντες, οικονομικοί και πολιτικοί, στην πραγματικότητα ωφελεί προνομιακά ισχυρές επιχειρήσεις. Για ορισμένες επιχειρήσεις η ρύθμιση θ’ αποτελέσει σανίδα σωτηρίας, για τις περισσότερες όμως θα αποτελέσει την ταφόπλακα της τελεσίδικης «εκκαθάρισης», ενώ στον αέρα μένουν οι εργαζόμενοι σ’ αυτές.
Η ρύθμιση αφορά μόνον τις επιχειρήσεις που οφείλουν πάνω από 20 χιλιάδες ευρώ σε τράπεζες, εφορίες και ασφαλιστικά ταμεία. Αποκλείεται ο τεράστιος όγκος των μικρών επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών, που αφήνονται στην τύχη τους. Απ’ τη ρύθμιση αποκλείονται και οι αγρότες. Βασική προϋπόθεση υπαγωγής στη ρύθμιση είναι η «βιωσιμότητα» της επιχείρησης, η οποία προσδιορίζεται απ’ την εμφάνιση κερδών, έστω μια φορά στα τελευταία τρία χρόνια. Αυτή η πρόβλεψη ευνοεί τις θυγατρικές πολυεθνικών και πολυκλαδικών ομίλων, που στον ενιαίο ισολογισμό με τη μητρική επιχείρηση άνετα εμφανίζουν μια κερδοφόρα χρήση.
Επίσης, στη ρύθμιση υπάγονται οι επιχειρήσεις που δεν οφείλουν πάνω από 85% σ’ έναν μόνον πιστωτή. Αυτές οι δύο ρυθμίσεις αποτελούν δαμόκλειο σπάθη που αποκλείουν την πλειοψηφία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αφού σε συνθήκες λειτουργικής «πτώχευσης» δεν είναι δυνατόν να εμφανίζουν κερδοφόρα χρήση και κατά κανόνα οφείλουν πάνω από 85% σ’ έναν πιστωτή, συνήθως σε κάποια τράπεζα, αφού λόγω μη ικανοποιούμενου χρέους αδυνατούν να εξασφαλίσουν εναλλακτικό πιστωτή. Αυτοί οι δύο όροι συμπληρώνονται από έναν τρίτο: Για την έγκριση της πρότασης της αναδιάρθρωσης απαιτείται συμφωνία του οφειλέτη με τα 3/5 των πιστωτών (60%), διαφορετικά η διαδικασία κηρύσσεται άκυρη. Το υψηλό ποσοστό συμφωνίας των πιστωτών ολοκληρώνει το πλαίσιο του αποκλεισμού της πλειοψηφίας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που οφείλουν άνω των 20.000 ευρώ. Αλλά και μετά τη σύναψη συμφωνίας προβλέπεται όρος-γκιλοτίνα για τον οφειλέτη. Η ρύθμιση κηρύσσεται άκυρη, αν ο οφειλέτης δεν καταβάλει τις δόσεις για τρεις μήνες, αδυναμία διόλου απίθανη για μια επιχείρηση, που καρκινοβατεί και έχει απωλέσει την πιστοληπτική ικανότητά της. Ο νόμος, με συγκεκριμένη διάταξη, αποκλείει την παροχή περιόδου χάριτος για την αποπληρωμή οφειλών στο δημόσιο, ανεξαρτήτως προβαλλόμενων λόγων… Το νομοσχέδιο επιχειρεί να διαφοροποιηθεί και να αποκλείσει απ’ τη διαδικασία υπαγωγής επιχειρήσεις που βαρύνονται με καταχρήσεις. Ωστόσο, το ταξικό πρόσημο είναι εμφανές, αφού με διάφορα κριτήρια η μεγάλη πλειοψηφία