του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Ένα …πολυφωνικό σχήμα, με διαφορετικές φωνές, «πρίμα» και «μπάσα», που όμως καταλήγει να ψέλνει ύμνους για την Ευρωπαϊκή ‘Ένωση, τη φύση, το ρόλο και τις πολιτικές της. Αυτή την εικόνα δίνει ολοένα και περισσότερο το κυρίαρχο πολιτικό σχήμα με τους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση και τη Νέα Δημοκρατία στην αντιπολίτευση. Τα χαρακτηριστικά αυτά αρχίζουν πλέον να …«κραυγάζουν» όσο πλησιάζει ή νέα αντιλαϊκή συμφωνία, η πατρότητα της οποίας θα ανήκει αποκλειστικά στον ΣΥΡΙΖΑ!
«Δική μας είναι αυτή η συμφωνία, καμία αντίρρηση», δήλωσε άλλωστε χαρακτηριστικά ο Αλέξης Τσίπρας στην τελευταία του αντιπαράθεση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη στη Βουλή και στη συζήτηση για την εξεταστική για την υγεία. Πρόσθεσε μάλιστα πως «δεν υπήρχε περίπτωση να φέρετε εσείς συμφωνία με αντίμετρα ισοδύναμα, να φέρετε συμφωνία για το χρέος και να φέρετε συμφωνία επαναφοράς της εργασιακής κανονικότητας στον τόπο». Από την πλευρά του ο Κ. Μητσοτάκης απάντησε πως «πανηγυρίζετε για μια πρόβλεψη η οποία υπήρχε σε όλα τα μνημόνια. Τη δυνατότητα να παρθούν μέτρα δημοσιονομικής ελάφρυνσης σε περίπτωση υπέρβασης των στόχων». Επίσης δήλωσε πως δεν υπάρχει κάτι χειροπιαστό για το δημόσιο χρέος αλλά «έχετε εκχωρήσει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τον τελικό ρόλο του αξιολογητή των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας».
Το εντυπωσιακό σε αυτή την αντιπαράθεση είναι πως καμία επισήμανση δεν είναι …λανθασμένη! Ακριβώς γιατί πρόκειται για τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, δηλαδή μιας πολιτικής που με «βραχνά» το χρέος που –όπως αποδέχονται άπαντες οι διαπραγματευόμενοι δεν κουρεύεται– παρατείνει τα μνημόνια έως το 2020 απλά για να ανανεωθεί τότε ξανά η ισχύς τους. Θύματα οι εργαζόμενοι που θα συνεχίσουν να επιβιώνουν με μισθούς πείνας και οι συνταξιούχοι που θα δουν αθροιστικά τις μειώσεις των αποδοχών τους να φτάνουν το 65% την τελευταία 6ετία με την κατάργηση ακόμη και της ισχύουσας «προσωπικής διαφοράς». Η ανεργία θα παραμείνει σε υψηλότατα επίπεδα καθιστώντας ανέκδοτο τις αναφορές των κυβερνώντων περί «επαναφοράς της εργασιακής κανονικότητας». Μάλιστα ειδικά σε αυτό το σημείο, της διαπραγμάτευσης για τις εργασιακές σχέσεις, η υποκρισία των κυβερνώντων φτάνει στο απόγειό της. Ουσιαστικά όποιο κι αν είναι το ακριβές κείμενο της συμφωνίας, δεν υφίσταται θέμα αλλαγής των κατώτερων μισθών, ούτε καν υποχρεωτικότητας των όποιων συλλογικών διαπραγματεύσεων για …όποτε (και αν) συμφωνηθούν. Αντίθετα, βέβαιο είναι το χτύπημα του απεργιακού δικαιώματος μέσω της –συμφωνημένης από τον Ιούλιο του 2015– κατάργησης του ν. 1264/82 σε κατεύθυνση «ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας».
Μάλιστα η κυβερνητική «φιλολογία» θέλει τη διαπραγμάτευση να γίνεται στη βάση της διεκδίκησης του … «κοινοτικού κεκτημένου» για το κοινωνικό κράτος στο οποίο αντιτίθενται οι «φιλελεύθεροι» και οι «κακοί» της ΕΕ. Αυτά λες και δεν επιτίθενται στις εργατικές κατακτήσεις σε όλη την …«κοινωνική Ευρώπη» όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις είτε βρίσκονται σε πρόγραμμα επιτροπείας είτε όχι. Η Γαλλία είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό αλλά σίγουρα όχι το μοναδικό παράδειγμα. Φυσικά η Νέα Δημοκρατία συναινεί κι αυτή από την πλευρά της στις …«ευρωπαϊκές αξίες» απλά δίνοντας έμφαση σε άλλα θέματα.
Όμως ακριβώς αυτή η βάση της σύγκλισης στο «μονόδρομο» της ΕΕ είναι αυτή που κάνει την πολιτική αντιπαράθεση των δύο αυτών πολλών να χρειάζεται εξεταστικές, προανακριτικές και σκανδαλολογία για να …υπάρξει. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε το «παράπονο» που διατύπωσε ο Αλέξης Τσίπρας αναφερόμενος στη Νέα Δημοκρατία και στο ότι δηλώνει ότι δεν ψηφίζει τα μέτρα: «Από παράταξη της κεντροδεξιάς έχετε καταντήσει να είστε μια παράταξη ακραία, ένα κόμμα διαμαρτυρίας. Για ένα κόμμα του 3%, 4% ή και 5%, το «όχι» σε όλα, είναι κάτι λογικό. Για μια παράταξη σαν τη δική σας, που κυβερνούσε τον τόπο επί χρόνια, το να λέτε “όχι” σε αυτό είναι αδιέξοδο και καταστροφικό»! Μόνο για …αριστερισμό δηλαδή δεν κατηγόρησε τη Νέα Δημοκρατία ο επικεφαλής της …«αριστερής διακυβέρνησης» της χώρας. Πέραν όμως από το φαιδρό του πράγματος, γίνεται παραπάνω από σαφής η σύμπνοια των δυνάμεων της αστικής διαχείρισης. Δείγμα της συνταντίληψής τους για τις δυνατότητες αντίρροπων δυνάμεων και ενίσχυσης του εργατικού κινήματος που κυοφορεί η πολιτική και οικονομική συγκυρία.