ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΣ
Απ’ την 1/1/2017 θα τεθεί σε εφαρμογή ο νόμος για τη σύσταση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) που θα καταργήσει τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων (ΓΓΔΕ), η οποία αποτέλεσε τον προπομπό της πρώτης. Σύμφωνα με το νόμο, η νεοπαγής ΑΑΔΕ είναι πλήρως ανεξαρτητοποιημένη απ’ την κυβερνητική και κοινοβουλευτική εξουσία: «Ο πρόεδρος, τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, ο Εμπειρογνώμονας και ο Διοικητής… δεν υπόκεινται σε ιεραρχικό έλεγχο ούτε σε διοικητική εποπτεία από κυβερνητικά όργανα ή άλλες διοικητικές αρχές ή άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό οργανισμό».
Επιπλέον, τα διοικητικά όργανα της ΑΑΔΕ θα επιλέγονται απ’ την «Επιτροπή Επιλογής», στη σύνθεση της οποίας θα συμμετέχουν δύο εκπρόσωποι, που θα υποδεικνύει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αντίθετα, στη ΓΓΔΕ τον εκάστοτε γενικό γραμματέα διόριζε η κυβέρνηση. Στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου θα συμμετέχει Εμπειρογνώμονας, «με εμπειρία σε ζητήματα φορολογικής διοίκησης, που έχει αποκτηθεί στο εξωτερικό»: Ο Εμπειρογνώμονας ορίζεται με απόφαση του υπουργού Οικονομικών βάσει καταλόγου τριών υποψηφίων, τον οποίο καταρτίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η θητεία του είναι πενταετής και μπορεί να ανανεωθεί μια φορά απ’ τον υπουργό Οικονομικών. Ο ισχυρισμός του ΣΥΡΙΖΑ ότι η επιλογή του Διοικητή παραμένει αρμοδιότητα του υπουργού Οικονομικών δεν ευσταθεί. Διότι στην προγενέστερη ΓΓΔΕ η πρώην γ. γραμματέας Α. Σαββαΐδου υποδείχτηκε απ’ τους θεσμούς, αν και υπήρχε παρόμοια ρύθμιση (επιλογή του επικεφαλής απ’ τον υπουργό). Μάλιστα, ακόμη κι όταν ασκήθηκε εις βάρος της ποινική δίωξη για παράβαση καθήκοντος, αρνούνταν να παραιτηθεί επικαλούμενη τη στήριξη των θεσμών. Αλλά, και ο διάδοχός της στη γενική γραμματεία, Γ. Πιτσιλής, «επιλέχτηκε» αναγκαστικά απ’ τον Ε. Τσακαλώτο, πάλι με την «υπόδειξη» των θεσμών.
Στην ουσία, η νέα αρχή (ΑΑΔΕ) αποκτά απόλυτη εξουσία στον «προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων», δημιουργώντας άβατο σ’ αυτά για την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία. Οι σημαντικότερες αρμοδιότητες του υπουργείου Οικονομικών εκχωρούνται στη νέα Αρχή, που αποβαίνει παντοδύναμη, αφού τα δημόσια έσοδα, ιδιαίτερα στη μνημονιακή περίοδο, αποτελούν τον «πυρήνα» της κρατικής εξουσίας.
Η παντοδυναμία της ΑΑΔΕ αποδεικνύεται απ’ το γεγονός ότι όχι μόνο δεν υπόκειται γενικά σε πολιτικό και διοικητικό έλεγχο αλλά στα θέματα της ευρείας αρμοδιότητάς της δεν υπόκειται στον καθιερωμένο ιεραρχικό έλεγχο ή εποπτεία απ’ τον καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργό Οικονομικών. Αυτός διατηρεί τη δυνατότητα να υποβάλλει στρατηγικές προτάσεις προς την Αρχή, αλλά «δεν δύναται για συγκεκριμένες περιπτώσεις να υποβάλει αίτημα παροχής πληροφοριών ή να παράσχει δεσμευτικές οδηγίες». Η υποδεέστερη θέση του υπουργού Οικονομικών και της κυβέρνησης γενικά φτάνει στα όρια της ταπείνωσης.
Υπό τη δαμόκλειο σπάθη της οικονομικής ασφυξίας η κυβέρνηση Τσίπρα στο τρίτο μνημόνιο τα έδωσε όλα… Στο πολυνομοσχέδιο υπάρχει διάταξη που αναφέρει ότι ο υπουργός Οικονομικών, αν το κρίνει σκόπιμο, μπορεί με απόφασή του να μεταβιβάζει στην Αρχή και άλλες αρμοδιότητες (λες και είχε λίγες) που ασκούνται απ’ το υπουργείο Οικονομικών. Μάλιστα, προβλέπεται ότι η μεταβίβαση αυτών των αρμοδιοτήτων στην Αρχή είναι οριστική: «Οι αρμοδιότητες που περιέρχονται στην Αρχή δεν μπορούν να αναμεταβιβαστούν στον υπουργό Οικονομικών με μεταγενέστερη διοικητική πράξη».
Ο πολιτικός ευνουχισμός του υπουργείου Οικονομικών ολοκληρώνεται με τη διάταξη που προβλέπει ότι σε περίπτωση που ο υπουργός διαφωνήσει με το διοικητή της Αρχής για ζητήματα φορολογικής πολιτικής, το ζήτημα θα επιλυθεί απ’ το Συμβούλιο Διοίκησης της Αρχής! Τέλος, αν η Αρχή αποφασίσει να εκδώσει αποφάσεις και εγκυκλίους, που αφορούν εφαρμογή των νόμων φορολογικής και τελωνειακής πολιτικής, πρέπει να τις γνωστοποιήσει στον υπουργό Οικονομικών, ο οποίος θα της παράσχει απόψεις, όπως αναφέρει το πολυνομοσχέδιο, «οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν είναι δεσμευτικές για την Αρχή». Είναι λοιπόν ηλίου φαεινότερο ότι τη δεσπόζουσα, στην εποχή των μνημονίων, επαχθή δημοσιονομική πολιτική, κατά τα κελεύσματα των δανειστών, δεν θα την ασκεί το υπουργείο Οικονομικών, αλλά η ΑΑΔΕ.
Το καθεστώς του «κράτος εν κράτει» ολοκληρώνεται με τις παρεχόμενες υπερεξουσίες στο Διοικητή – εκλεκτό των Βρυξελλών – της Αρχής. Οι υπάλληλοι της Αρχής θα υπόκεινται σε ειδικό καθεστώς. Θ αξιολογούνται απ’ το Διοικητή της Αρχής, θα υπάγονται σε ειδικό μισθολόγιο, θα δικαιούνται μπόνους που θα καθορίζει ο Διοικητής, ο οποίος παράλληλα θα επιλέγει, αλλά θα μπορεί και να παύει τους προϊσταμένους, θα αποφασίσει με ποια κριτήρια θα γίνονται οι προσλήψεις, θα καθορίζει τον τρόπο αξιολόγησης, θα απολύει κατά το δοκούν όσους κρίνει ακατάλληλους, χωρίς να ξεκαθαρίζεται το εργασιακό μέλλον τους. Η στεγανοποίηση της «αποικίας» των Βρυξελλών μέσα στο ίδιο το αστικό κράτος ολοκληρώνεται με τη δικαιοδοσία του Διοικητή στο να καταργεί ή να συμπτύσσει οργανικές μονάδες.
Όλες αυτές οι άθλιες μεθοδεύσεις δεν οφείλονται απλώς, όπως αφελώς ή εκ πονηρού πιστεύεται, στην εμμονική προσκόλληση της κυρίαρχης τάσης της ΕΕ στην πολιτική της λιτότητας, που μπορεί όμως με άλλους συσχετισμούς να εγκαταλειφθεί. Στην πραγματικότητα, η οικονομική και πολιτική ολιγαρχία της ΕΕ είναι στρατηγικά προσανατολισμένη στην ανάταξη της κερδοφορίας του κεφαλαίου, με θεμελιακή προϋπόθεση την αφαίμαξη με πιο σκληρά ή σχετικά πιο ήπια μίγματα διαχείρισης των εργατολαϊκών στρωμάτων. Γι’ αυτό δεν στοχεύουν σε μιαν εφάπαξ οδυνηρή, έστω, θεραπεία της ελληνικής οικονομίας, αλλά στη χάλκευση μόνιμων δεσμών που με οικονομική ομηρία και ανισομετρία θα διαιωνίζουν την άντληση πλούτου και υπεραξίας απ’ την ελληνική κοινωνία. Γι’ αυτό λοιπόν εγκαθιδρύουν ένα σύστημα μηχανισμών – θεσμών που θα εξασφαλίζουν σε βάθος χρόνου την επικυριαρχία τους.
Συγκεκριμένα: το χρέος που για δεκαετίες θ’ αποτελεί ασφυκτική θηλιά για το λαό μας και θεσμούς με τη μορφή ανεξάρτητων αρχών, που θα είναι το μακρύ τους χέρι στη χώρα μας, με συναίνεση της ελληνικής αστικής τάξης όπως: η Τράπεζα της Ελλάδας με διοικητή τον Γ. Στουρνάρα που οργανικά εντάσσεται και λογοδοτεί στην ΕΚΤ. Την «εξωστρέφειά» του αυτή και την περιφρόνηση της λαϊκής κυριαρχίας κυνικά ομολόγησε ο Στουρνάρας στην περίοδο του δημοψηφίσματος. Η ΑΑΔΕ και ο διοικητής της θα είναι σε δημοσιονομικό επίπεδο ότι και η Τράπεζα της Ελλάδας στο χρηματοπιστωτικό τομέα, θα λογοδοτεί κύρια και αποκλειστικά στους δανειστές. Το ίδιο ισχύει και για την ΕΛΣΤΑΤ, που ο τέως διοικητής της κατηγορείται για εσκεμμένη διόγκωση του δημόσιου χρέους, ώστε να δικαιολογηθεί ένα δάνειο και μνημόνιο ολέθριο για το λαό μας και σωτήριο για τις γερμανογαλλικές τράπεζες. Σ’ αυτή την κατηγορία περιφανή θέση κατέχει και το Υπερταμείο, με θέσμιση ανάλογη της ΑΑΔΕ, στο οποίο εκχωρήθηκε απ’ τους νενέκους των συστημικών κομμάτων για 99 χρόνια ο δημόσιος πλούτος της χώρας για «αξιοποίηση», κατά το συριζαϊκό ευφημισμό, στην ωμή πραγματικότητα για εκποίηση αντί πινακίου φακής. Παρεμφερής είναι και ο μηχανισμός εξισορρόπησης (κόφτης) των δημοσιονομικών αστοχιών, προληπτικά ή διορθωτικά.
Το ίδιο ισχύει και για το Δημοσιονονομικό Σύμφωνο, όταν ενεργοποιηθεί. Στην κατεύθυνση της οικονομικής και πολιτικής ομηρίας του λαού λειτουργούν και οι στρατηγικές νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις, όπως: τα πρωτογενή πλεονάσματα αγνώστου ύψους και διάρκειας, η απορρύθμιση, θεσμική και «μαύρη», της εργασίας, η καρατόμηση μισθών και συντάξεων σε πάγια βάση, η υψηλή ανεργία και ελαστικοποιημένη εργασία, η εξοντωτική, άμεση και έμμεση φορολογία, η ιδιοποίηση του παραγωγικού πλούτου απ’ τις πολυεθνικές, η συγκεντροποίηση με καταστροφή της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Οι Ανεξάρτητες Αρχές στις οποίες βέβαια περιλαμβάνεται και η περί ης ο λόγος ΑΑΔΕ, είναι μορφή κρατικής εξουσίας με κανονιστικές ρυθμιστικές ελεγκτικές αρμοδιότητες, που δεν υπόκεινται σε διοικητικό και λειτουργικό έλεγχο απ’ την εκτελεστική εξουσία (όπως η δικαιοσύνη). Στόχος τους, κατά την επίσημη αστική ιδεολογία, είναι να παρεμποδίζουν την υπερσυγκέντρωση εξουσίας, τη γραφειοκρατική αγκύλωση, την κατάχρηση δύναμης, τους πελατειακούς μηχανισμούς, την παραβίαση ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων κ.ά.
Κάποιες απ’ αυτές τις Αρχές, όπως ο Συνήγορος του Πολίτη, το ΑΣΕΠ, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα κ.ά. αποτελούν αστική απάντηση σε κοινωνικές διεκδικήσεις. Στον ολοκληρωτικό όμως καπιταλισμό τέτοιες αρχές παρακμάζουν, διαφθείρονται (ΑΣΕΠ) ή αυτοκαταργούνται στην πράξη. Στο στάδιο αυτό η ανάδειξη της «αντικρατικής» νεοφιλελεύθερης αντίληψης έχει ως αποτέλεσμα να φυτρώνουν σαν μανιτάρια Ανεξάρτητες Αρχές και ΜΚΟ σε μια λογική περιορισμού, αναδιανομής και αποκέντρωσης της κρατικής εξουσίας. Αυτή η εξέλιξη, σε γενικές γραμμές, εξυπηρετεί το κεφάλαιο και διεθνείς καπιταλιστικούς οργανισμούς (ΕΕ-ΔΝΤ) να παρακάμπτουν το γραφειοκρατικό αλλά και τον αναγκαίο έλεγχο του κράτους (όπως οι περιβαλλοντικοί όροι της επιχειρηματικής δραστηριότητας), διευκολύνει τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό, προστατεύει πιο αποτελεσματικά το κεφάλαιο απ’ την πολιτική και συνδικαλιστική πίεση, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στο κεντρικό κράτος. Αυτή η κίνηση πραγματοποιείται με ενδοαστικές αντιθέσεις. Το κεντρικό κράτος, σ’ ορισμένες περιπτώσεις, με τη σχετική αυτοτέλεια, αντιδρά στην απόσπαση εξουσιών από ΑΑ, όπως συνέβη με την προσπάθεια της κυβέρνησης, να παρακάμψει το ΕΣΡ στο θέμα της χορήγησης τηλεοπτικών αδειών.