του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Νυν υπέρ πάντων η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης». Σ’ αυτόν το στόχο-κόμβο επικεντρώθηκε η ομιλία του πρωθυπουργού στην εναρκτήρια συνεδρίαση του νέου Υπουργικού Συμβουλίου. Ενθαρρυντικές δηλώσεις εισέπραξε η κυβέρνηση απ’ τους εταίρους-δανειστές για τις επιδόσεις της στο πλαίσιο του τρίτου μνημονίου. Αλλά και ο πρόσφατος ανασχηματισμός της κυβέρνησης και η ομιλία του Α. Τσίπρα στην πρώτη συνεδρίαση σχολιάστηκαν ευμενώς απ’ τους πρωθιερείς των Βρυξελλών ως ένδειξη της πολιτικής βούλησης της ελληνικής κυβέρνησης να προωθήσει τις απαιτούμενες απ’ τους δανειστές «μεταρρυθμίσεις». Στη σύνοδο της ευρωζώνης στη βελγική πρωτεύουσα, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος έδωσε διαβεβαιώσεις ότι η Αθήνα θα τηρήσει πιστά το χρονοδιάγραμμα και τα προαπαιτούμενα της δεύτερης αξιολόγησης. Την κορυφαία αξία της ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης επισήμανε και ο επικεφαλής του Γιούρογκρουπ Γερούν Ντάισελμπλουμ, τονίζοντας ότι πρόσθετος και καθοριστικός λόγος για να κλείσει η αξιολόγηση μέχρι τις 5 Δεκεμβρίου, οπότε θα συνέλθει η επόμενη ευρωσύνοδος, είναι το ότι στη σύνοδο αυτή θα ανακοινώσει το ΔΝΤ την απόφασή του ως προς την περαιτέρω συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα, την οποία η ΕΕ κρίνει απαραίτητη παρά τις διαφωνίες της ως προς τις θέσεις του ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος.
Αυτή η σπουδή και η βαρύτητα που προσδίδουν η ελληνική κυβέρνηση και η ΕΕ στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης δεν αφήνουν αμφιβολίες για την ενδοτικότητα της συριζαϊκής κυβέρνησης στα επαχθή μέτρα που απαιτούν οι δανειστές για τη νέα δόση και την έναρξη της συζήτησης για τη «ρύθμιση» του χρέους, την οποία οραματίζεται η κυβέρνηση όπως οι Σταυροφόροι το Άγιο Δισκοπότηρο. Βέβαια, οι δανειστές, παρά τα εύσημά τους στην ελληνική κυβέρνηση, εμμένουν στο μαρτύριο της σταγόνας και ως προς την παροχή δόσεων και υποδόσεων αλλά και με την ξεκάθαρη διαβεβαίωση ότι στη σύνοδο της 5ης Δεκεμβρίου θ’ ανοίξει ο δρόμος υπό το ρητό όρο της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης για τη λήψη βραχυπρόθεσμων και αμελητέων μέτρων για το χρέος. Τα μεσοπρόθεσμα όμως και μακροπρόθεσμα μέτρα που θα είναι και τα ουσιαστικά, παραπέμπονται για μετά το 2018 όταν θα έχουν πραγματοποιηθεί κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις στη Γερμανία και σε άλλες χώρες. Αλλά έστω και γι’ αυτά τα ψίχουλα είναι πεινασμένη η κυβέρνηση για να στηρίξει τον παραπαίοντα, ιδίως μετά την ήττα του ΕΣΡ, επικοινωνιακό λόγο της, που συνοψίζεται πλέον στο τρίγωνο τριών προτεραιοτήτων όπως τις προσδιόρισε ο πρωθυπουργός στην ομιλία του στην πρώτη συνεδρίαση του νέου Υπουργικού Συμβουλίου: κλείσιμο της αξιολόγησης μέχρι το τέλος Νοεμβρίου, ώστε ν’ ανοίξει ο δρόμος για την ελάφρυνση του χρέους, αλλά και την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ο σαφώς δεξιόστροφος και δουλόφρων προς τους ιμπεριαλιστές ανασχηματισμός της κυβέρνησης αλλά και η ρητή διαβεβαίωση του Τσίπρα προς αυτούς για το ότι αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα το κλείσιμο της εφιαλτικής δεύτερης αξιολόγησης επιβεβαιώνουν την επιτάχυνση και εμβάθυνση των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων που επιφέρει το τρίτο συριζαϊκό μνημόνιο.
Τα μέτρα της δεύτερης αξιολόγησης, που αποτελεί επιτακτική προτεραιότητα για την κυβέρνηση, προσθέτουν νέους ογκόλιθους στις πλάτες ενός καθημαγμένου λαού. Την ολοκλήρωση και επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων ιδίως στον κρίσιμο ενεργειακό τομέα, εξ ου και η υπουργοποίηση του Γ. Σταθάκη στον αντίστοιχο τομέα αλλά και η υπουργοποίηση του αρχινενέκου προέδρου του ΤΑΙΠΕΔ Σ. Πιτσιόρλα. Τη μεσαιωνική ατζέντα για τα εργασιακά με μετάθεση του λαομίσητου Κατρούγκαλου και υπουργοποίηση νεαράς Συριζαίας –προϊόν του κομματικού σωλήνα– με την υστερόβουλη σκέψη ότι μπορεί τα πληττόμενα λαϊκά στρώματα να δείξουν κάποια ανοχή στο πρόσωπό της. Τη μείωση του αφορολόγητου περίπου στα 5.000 ευρώ, οπότε ουσιαστικά καταργείται, αφού αυτό το ποσό αποτελεί τεκμαρτό εισόδημα για τους έγγαμους. Μείωση των συντάξεων. Επίσης την κατακρεούργηση των επιδομάτων για τις ασθενέστερες ομάδες του πληθυσμού, ώστε να εξοικονομηθούν τα 900 εκατ. ευρώ, για να δοθεί το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης ως υλοποίηση της διά νεοφιλελεύθερης προνοιακής πολιτικής της ΕΕ της ανακύκλωσης της φτώχειας. Εκτός απ’ την άμεση και πιστή εφαρμογή των εφιαλτικών προαπαιτούμενων της δεύτερης αξιολόγησης, ο πρωθυπουργός στην εναρκτήρια ομιλία του επιχείρησε να νεκραναστήσει το «παράλληλο πρόγραμμα» διακρίνοντας ως πρώτη προτεραιότητα την καθημερινότητα των πολιτών. Για το λόγο αυτό ιδρύθηκε νέο χαρτοφυλάκιο με επικεφαλής τον υπουργό Επικρατείας Αλ. Φλαμπουράρη: «Δημιουργούμε, για πρώτη φορά, ένα ειδικό χαρτοφυλάκιο καθημερινότητας, που θα αναλάβει τη στήριξη των πολιτών που αντιμετωπίζουν ειδικά προβλήματα με τη δημόσια διοίκηση, είτε λόγου αμέλειας, είτε λόγω άρνησης εφαρμογής του νόμου, είτε για λόγους βραχυκυκλώματος των υπηρεσιών».
Η δημοκοπία και το θράσος της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει όρια. Τα τεράστια και οξυνόμενα λόγω μνημονίων προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα εργατικά και λαϊκά στρώματα με τις «εφορίες, το σχολείο, τις πολεοδομίες, τα ασφαλιστικά ταμεία, το σύστημα υγείας» δεν οφείλονται στην αβελτηρία του καπιταλιστικού συστήματος και στην ταξική πολιτική του κράτους και των κυβερνήσεών του, συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στην αμέλεια των υπαλλήλων και στα γραφειοκρατικά βραχυκυκλώματα. Αυτές είναι υπαρκτές αλλά δευτερεύουσες αιτίες, που και γι’ αυτές εξάλλου η αστική πολιτική ευθύνεται. Τα τεράστια όμως προβλήματα των πολιτών θα λυθούν με αλλαγή πολιτικής και όχι με διοικητικό τρόπο, με τη δημιουργία «υπουργού καθημερινότητας», που θα συγκεντρώνει τις διαμαρτυρίες των πολιτών σε «κυτία παραπόνων»…
Έμφαση έδωσε ο πρωθυπουργός στην καταπολέμηση της ανεργίας. Χαρακτήρισε εθνικό στόχο την «ανάκτηση της εργασίας στην πατρίδα μας» και την προσέγγιση του ευρωπαϊκού μέσου όρου μέχρι το 2021. Και αυτόν το στόχο τον συνέδεσε με την πανάκεια της τάχιστης ολοκλήρωσης «χωρίς κωλυσιεργίες» της δεύτερης αξιολόγησης, ώστε ν’ ανοίξει χωρίς καθυστερήσεις η συζήτηση για τη «μεγάλη ιδέα» της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Επιπλέον, μιλώντας για το «μεγάλο εθνικό στόχο», την ανάκτηση της εργασίας, δεν παρέλειψε να στηλιτεύσει τη ΝΔ ότι ταυτίζεται με τις απαιτήσεις του ΔΝΤ για περαιτέρω απορρύθμιση της εργασίας, απελευθέρωση των μαζικών απολύσεων και ακόμη μεγαλύτερη ευελιξία. Δηλαδή ο πρωθυπουργός κατηγόρησε τη ΝΔ για την αντεργατική πολιτική που και η κυβέρνησή του υιοθετεί, επιδεικνύοντας το εργασιακό τοπίο! Μην ξεχνάμε ότι επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, εκτός των άλλων, οι ελαστικές θέσεις εργασίας υπερέβησαν τις σταθερές (6 στις 10).
Αυτάρεσκα αναφέρθηκε στα «αισιόδοξα μηνύματα-στοιχεία που δίνει εσχάτως η ελληνική οικονομία». Τεκμηρίωσε αυτή τη διαπίστωση επικαλούμενος την υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων, που θα επιτρέψουν «για δεύτερη χρονιά να πιάσουμε τους στόχους του (μνημονιακού) προγράμματος».
Αυτή η θέση αναδεικνύει την έσχατη κατάντια και δουλοπρέπεια της «πρώτη φορά αριστερής κυβέρνησης». Κομπάζει, γιατί υπερφόρτωσε με φόρους έναν καθημαγμένο λαό, αφού υπάρπασε την ψήφο του επαγγελλόμενη τη λύτρωσή του απ’ τις μνημονιακές πολιτικές, τις οποίες όμως αναπαράγει, άλλοτε με κροκοδείλια δάκρυα και άλλοτε επαιρόμενη!
Στην κατακλείδα της ομιλίας του ο Αλ. Τσίπρας επιχειρώντας να εξάρει την κουρελιασμένη αριστερή συνείδηση των οπαδών του πρόβαλε τον «κατά φαντασίαν» αντισυστημικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ: «Αυτή η κυβέρνηση δεν πρόκειται ποτέ να γίνει ανεκτή από αυτό το χρεοκοπημένο σύστημα… Αυτή η κυβέρνηση δεν θα γίνει ποτέ κομμάτι αυτού του συστήματος. Ο πόλεμος που δεχτήκαμε και θα συνεχίσουμε να δεχόμαστε σε όλα τα μέτωπα θα είναι ανελέητος. Το παλιό σύστημα δεν θα αποδεχτεί εύκολα την ήττα του και θα συνεχίσει να επιδιώκει την παλινόρθωση ακόμα και σε βάρος των συμφερόντων της χώρας». Γι’ αυτό την παρέμβαση της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ στη μάχη των μονοπωλίων υπέρ της κατανομής του τηλεοπτικού πεδίου επιχείρησε (όπως πράττει και σε άλλα ζητήματα) να τη μεταμφιέσει σε αντισυστημική στάση!
Στην πραγματικότητα, η πολιτική του αποτελεί έναν αναδρομικό αστικό εκσυγχρονισμό και κυρίως ένα εγχείρημα δημιουργίας φιλοσυριζαϊκής διαπλοκής. Η μεροληπτική παρέμβαση του ΣΥΡΙΖΑ σ’ αυτή την ενδοαστική διαμάχη για να υπηρετήσει τα σχετικώς αυτοτελή συμφέροντά του, καθόλου δεν αναιρεί το ρόλο του ως συλλογικού καπιταλιστή, που υπερασπίζει συνολικά το καπιταλιστικό σύστημα. Οι κεφαλαιοκράτες, ανεξάρτητα απ’ τις πολιτικές προτιμήσεις τους, αναγνωρίζουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υπηρετεί με διάφορους τρόπος τα συμφέροντά τους. Δεν επιθυμούν τη συντριβή του, αλλά την πλήρη εξημέρωση και σχετική αποδυνάμωσή του, ώστε ως προοδευτικός πόλος του δικομματικού συστήματος να συμβάλει στην ισορροπία και ομαλή εναλλακτικότητα. Σ’ αυτή τη φάση το κεφάλαιο απαιτεί απ’ τ’ αστικά κόμματα συναίνεση και συνεργασία όχι πόλεμο αλληλοεξόντωσης ώστε να προωθηθούν οι αναγκαίες «μεταρρυθμίσεις» και να βελτιωθεί το οικονομικό κλίμα.