Γιώργος Κρεασίδης
Απάτες και αυταπάτες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ
«Ούτε αμοιβαία καταστροφική ρήξη θα υπάρξει, ούτε όμως συνέχιση της υποταγής θα γίνει ανεκτή», είπε με νόημα ο Αλέξης Τσίπρας για την τρόικα στην ομιλία του στα Προπύλαια, όταν πια είχε οριστικοποιηθεί το εκλογικό αποτέλεσμα στις 25 Γενάρη 2015. Από την πρώτη στιγμή έμπαιναν τα όρια μέσα στα οποία είχε αποφασίσει να κινηθεί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ που βρέθηκε στην κυβερνητική εξουσία μετά την κατάρρευση του πολιτικού σκηνικού των μνημονίων. Ήταν μια ομιλία γεμάτη από τα κεντρικά προεκλογικά συνθήματα, αλλά και με την απουσία κάθε αναφοράς στην Αριστερά.
Με 36,34% και 149 βουλευτές ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν δεδομένο ότι θα χρειαζόταν συμμαχίες για να σχηματίσει κυβέρνηση. Πράγματι αργά το βράδυ της μέρας των εκλογών ανακοινώθηκε ότι θα ακολουθούσε τη Δευτέρα συνάντηση Τσίπρα – Καμμένου για μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Εξάλλου οι Ανεξάρτητοι Έλληνες είχαν τοποθετηθεί θετικά στο «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», που είχε παρουσιάσει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν μια συρρικνωμένη εκδοχή των αντιμνημονιακών διακηρύξεών του που συνδύαζε τη ρητορική της κοινωνικής ανακούφισης με τη δέσμευση παραμονής στο πλαίσιο της ΕΕ.
Τον συμβολισμό της κατάθεσης λουλουδιών στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής από τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα την επομένη της ορκωμοσίας της κυβέρνησης, ακολούθησε η ανακοίνωση, λίγες μέρες μετά, ότι η πρότασή του για Πρόεδρο της Δημοκρατίας θα ήταν ο Προκόπης Παυλόπουλος. Μια «ευρύτερη πολιτική συναίνεση είναι απαραίτητη», έλεγε ο Τσίπρας σε μια αμήχανη κοινοβουλευτική ομάδα που έβλεπε να κλείνει η συζήτηση για «αριστερό πρόεδρο». Αν και υπήρξαν δημόσιες αντιρρήσεις, μόνο η Γιάννα Γαϊτάνη δεν τον ψήφισε.
Ο ρόλος της συμφωνίας στο Γιούρογκρουπ στις 20 Φλεβάρη
Στις 8 Φλεβάρη 2015 ο Α. Τσίπρας στις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ -ΑΝΕΛ διαβεβαίωνε για το τέλος των μνημονίων, υποσχέθηκε την κατάργηση εμβληματικών αντιλαϊκών μέτρων, όπως ο ΕΝΦΙΑ και δεσμεύτηκε ότι δεν θα παραταθεί το μνημονιακό πλαίσιο μέχρι να επιτευχθεί μια νέα συμφωνία με ΕΕ και ΔΝΤ. Αυτή θα ήταν αμοιβαία επωφελής, υποσχέθηκε ο Τσίπρας που έκλεισε λέγοντας «είμαστε κάθε λέξη αυτού του Συντάγματος», μια φράση που γύρισε μπούμερανγκ και σηματοδοτεί σήμερα τη χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ. Στις γενικόλογες προγραμματικές δηλώσεις ήρθαν να προστεθούν παρεμβάσεις των υπουργών που προσγείωναν τις προσδοκίες, όπως του Γ. Βαρουφάκη που τόνισε πως «ως σώφρονες άνθρωποι, δεν έχουμε καμία αντίρρηση στο 70% των μεταρρυθμίσεων που περιέχει το Μνημόνιο».
Ακολούθησε η εκλογή του Π. Παυλόπουλου με το μήνυμα συναίνεσης που έστελνε η επιλογή ενός εκφραστή της αδιάλλακτης προσήλωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πειθαρχία της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς οι διαφωνούντες περιορίστηκαν σε δηλώσεις εκ των υστέρων, ήταν δείκτης της ηγεμονίας του Α. Τσίπρα και του ηγετικού κύκλου.
Την πορεία της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ σφράγισε η λεγόμενη «συμφωνία –γέφυρα» στο Γιούρογκρουπ στις 20 Φλεβάρη, με τη συμμετοχή του Γ. Βαρουφάκη. Αυτή θα κάλυπτε το κενό ανάμεσα στο δεύτερο μνημόνιο και την επερχόμενη συμφωνία. Το περιεχόμενό της ήταν οδυνηρή έκπληξη για όσους περίμεναν ότι ο κύκλος των μνημονίων έκλεισε με την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Το χρέος θα πληρωνόταν κανονικά, η κυβέρνηση Τσίπρα δεσμευόταν ότι δεν θα προχωρήσει σε μονομερείς ενέργειες, ενώ τα αποθεματικά δεσμεύονταν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Ταυτόχρονα η Τρόικα των ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ μετονομάστηκε «Θεσμοί» για να χρυσωθεί το χάπι, χωρίς επιτυχία. Η κυβέρνηση ξεκινούσε με μια καθοριστική υποχώρηση καθώς συνεχίστηκε η εφαρμογή των μνημονιακών δεσμεύσεων στο ακέραιο. Ουσιαστικά αρνούνταν τη βασική της προεκλογική δέσμευση, ενώ τα μέτρα ανακούφισης της κοινωνίας και οι θεσμικές παρεμβάσεις θα έπρεπε να χωράνε στον πολύ στενό κορσέ του μνημονίου.
Η κυβέρνηση Τσίπρα δεν έφερε στη Βουλή τη «συμφωνία-γέφυρα», προχωρώντας όμως στην υλοποίησή της, βγάζοντας από τη δύσκολη θέση την εσωκομματική αντιπολίτευση (Αριστερή Πλατφόρμα του Π. Λαφαζάνη και άλλα στελέχη) για το τι θα ψήφιζε και αποφεύγοντας να ψηφιστεί η συμφωνία αυτή από κοινού με ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι (όπως έγινε με το τρίτο μνημόνιο). Οι εσωκομματικές αντιρρήσεις περιορίστηκαν στην καταγραφή σαν μειοψηφία στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ που συνεδρίασε εκ των υστέρων (28/2-1/3).
Στις 25 Φλεβάρη πραγματοποιήθηκε η πρώτη αντικυβερνητική διαδήλωση, με πρωτοβουλία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλων «εκτός των τειχών» δυνάμεων, η οποία έσπασε το κλίμα «περιόδου χάριτος» που πρόσφεραν στην κυβέρνηση Τσίπρα ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, αλλά και -με έναν άλλο τρόπο- το ΚΚΕ. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο κάλεσμα της σε εκείνη την διαδήλωση τόνιζε: «Να πούμε όχι σε αυτή την απαράδεκτη και ταπεινωτική ‘’συμφωνία’’. Να γεμίσουμε τους δρόμους και τις πλατείες απαιτώντας αυτά για τα οποία αγωνιστήκαμε όλα αυτά τα χρόνια, δηλαδή την πλήρη ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών, το τέλος της επιτροπείας και τη διαγραφή του χρέους».
Το επόμενο διάστημα σφραγίστηκε από την συνέχιση των μνημονίων και την κυβερνητική προσπάθεια να επιβληθεί στάση αναμονής από την κοινωνία και το μαζικό για μια επερχόμενη συμφωνία με χαρακτηριστικά αξιοπρεπούς συμβιβασμού, παρόλο που οι εξελίξεις έδειχναν ότι έρχεται μια κατά κράτος υποχώρηση. Η απόφαση για δημοψήφισμα στις 5 Ιούλη ήρθε με τη σκοπιμότητα να εξασφαλιστεί η λαϊκή ανοχή σε ένα τρίτο μνημόνιο. Όπως φάνηκε από την συζήτηση γύρω από τα απομνημονεύματα της Μέρκελ, αλλά και μέσα στην κρίση του ΣΥΡΙΖΑ από το πέρασμα του Κασσελάκη, η ρήξη με την ΕΕ και το ευρώ δεν ήταν ποτέ στις επιλογές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ -ΑΝΕΛ. Το ιστορικό «Όχι» του 61,3% σόκαρε την κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα που σε αντεπίθεση και κόντρα στην λαϊκή βούληση ψήφισε το τρίτο βαρύτερο μνημόνιο. Η οπισθοχώρηση αυτή ήταν καταλυτική για το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ και σφράγισε την καθοδική πορεία του μέχρι σήμερα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 25-26 Ιανουαρίου