Αιμιλία Καραλή
Οι «Bagatelles της οδού Αλκαμένους», μια συλλογή με 64 μικρές ιστορίες, (εκδόσεις Μετρονόμος), είναι το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο της μουσικού και εικαστικού Γεωργίας Συριοπούλου
Η Bagatelle είναι «μια μικρή μουσική φόρμα, χωρίς κάποια αυστηρή δομή, ελαφριά, ενίοτε παιγνιώδης ή ακόμη και απλοϊκή». Έτσι και τα πεζογραφήματα του βιβλίου. Ακολουθούν έναν ιδιαίτερο ρυθμό το καθένα τους αλλά και συνιστούν εικαστικές μικρογραφίες της καθημερινότητας, βιωματικές περιπλανήσεις στις γειτονιές του κέντρου της Αθήνας, του τόπου όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει η συγγραφέας.
Αυτός ο τόπος μεταμορφώνεται σε ένα ζωντανό σκηνικό πλασμένο από την προσωπική παρατήρηση και ευαισθησία. Άλλοτε γίνεται ένας κάνναβος, μια επιφάνεια σχεδιασμού, όπου αποτυπώνονται κτίρια -σπίτια, εργαστήρια, σχολεία, καφενεία, δωμάτια- , δρόμοι, ακτές, κορυφογραμμές, άνθρωποι. Άλλοτε γίνεται μια παρτιτούρα που τα σημεία της είναι οι ήχοι μιας πολύτροπης μουσικής την οποία συνθέτουν οι γλώσσες των ανθρώπων, οι μελωδίες του τόπου καταγωγής τους, οι θόρυβοι της πόλης, οι φωνές των πουλιών, τα τραγούδια που συνοδεύουν ή και εκφράζουν σκέψεις και συναισθήματα χαράς, αμηχανίας, νοσταλγίας ή θυμού.
Η Αχαρνών, η Πατησίων, η Αλκαμένους, ο Άγιος Παντελεήμονας, η Αριστομένους, η Βικτώρια, η Ψαρών, η Αριστοτέλους, η κεντρική αγορά συνιστούν μια πολύβουη και πολύχρωμη σύγχρονη Βαβυλώνα. Οι άνθρωποι που την συνθέτουν και την οικοδομούν προσεγγίζονται με λεπτότητα, βαθύτητα, πικρία αλλά και χιούμορ από την συγγραφέα-αφηγήτρια. Ερμηνεύει, «ξεκλειδώνει» αυτόν τον κόσμο αξιοποιώντας χρώματα, σχήματα και ήχους.
Μέσα από τη μελέτη των χαρακτηριστικών της φυσιογνωμίας, του κορμιού, των κινήσεων, του ήχου της γλώσσας και έχοντας επίκεντρο αυτές τις γειτονιές μας εξακτινώνει στους διάφορους τόπους προέλευσής τους και, κατά συνέπεια, στην ιστορία που διαμορφώνεται αυτή την εποχή. Στηριζόμενη στις αισθήσεις -όραση και ακοή- αποδίδει κυρίως την συναισθηματική αλλά και στην «υλική» ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζει.
Τα πεζογραφήματα της Συριοπούλου -αν και υπάρχει μια ιστορία με τη μορφή ποιήματος και άλλη μία ως θεατρικό μονόπρακτο- ακολουθούν κυρίως μια επαγωγική πορεία. Μεμονωμένα ή επαναλαμβανόμενα περιστατικά αποτελούν της αφορμή των ιστοριών της: τα πεταμένα στο δρόμο άδεια κουτιά από ένα ενεργειακό ποτό, το γερανοφόρο που καθαρίζει τα ηλεκτρικά καλώδια από τα τεκμήρια ενός παιδικού πάρτι, τα βανάκια που μεταφέρουν νερά, τον ήχο μιας καρακάξας και το τραγούδι ενός Πακιστανού που ανοίγει το μαγαζί του τραγουδώντας σα να προσπαθεί να διώξει το δυσοίωνο πουλί, το σάρι μιας Ινδής που το έντονό του χρώμα έρχεται σε αντίθεση με το τυρκουάζ χρώμα που έχουν τα πλακάκια του σταθμού της Βικτώριας, ο κόσμος των πακιστανικών κουρείων, ένα αυτοκίνητο γεμάτο κουτσουλιές μπροστά σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι. Τα περιστατικά όμως αυτά που συχνά τα προσπερνάμε αδιάφορα ή δεν τα βλέπουμε ούτε τα ακούμε γίνονται για την αφηγήτρια θεματικές ψηφίδες που νοηματοδοτούν τη ζωή της πόλης και υφαίνουν τον ιστό της. Αποτελούν αφορμές για αναχθεί στο παρελθόν, να δει τη συνέχειά του στο παρόν και να διερωτηθεί για το μέλλον της.
Ίχνη μιας προσωπικής διαδρομής με συλλογική σημασία στον χρόνο και στον χώρο μιας Αθήνας που ορίζεται από τις γειτονιές του κέντρου της
Οι στάσεις και οι περίπατοι της αφηγήτριας σε αυτούς τους δρόμους, σε σπίτια που έμενε, στο σχολείο που πήγαινε γίνονται συχνά αφορμή για να εκτεθούν υπαρξιακές αναζητήσεις και ερωτήματα. Ο χώρος γίνεται συχνά αλληλέγγυος με την ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκεται όταν αφηγείται. Όμως ακόμη και αν εκτίθεται μια επώδυνη κατάσταση, η ζεστασιά του βλέμματος προς αυτόν που πάσχει -ακόμη κι αν αυτός είναι ο ίδιος της ο εαυτός- και ο λιτός λόγος, το χαμηλόφωνο και εξομολογητικό ύφος απομακρύνουν κάθε υποψία μελοδραματισμού. Και αυτά αποτελούν μια από τις σημαντικές αρετές του βιβλίου.
Μια άλλη είναι η συχνή συνειρμική οργάνωση του υλικού της: αιφνίδιες ανατροπές της χρονικής ακολουθίας, ευφυείς παρεκβάσεις που συχνά καταλήγουν στον σαρκασμό αλλά και στην αυτοαναφορική ειρωνεία.
Οι Bagatelles της οδού Αλκαμένους είναι τα ίχνη μιας προσωπικής διαδρομής με συλλογική σημασία στον χρόνο και στον χώρο μιας Αθήνας που ορίζεται από τις γειτονιές του κέντρου της, την ομορφιά και την ασχήμια τους, τα πάθη και τα παθήματά της. Ανθεκτική και εξαντλημένη, σιωπηλή και θορυβώδης, αεικίνητη κι ακίνητη. Στους δρόμους της μπορεί κάποιος ν’ αντικρίσει τον εαυτό του, να αναγνωρίσει εκείνα που τον θερμαίνουν και τον απωθούν· είναι «η πόλη που θα τον ακολουθεί» αλλά χωρίς να τον εγκλωβίζει.
Αιμιλία Καραλή