Γιώργος Μουρμούρη
Η ελληνική αστική τάξη κινείται με ακόμα πιο αρπαχτική λογική, γνωρίζοντας ότι το ρήγμα με τον κόσμο της εργασίας παραμένει ενεργό αν και εν υπνώσει
Με την αλαζονεία του νικητή αλλά και την ανασφάλεια εκείνου που γνωρίζει ότι η κυριαρχία του δεν εμπνέει, και είναι ως εκ τούτου διαρκώς ευάλωτος, κινείται τα τελευταία χρόνια η άρχουσα τάξη της χώρας. Τραπεζίτες, βιομήχανοι, εφοπλιστές, αρπακτικά του real estate και του ξενοδοχειακού κλάδου και άλλες κατηγορίες επιχειρηματιών, με την αρωγή του πολιτικού τους προσωπικού, τόσο της κυρίαρχης ΝΔ όσο και του αστερισμού αστικών κομμάτων που φιλοδοξούν να συγκροτήσουν ένα ακροδεξιό ή κεντροαριστερό «αντίπαλο δέος», έχουν επιδοθεί σε ένα πάρτι απομύζησης των εργαζομένων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων στο επίπεδο τόσο της παραγωγής όσο και της κατανάλωσης. Από κοντά τους και τα διάφορα ανερχόμενα μεσαία στρώματα που εμπνέονται από την ιδεολογικοποιημένη επιχειρηματικότητα της «αρπαχτής» και προσδοκούν να πιάσουν «την καλή» με μία start up ή ανερχόμενα στην ιεραρχία των επιχειρήσεων, αλλά και το παρασιτικό βαθύ κράτος (στρατός, αστυνομία, εκκλησία, δικαστικό σύστημα) που διογκώνεται τόσο περισσότερο όσο οι «γνήσιοι» ή «νεοφώτιστοι» νεοφιλελεύθεροι ομνύουν στο λιγότερο κράτος.
Τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους: Το 2023 οι 500 πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις κατέγραψαν συνολικά κέρδη προ φόρων της τάξης των 17,5 δισ. ευρώ, την ίδια στιγμή που τον τρίτο τρίμηνο του 2024 η Ελλάδα αποτέλεσε τη μοναδική χώρα της ΕΕ στην οποίαν οι μισθοί μειώθηκαν, κατά 2,6% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023. Η ψαλίδα μισθών – κερδών μεγαλώνει διαρκώς και η διευρυνόμενη ανισότητα αποτυπώνεται σε διάφορους δείκτες, από την αναλογία των καταθέσεων νοικοκυριών – επιχειρήσεων μέχρι τον συντελεστή Gini που μετρά την ανισοκατανομή του πλούτου, ο οποίος αυξήθηκε στην Ελλάδα κατά περισσότερο από 17% από το 2008. Πλέον το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού κατέχει το 25% του συνολικού πλούτου της χώρας, ενώ το πλουσιότερο 10% κατέχει το 55,1%.
Η αλαζονεία της πλευράς του κεφαλαίου οφείλεται πρωτίστως στη νίκη της στη μεγάλη ταξική αναμέτρηση του 2010 – 2012 ή, πιο διευρυμένα, της περιόδου 2008-2015. Παρά τη λυσσαλέα αντίσταση των εργαζόμενων στρωμάτων κατά τα πρώτα χρόνια των μνημονίων, οι αναδιαρθρώσεις που μετ’ επιτάσεως ζητούσε το εγχώριο και διεθνές κεφάλαιο πέρασαν σχεδόν στο σύνολό τους, για μια σειρά από λόγους που ίσως δεν έχουν συζητηθεί όσο διεξοδικά θα έπρεπε.
Όμως η ταξική «ιερά συμμαχία» του κεφαλαίου γνωρίζει ότι το status quo που διαμορφώθηκε κατά την εποχή των Μνημονίων και την πρώτη μεταμνημονιακή περίοδο, δεν είναι ούτε βιώσιμο ούτε θελκτικό για τους «από κάτω». Γνωρίζει ότι το ρήγμα της προηγούμενης δεκαετίας δεν έχει κλείσει οριστικά και είναι έτοιμο να αναβιώσει ανά πάσα στιγμή (η ολιγοήμερη κοινωνική έκρηξη μετά το έγκλημα στα Τέμπη το υπενθύμισε εμφατικά). Και η ανασφάλεια αυτή, σε συνδυασμό με την αλαζονεία αλλά και άλλους παράγοντες όπως η διεθνής αβεβαιότητα, προκαλεί στους κυρίαρχους μια έντονη νευρικότητα που σε επίπεδο οικονομίας μεταφράζεται στην εμπέδωση μιας κουλτούρας «ό, τι φάμε και ό, τι πιούμε».
Χαοτικές οι ταξικές αντιθέσεις στην Ελλάδα, με τεράστια συσσώρευση πλούτου σε πολύ λίγους και ανέχεια για τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού
Το μοντέλο ανάπτυξης που ακολουθεί ο ελληνικός καπιταλισμός στη μεταμνημονιακή περίοδο επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές: Εν μέσω παρατεταμένης κινηματικής νηνεμίας, το μεγαλύτερο μέρος των επενδυομένων κεφαλαίων κατευθύνεται σε τομείς με μικρή προστιθέμενη αξία, που εγγυώνται μεγάλα κέρδη με μικρό ρίσκο. Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Enterprise Greece την περίοδο 2013-2023 το 70% περίπου των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων αφορούσαν τον τριτογενή τομέα και κυρίως τους κλάδους της διαχείρισης ακινήτων, των χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών δραστηριοτήτων και των logistics.
Την ίδια στιγμή, παρά τα παχιά λόγια για το «ελληνικό οικονομικό θαύμα», όχι μόνο από ελληνικά αλλά και από ξένα ΜΜΕ που αποζητούν εναγωνίως ένα success story στην παραπαίουσα ΕΕ, τα αμείλικτα στοιχεία δείχνουν ότι η βασικότερη ίσως παθογένεια του ελληνικού καπιταλισμού, το παγίως αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο, όχι απλώς εξακολουθεί να αποτελεί πραγματικότητα, αλλά γιγαντώνεται. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, την περίοδο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2024 το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου ανήλθε σε 28,316 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 8,9% και διαμορφούμενο κοντά στα επίπεδα του 2008.
Το ελλειμματικό ισοζύγιο συνδέεται άρρηκτα με την χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας, την οποίαν το κεφάλαιο σπεύδει με κάθε αφορμή να φορτώσει στους εργαζόμενους. Ενδεικτικές είναι οι πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου του ΣΕΒ Σπύρου Θεοδωρόπουλου, ο οποίος προειδοποίησε ότι οι μισθοί πρέπει να αυξάνονται παράλληλα με την παραγωγικότητα για να μη χάσει η χώρα την ανταγωνιστικότητά της (κάτι που διασφαλίζει ο «αλγόριθμος» για τον κατώτατο μισθό). «Ξεχνώντας» όμως ότι αποτελεί ευθύνη των επιχειρήσεων να επενδύουν σε νέες τεχνολογίες, σύγχρονο εξοπλισμό και εξελιγμένες μεθόδους καθώς και στην επιμόρφωση του προσωπικού τους προκειμένου να επιτευχθεί αύξηση της παραγωγικότητας. Και πως, αντιστρόφως, οι χαμηλοί μισθοί και τα ωράρια – λάστιχο αποτελούν το μεγαλύτερο αντικίνητρο στην αύξηση της παραγωγικότητας, αφού το κεφάλαιο κερδίζει από την απόσπαση άμεσης υπεραξίας.
Όσο για τα δημόσια οικονομικά, η θετική ονομαστική τους πορεία οφείλεται σε συγκυριακούς παράγοντες όπως η εύκολη πρόσβαση στις αγορές (αν και με ουδόλως ευκαταφρόνητα επιτόκια), τα αυξημένα φορολογικά έσοδα κυρίως από τον ΦΠΑ λόγω της ακρίβειας, και το «μαχαίρι» στις κοινωνικές δαπάνες.
Κάπως έτσι ο ελληνικός καπιταλισμός πορεύεται προς την επόμενη κρίση του, φροντίζοντας ως τότε να απομυζήσει όσο γίνεται περισσότερα από τους εργαζόμενους, τους νέους, τα δημόσια αγαθά, το φυσικό περιβάλλον. Και όταν έρθει ξανά η ώρα της κρίσης, κάποιος Πάγκαλος θα βρεθεί να πει ότι «τα φάγαμε όλοι μαζί»…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 21-22 Δεκεμβρίου