Γιάννης Φραγκούλης
Μετά από 22 χρόνια επανέρχεται η Πέννυ Παναγιωτοπούλου με την καινούργια της ταινία μεγάλου μήκους, Wishbone. Η προηγούμενη ταινία της, Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: ο μπαμπάς μου (2002) είχε ξεχωρίσει τόσο καλλιτεχνικά, όσο και από την ευαισθησία που διαχειριζόταν το συναίσθημα της απώλειας. Στο Wishbone έχουμε πάλι μία απώλεια που είναι σχεδόν στην αρχή της ταινίας.
Ο πατέρας ενός μικρού κοριτσιού προσπαθεί να μεγαλώσει το παιδί του όσο πιο καλά μπορεί. Η υγεία του, όμως, τον προδίδει. Πεθαίνει και το παιδί θα πρέπει να πάει στην μητέρα του που δεν μπορεί να το αναλάβει λόγω του εθισμού της σε ουσίες. Ο αδελφός του γίνεται πατέρας και μητέρα. Η γιαγιά προσπαθεί αλλά οι δυνάμεις της είναι περιορισμένες. Η ταινία έχει όλο το υλικό για να γίνει ένα καλό μελό. Όμως η Πέννυ Παναγιωτοπούλου ξέρει πολύ καλά να κάνει την ανατροπή της.
Θέτει το θέμα της απώλειας και το ορίζει ως μια νέα αρχή για την ζωή του μικρού κοριτσιού. Παράλληλα βλέπουμε την ζωή του νεαρού θείου να δοκιμάζεται αφού «σκοντάφτει» σε διάφορα εμπόδια: η σχέση του με μια κοπέλα που δεν πάει καλά, η δουλειά του ως σεκιουριτάς που δεν του αποδίδει όσα θα ήθελε, οι εργασιακές σχέσεις στο νοσοκομείο όπου δουλεύει. Με περίτεχνο τρόπο το σενάριο ξεφεύγει από το δακρύβρεχτο μελό και πάει στην κοινωνική κριτική.
Εστιάζει στις ταξικές διαφορές και στις απατεωνιές, στα συμφέροντα του ιατρικού κλάδου που προχωρά προς την ιδιωτικοποίηση.
Του τάζουν λεφτά για να καταθέσει εναντίον μιας γιατρού. Τα δέχεται. Η κοπέλα του τον παρατά. Είναι μόνος με ένα τεράστιο βάρος στην πλάτη του. Ο ρατσιστής και φασίστας γιατρός δεν του κάθεται καλά. Αν και έχει πάρει τα λεφτά, για να πληρώσει το δάνειο, αποφασίζει να αλλάξει την κατάθεσή του. Η δικαιοσύνη μάλλον θα θριαμβεύσει, εκτός και αν…
Αυτό το «αν» είναι το ανθρωποφαγικό σύστημα, στα κυκλώματα στον χώρο της υγείας, που δεν το έχει σε τίποτε να εξασκήσει βία. Ο «μικρός» υψώνει ανάστημα και θα πρέπει να «κοντύνει». Η ανατροπή γίνεται με την μαφιόζικη επίθεση που ο ρατσιστής γιατρός έχει σχεδιάσει. Τραυματίζεται. Εδώ εστιάζει η ταινία: Η ζωή του ανθρώπου δεν αξίζει πολύ, ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα γρανάζι σε ένα τροχό μίσους που στάζει αίμα. Η ονειρική στιγμή που όλοι τρώνε χαρούμενοι, μετά τον θανάσιμο (;) τραυματισμό του νεαρού, μας κάνει να διαβάσουμε την ταινία από την αρχή, βάζοντας μέσα τα δικά μας συναισθήματα.
Η ταινία δεν «εκβιάζει» την συναισθηματική ένταση. Αυτή έρχεται από την μπρεχτική εμπλοκή του θεατή στη σεναριακή δομή. Αυτός ο ήρωας θα μπορούσε να ήταν οποιοσδήποτε σε κάποιον εργασιακό χώρο. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Με απλό τρόπο η σκηνοθέτης πλάθει τους χαρακτήρες της. Με το μοντάζ δομεί αυτό τον ρυθμό που έχει ανάγκη η ταινία για να αρθρωθεί. Δομεί έναν κόσμο που είναι πραγματικός και συγχρόνως ονειρικός. Αυτή η διάσταση μας ωθεί να δημιουργήσουμε την δική μας άποψη. Η ταινία μας προτρέπει να αναπτύξουμε το κείμενό της, στην μεταθέαση, να κοινωνήσουμε και να προωθήσουμε το μήνυμά της.