Γιώργος Κρεασίδης
Λαγοί της κυβέρνησης οι «υπερπατριώτες» συσκοτίζουν τα κοινωνικά προβλήματα
Μπροστά στην επικείμενη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας, Γιώργου Γεραπετρίτη και Χακάν Φιντάν ξεκίνησε πόλεμος δηλώσεων με τη γραμμή του μετώπου να διαπερνά τη ΝΔ και το κυβερνητικό στρατόπεδο. Για την επίσημη κυβερνητική γραμμή, η συνάντηση δεν σηματοδοτεί μετατόπιση της ατζέντας προς την τουρκική προσέγγιση, αλλά αντανακλά τη στάση της Ελλάδας σαν αξιόπιστη δύναμη μέσα στο αμερικανονατοϊκό πλαίσιο, που επιμένει στις θέσεις της αστικής τάξης για τα 12 μίλια στο Αιγαίο και τις ΑΟΖ. Όμως υπογραμμίζει πως η συνύπαρξη μέσα στο ΝΑΤΟ, έστω και με ανταγωνιστικές στρατηγικές, επιβάλλει ένα επίπεδο διμερών σχέσεων.
Η στάση αυτή δέχεται πολεμική, στην οποία πρωταγωνιστεί ο Α. Σαμαράς και σφραγίζεται από μια εθνικιστική ρητορική. Αυτή θεωρεί την επικείμενη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών στοιχείο ενδοτισμού στην τουρκική επιθετικότητα και αποδοχή της ατζέντας της για Αιγαίο και Κύπρο. Η κριτική αυτή, η οποία έχει την ουσιαστική στήριξη της πτέρυγας που εκφράζει ο Κ. Καραμανλής, συνδέεται με την πίεση που δέχεται η ΝΔ από την ακροδεξιά μετά την ήττα της στις ευρωεκλογές και τις αλλαγές συσχετισμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Καθόλου τυχαία, στην ίδια γραμμή πιέζουν τη ΝΔ, πολλές φορές θυμίζοντας εσωκομματική αντιπολίτευση, και τα ακροδεξιά κόμματα: Βελόπουλος, Λατινοπούλου, Νίκη και Σπαρτιάτες. Οι τελευταίοι ειδικά προσφέρουν συναίνεση υπό τον όρο της σκληρής στάσης στα λεγόμενα «εθνικά», αναζητώντας σωσίβιο από τις νομικές περιπέτειες που έχουν σαν κόμμα-βιτρίνα για τους φασίστες του Κασιδιάρη.
Όμως η κριτική στη ΝΔ για «ενδοτισμό» και «υποχωρητικότητα» απέναντι στην Τουρκία δεν είναι εσωτερική υπόθεση της δεξιάς και ακροδεξιάς πολυκατοικίας. Στον χορό μπαίνει δυναμικά το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ με «ανησυχίες» για «κυριαρχικά δκαιώματα», ενώ αντίστοιχη ρητορική υιοθετούν η Πλεύση Ελευθερίας και το ΚΚΕ.
Βαριές ευθύνες της αντιπολίτευσης, που ενισχύει την πατριδοκαπηλία, ωθώντας σε εξοπλισμούς και τείχη στους πρόσφυγες
Φαίνεται πως το σύνολο του πολιτικού σκηνικού μετατοπίζεται προς μια εθνικιστική κατεύθυνση που νομιμοποιεί στο όνομα των «κυριαρχικών δικαιωμάτων» και της «αμυντικής θωράκισης» τους εξοπλισμούς και την απαίτηση μιας «πατριωτικής ομοψυχίας» που (αντικειμενικά) υποβαθμίζει την ταξική αντιπαράθεση, σε μια περίοδο που το κοινωνικό ζήτημα παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις με το θέμα της ακρίβειας στο επίκεντρο. Κρίσιμες ευθύνες έχει η κεντροαριστερή αντιπολίτευση και ποιοτικά διαφορετικές το ΚΚΕ.
Από την πλευρά του ο Κ. Μητσοτάκης θυμίζει πως όσοι τον αμφισβητούν ακολούθησαν σαν κυβέρνηση τον ίδιο δρόμο των επαφών με τον Ερντογάν, με χαρακτηριστική περίπτωση τη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ υπό τον Α. Σαμαρά. Υπογραμμίζει τους εξοπλισμούς που πραγματοποιεί η κυβέρνησή του, με τεράστιο κοινωνικό κόστος, αλλά και φιλοδοξία μεταβολής των συσχετισμών στο Αιγαίο, της εμπλοκής στις νατοϊκές επεμβάσεις σε Ουκρανία και Μ. Ανατολή στο πλευρό του Ισραήλ, καθώς και της σκληρής αντι-μεταναστευτικής πολιτικής, του φράχτη του Έβρου, των απελάσεων, επαναπροωθήσεων και του ναυαγίου της Πύλου.
Στην πράξη, η αντιπολίτευση με την εθνικιστική ρητορική λειτουργεί σαν λαγός και άλλοθι της κυβερνητικής πολιτικής. Στην απαίτηση για «σκληρή πατριωτική στάση», ο Μητσοτάκης απαντά ότι εκπροσωπεί την εφαρμόσιμη εκδοχή και ότι πρόκειται για διαφορές ύφους. Μια γραμμή ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τον πόλεμο και τον εθνικισμό δεν μπορεί να σταθεί αποδεχόμενη τα λεγόμενα «κυριαρχικά δικαιώματα» που προβάλλει η ελληνική άρχουσα τάξη, απλά με αντιΝΑΤΟϊκό περίβλημα. Η ανεξάρτητη ταξική θέση για τον άδικο χαρακτήρα του αστικού ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού και από τις δυο πλευρές είναι θεμελιώδης για την υπεράσπιση της ειρήνης και της προοπτικής των εργαζομένων και των λαών.