Μαριάννα Τζιαντζή
Μαχαιριές στην Κυριακή στους Αγ. Αναργύρους. Η δολοφονία γίνεται η υπέρτατη μορφή ιδιοκτησίας. Πώς να χτιστεί ένα δίκτυο προστασίας όταν ο κοινωνικός ιστός αποσαθρώνεται, όταν η οικονομική επιβίωση ή η «ατομική ευθύνη» έχει τον πρώτο λόγο;
Στη Λυγερή του Ανδρέα Καρκαβίτσα o γέροντας πατέρας συμβουλεύει τον Νικολό, τον σύζυγο της μονάκριβης κόρης του της Ανθής: «Έτσι, γαμπρέ μου!… Το καϊμένο το κορίτσι είνε καλομαθημένο… δίνε του κάποτε και καμμιά σβερκιά!»
Όπως εξηγεί ο συγγραφέας, έτσι συνήθιζε ο πατέρας «να εκδηλώνη πάντοτε τας συζυγικάς του τρυφερότητας». Και αφού ο πλούσιος μπακάλης έγραψε όλη την περιουσία του στον γαμπρό, τον πρώην υπαλληλάκο του, η χοντρή παλάμη του Νικολού «έλαβεν από τότε μεγαλειτέραν γνωριμίαν με τον εύτορνον τράχηλον της Ανθής». Ο μέχρι χθες μπακαλόγατος έγινε αφεντικό, έγινε κύρης και αφέντης της οικονομικά εξαρτημένης λυγερής.
Μπορεί του Έλληνα ο τράχηλος ζυγόν να μην υπομένει, όμως ο γυναικείος τράχηλος έπρεπε να υπομένει τις «σβερκιές». Στην εποχή του Καρκαβίτσα αλλά και πολύ αργότερα, οι γυναίκες έπρεπε να υπομένουν τις ταπεινώσεις, τις κλοτσιές και τα χαστούκια. Έτσι ήταν τότε η φυσική τάξη των πραγμάτων, και η γυναικεία υποταγή συγκαταλεγόταν στις παγιωμένες κοινωνικές αξίες. Το ίδιο και το δικαίωμα του άντρα να σηκώνει χέρι.
Σήμερα, μετά το έγκλημα στους Αγίους Αναργύρους, η «σβερκιά» γίνεται μαχαιριά. Και η δολοφονία, η επιβολή του σωματικά δυνατού επί του αδυνάτου, γίνεται η υπέρτατη μορφή ιδιοκτησίας, ελέγχου, μικρής ατομικής εξουσίας. Ταυτόχρονα, οι «Προστάτες του Πολίτη» γίνονται εχθροί του ευάλωτου, του ανυπεράσπιστου πολίτη και συνεργοί του δήμιου. («Δεν είναι ταξί το 100…»)
Άραγε, αν γίνει νομικά αποδεκτός ο όρος «γυναικοκτονία», οι δυνάμει δολοφόνοι θα λουφάξουν; Αυτό που μπορεί να ανακόψει τις γυναικοκτονίες θα ήταν η ύπαρξη ενός ενεργού δικτύου αλληλεγγύης στις γειτονιές και τους χώρους εργασίας και σπουδών, όπως και η ύπαρξη δομών όπου οι κακοποιημένες γυναίκες θα δέχονται νομική και πρακτική βοήθεια. Πάνω απ’ όλα θα ήταν ένας άνεμος ελευθερίας και χειραφέτησης που θα έπνεε παντού. Πώς όμως να χτιστεί ένα δίκτυο προστασίας όταν, κατά γενική ομολογία, ο περιβόητος «κοινωνικός ιστός» αποσαθρώνεται, όταν η οικονομική επιβίωση ή η «ατομική ευθύνη» έχει τον πρώτο λόγο;
Η βία, είτε την πούμε έμφυλη, είτε «σχολική» (μπούλινγκ), είτε ενδοοικογενειακή, είτε εργοδοτική, είναι πανταχού παρούσα. Σαν τοξικό δίχτυ απλώνεται και διαβρώνει σχεδόν κάθε πτυχή της ζωής. Πέρα από την «οδηγική βία» (ή road rage), αυτήν που εκδηλώνεται στους δρόμους, υπάρχει και η «επιβατική βία» στα πολυφορτωμένα, ανεπαρκή και ημισαραβαλιασμένα αστικά λεωφορεία τις ώρες της αιχμής. Αυτή τη βία, μεταξύ των πιο φτωχών, δεν την βλέπουν, δεν την βιώνουν όλοι. Είναι η βία που προέρχεται από τους ομοίους μας, όχι η βία των από πάνω, της εξουσίας. Η βία της ανελεύθερης καθημερινότητας γίνεται εργαλείο για να θριαμβεύει η βία της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, η συστημική ή δομική βία όπως χαρακτηρίζεται. Μορφές βίας μπορεί να συναντήσουμε και στους κόλπους της εργατικής τάξης, και αυτή η «συναδελφική βία», που συχνά συνυπάρχει με τη δουλοπρέπεια έναντι της εργοδοσίας, είναι εξαιρετικά θλιβερή. Υπηρέτες και τροφοδότες της Μεγάλης Βίας γίνονται κάποτε και οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Ας θυμηθούμε την 8χρονη τσιγγανοπούλα, την Όλγα, που την έλιωσε η γκαραζόπορτα στο Κερατσίνι. Ή τους ναυτεργάτες που πέταξαν από τον καταπέλτη τον Αντώνη, το παλληκάρι από την Κρήτη στο λιμάνι του Πειραιά. Δεν τον πέταξαν οι εφοπλιστές…
Αλλεπάλληλες σβερκιές, χαστούκια, μαχαιριές μάς δίνει το κράτος, ενώ η αγορά μάς μετατρέπει σε δούλους μονομάχους που σκοτώνουν στην αρένα
τους άλλους δούλους
Η γενικευμένη οικονομική ανασφάλεια, ο κρατικός και ο εργοδοτικός αυταρχισμός δεν οδηγούν κατ’ ανάγκη στη λαϊκή αντίσταση και την ατομική ή συλλογική απελευθέρωση. Όταν πολλοί αλλάζουν κάθε τόσο δουλειά, σε συνδυασμό με λίγο-πολύ παρατεταμένα διαστήματα ανεργίας, όταν ο μισθός εξανεμίζεται στις 15 του μήνα, τότε η ίδια η οικογένεια, το σπίτι γίνεται εστία διαρκούς έντασης και πεδίο ανταγωνισμού. Ο ανταγωνισμός αυτός, που συνήθως έχει οικονομική αφετηρία, δεν παίρνει πάντα τις διαστάσεις τραγωδίας, δεν σκοτώνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα ή ο σύντροφος τη σύντροφο. Συνήθως είναι βουβός, διαβρωτικός και αμείλικτος. Γιατί, όπως έχει ειπωθεί, «και η σιωπή σκοτώνει». Η σιωπή που είναι φορτισμένη με μνησικακία αίσθηση γενικευμένης αδικίας ενώ το μίσος μετατρέπεται σε αναγκαστική ψυχρή συνύπαρξη. Οι ξέφρενες ιδιωτικοποιήσεις στην υγεία και την εκπαίδευση, ο βίαιος «εξευγενισμός» (gentrification), η εμπλοκή της χώρας μας στους νέους βρόμικους πολέμους, όλα αυτά έχουν αντίκτυπο στο επίπεδο των διαπροσωπικών, οικογενειακών αλλά και ερωτικών σχέσεων.
Μια αλυσίδα από «σβερκιές». Αλεπάλληλες σβερκιές, χαστούκια, μαχαιριές μάς δίνει το κράτος, ενώ η αγορά μάς μετατρέπει σε δούλους μονομάχους που σκοτώνουν στην αρένα τους άλλους δούλους για να μη σκοτωθούν οι ίδιοι. Ναι, υπάρχουν κάποια ξέφωτα, υπάρχουν νησίδες αλληλεγγύης «και» στο πεδίο της έμφυλης βίας. Όμως πλάι στο σύνθημα «καμία μόνη» θα πρέπει να αντηχήσει, κραταιό και αποφασιστικό, και να γίνει πράξη και το σύνθημα «κανένας άνεργος/απολυμένος μόνος του», «κανένας κακοποιημένος μαθητής/-τρια μόνος του/μόνη της». Αλλά και καμία ΛΑΡΚΟ μόνη της
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (6.3.24)