Πάνος Κοσμάς
Αφιέρωμα: Ουκρανία δύο χρόνια μετά
Τον Ιούλιο του 2021, ένα οικονομικό γεγονός σηματοδότησε τον πόλεμο που θα ξεσπούσε 7 μήνες αργότερα στην Ουκρανία: Η Γερμανία αποφάσισε, με αστείες προφάσεις, να μπλοκάρει την έναρξη λειτουργίας του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream II, που θα μετέφερε φυσικό αέριο από τη Ρωσία στη δυτική Ευρώπη παρακάμπτοντας την Ουκρανία. Ο Nord Stream II ήταν η οικονομική αιχμή ενός γεωπολιτικού σχεδίου. Αν έμπαινε σε λειτουργία, το τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο που είχε επενδυθεί από τον δυτικό ιμπεριαλισμό στην Ουκρανία στην αντιπαράθεση με τον ρωσικό ιμπεριαλισμό, θα ακυρωνόταν σε μεγάλο βαθμό. Ήταν η στιγμή των μεγάλων αποφάσεων. Η γερμανική αστική τάξη πήρε τη δική της: Να ανταποκριθεί στη ρητή απαίτηση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού να μην υλοποιηθεί το σχέδιο. Η ρωσική αστική τάξη δεν είχε πια κάτι άλλο να περιμένει. Η αντιμετώπιση των αμερικανικών πιέσεων με την οικονομική παρακαμπτήριο του αγωγού απέτυχε και απέμεναν μόνο τα πολιτικά-στρατιωτικά μέσα.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι η βασική αιτία του πολέμου ήταν οικονομική, αλλά αντίθετα ότι οι οικονομικοί στόχοι και σχεδιασμοί αποτελούν τμήμα και απαραίτητα στηρίγματα του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού. Αυτό έγινε ακόμη πιο καθαρό ύστερα από το ξέσπασμα του πολέμου. Ίσως η πιο ισχυρή απόδειξη ότι αυτός είναι ιμπεριαλιστικός είναι ότι εξαντλήθηκε η χρήση των οικονομικών μέσων και από τις δύο πλευρές. Εκ μέρους της Δύσης χρησιμοποιήθηκαν «πολεμικά» οικονομικά μέσα κατά της Ρωσίας, μέχρι το όριο της πρόκλησης σοβαρών συνεπειών για τις ίδιες τις δυτικές οικονομίες, έστω κι αν δεν ήταν στον αρχικό σχεδιασμό: Αύξηση τιμών προϊόντων ενέργειας, εκτίναξη πληθωρισμού και οικονομική επιβράδυνση-στασιμότητα-ύφεση στη Δύση, κυρίως όμως υπονόμευση της «παγκοσμιοποίησης».
Απόδειξη του ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα είναι επίσης ότι από την άλλη πλευρά δεν βρέθηκε μια απομονωμένη Ρωσία. Ο πόλεμος ξέσπασε σε συνθήκες που είχε πλέον ωριμάσει η κρίση ηγεμονίας στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, με τις ανερχόμενες νέες δυνάμεις (Κίνα και μπλοκ των BRICS) να αμφισβητούν την πρωτοκαθεδρία ΗΠΑ και Δύσης και το δικαίωμά τους να αξιοποιούν το δολάριο και τη χρηματοοικονομική τους υπεροχή για να ασκούν τιμωρητικές πολιτικές για χώρες που δεν ευθυγραμμίζονται με την πολιτική τους.
Έτσι, ούτε η Ουκρανία ούτε η (πολύ ισχυρότερή της) Ρωσία ήταν μόνες. Πίσω τους συντάχθηκαν, τόσο στη στρατιωτική όσο και στην οικονομική αντιπαράθεση, ευρύτερες δυνάμεις. Η Ρωσία άντεξε στον οικονομικό πόλεμο της Δύσης. Αυτό όμως δεν κατέστη δυνατό μόνο χάρη στον αναπόφευκτο αναπροσανατολισμό των διεθνών της σχέσεων —
απαιτήθηκε και μια αποφασιστική μετατόπιση προς την πολεμική οικονομία.
Έτσι, οι στρατιωτικές δαπάνες της Ρωσίας θα αγγίξουν το τρομακτικό 40% των κρατικών δαπανών το 2024, όπως αναφέρεται σε έκθεση του ΔΝΤ. Εκεί αναθεωρούνται προς τα πάνω οι προβλέψεις για τον ρυθμό ανάπτυξης της ρωσικής οικονομίας σε 2,6%, από 1,1%, ενώ η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, διαπίστωσε ισχυρές τάσεις επιστροφής των καταναλωτικών προτύπων στην περίοδο πριν την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Επίσης, οι εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου από την Κίνα αυξήθηκαν από περίπου 800 εκατ. βαρέλια ημερησίως τον Δεκέμβριο του 2021 σε σχεδόν 1,3 δισ. τον Απρίλιο του 2023. Οι αντίστοιχες ινδικές ήταν σχεδόν μηδενικές τον Απρίλιο του 2022 και έφτασαν σχεδόν στα 1,9 δισ. βαρέλια ένα χρόνο αργότερα.
Δίπλα σε αυτά, ωστόσο, υπάρχουν τα τεράστια κόστη του πολέμου: Πάνω από 300 δισ. δολάρια ρωσικά περιουσιακά στοιχεία που ήταν κατατεθειμένα σε δυτικές τράπεζες έχουν δεσμευτεί, με άγνωστη την τελική τύχη τους. Η χρηματοδότηση του πολέμου έχει απαιτήσει ήδη πάνω από 200 δισ. δολάρια. Άλλα 10 δισ. χάθηκαν από ακυρώσεις ή «πάγωμα» πωλήσεων οπλικών συστημάτων σε χώρες δυτικής επιρροής. Απομένει να συνεκτιμηθεί το ανθρώπινο (εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες νεκροί ή τραυματίες) και το κοινωνικοπολιτικό (περαιτέρω αυταρχοποίηση του ρωσικού καθεστώτος και ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης) κόστος.