Βασίλης Τσιράκης
Ο σπουδαίος Φινλανδός δημιουργός Άκι Καουρισμάκι επιστρέφει στον κόσμο του προλεταριάτου, σε μια γλυκόπικρη ιστορία αγάπης και συντροφικότητας.
Ο Χολάπα, εργάτης στις κατασκευές, απολύεται επειδή συλλαμβάνεται να πίνει κατά την διάρκεια της δουλειάς. Η Άνσα, υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ, απολύεται επίσης γιατί δίνει τα ληγμένα τρόφιμα της ημέρας σε έναν άστεγο. Οι δυο τους θα συναντηθούν σε ένα συνοικιακό μπαρ, όπου η Άνσα θα προσκαλέσει τον Χολάπα για φαγητό, όμως αυτός δεν θα πάει ποτέ στο γεύμα γιατί θα χάσει το χαρτάκι με το τηλέφωνό της και μηn γνωρίζοντας τη διεύθυνσή της θα προσπαθήσει να την ξανασυναντήσει. Η υπόθεση της ταινίας κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα ανάλαφρο love story, όμως ο Καουρισμάκι με αφορμή την απλή αυτή ερωτική ιστορία περνά με μαεστρία από το μερικό στο γενικό, από το ειδικό στο καθολικό, χαρακτηριστικό στοιχείο όλων των μεγάλων έργων τέχνης.
Η μαεστρία του έγκειται πρώτα απ’ όλα στη «φιλοσοφία» της σκηνοθεσίας του. Στα Πεσμένα φύλλα, (Kuolleet lehdet), τα πράγματα δεν λέγονται, αλλά δείχνονται. Υπηρετώντας με συνέπεια την εκφραστική λιτότητα, ο Καουρισμάκι επιλέγει τους χαμηλούς τόνους, τον αργό σχετικά ρυθμό και τον μινιμαλισμό. Παράλληλα, αποφεύγοντας τα κουραστικά πλάνα σεκάνς και επιλέγοντας αρκετά κοντινά, η σκηνοθεσία ακροβατεί μεταξύ ενός ιδιόμορφου ποιητικού ρεαλισμού και του νατουραλισμού του σύγχρονου αγγλικού σινεμά. Η δράση απλουστευτική, συμβολική και σε αρκετές περιπτώσεις μη αληθοφανής, αποστασιοποιεί τον θεατή τόσο από την πλοκή όσο και από την εμβάθυνση στους χαρακτήρες, δίνοντας το βάρος στην υφολογική προσέγγιση του θέματος. Τα αργά πλάνα, η φειδωλή κίνηση της κάμερας, τα δειλά βλέμματα, οι χαμηλότονες φράσεις, οι αμήχανες σιωπές, οι μηχανικές κινήσεις, οι διακριτικές χειρονομίες, όλα μοιάζουν με ανορθογραφίες της σύγχρονης κινηματογραφικής βιομηχανίας.
Η ταινία φωτίζει τις συνθήκες εργασίας της σύγχρονης-αόρατης εργατικής τάξης
Όμως ο Καουρισμάκι δεν μένει μόνο εκεί. Συνεχίζοντας την τριλογία του προλεταριάτου (Σκιές στον Παράδεισο, Άριελ, Η γυναίκα με τα σπίρτα), διεισδύει στα υπόγεια του αναπτυγμένου καπιταλισμού, βγάζοντας στο φως τις συνθήκες εργασίας της σύγχρονης-αόρατης εργατικής τάξης. Δείχνοντας μας εικόνες με εργάτες που ζουν σε κοντέινερς, που εργάζονται με εξαντλητικά ωράρια και τον συνεχή φόβο της απόλυσης, μας υπενθυμίζει πως η ταξική πάλη συνεχίζεται, ενώ παράλληλα παίρνει θέση στο σήμερα παρουσιάζοντάς μας τις μονόπλευρες ειδήσεις του φιλανδικού ραδιοφώνου για τον πόλεμο της Ουκρανίας. Να σημειώσουμε εδώ πως ο Καουρισμάκι –που πριν διακριθεί ως σκηνοθέτης είχε εργαστεί και ως οικοδόμος– είχε μποϊκοτάρει τη φιέστα των Όσκαρ σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον πόλεμο στο Ιράκ.
Οι ηθοποιοί της ταινίας «είναι», δεν «παίζουν». Είναι περισσότερο σύμβολα παρά χαρακτήρες, ενώ τα σκηνικά ρεαλιστικά, προσεγμένα και στην παραμικρή λεπτομέρεια, σε συνδυασμό με την ατμοσφαιρική φωτογραφία, έχουν τον δικό τους λόγο δίνοντας μας έντονα πολύχρωμα πλάνα όπου κυριαρχούν τα βασικά χρώματα.
Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με τα πολλά όμορφα ρετρό τραγούδια, δίνουν ένα αποτέλεσμα λιτό, αλλά ουσιαστικό, γλυκόπικρο αλλά συνοδευόμενο από ζεστό χιούμορ που δεν εκβιάζει το γέλιο, προκαλώντας μας συναισθήματα χωρίς μελοδραματισμούς και ταυτίσεις. Έχει ειπωθεί πως ο υπαινιγμός και η ειρωνεία είναι βασικά εργαλεία της τέχνης και στα Πεσμένα φύλλα ο Καουρισμάκι μας παρουσιάζει ένα γυμνό από φτιασιδώματα και φιοριτούρες κινηματογράφο, κλείνοντας αυτή τη φορά ειρωνικά το μάτι και στους παραγωγούς της σύγχρονης κινηματογραφικής βιομηχανίας.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (9.12.23)