Απόστολος Αποστόλου*
Από τότε που ο Γκαίτε συνάντησε τον Ναπολέοντα στην Ερφούρτη την πρωτεύουσα της Θουριγγίας και ο Γκαίτε έθεσε το ερώτημα στον Ναπολέοντα τι είναι πολιτική απαντώντας εκείνος ότι πολιτική είναι η ίδια η εποχή μας, αλλά και από τότε που ο Τόμας Μαν μας έλεγε ότι όλα είναι πολιτική, έχουν περάσει πολλά χρόνια που συνεχίζουμε ωστόσο να συζητούμε και πάλι για το τι είναι πολιτική.
Πέρασε επίσης καιρός από τότε που ο ιταλικός εργατισμός, υποστήριζε ότι η άρνηση της εργασίας αποτελεί το «βασικό νόμο όλων των κοινωνικών δυναμικών» και επιπλέον αποτελεί τη «μόνη πρόοδο». Από το 1989, όταν ο Σέρτζιο Μπολόνια ξεκίνησε να αναφέρεται στο έργο του Γκράμσι Αμερικανισμός και Φορντισμός ουσιαστικά ασκήθηκε μια κριτική στον ηγεμονισμό της κοινωνίας και του συστήματος. Παράλληλα όμως τέθηκε και ένα άλλο ζήτημα κατά πόσο ο πολιτισμός διαδραματίζει συγκεκριμένο ρόλο, ιδιαίτερα στην καπιταλιστική κοινωνία. Η έννοια της «άρνησης» στο κυρίαρχο αισθητικο-πολιτικό μοντέλο είναι εκείνη που μπορεί να απελευθερώσει τον πολιτισμό και την τέχνη από την εμπορευματοποίηση τους, έλεγε ο ιταλικός εργατισμός. Και γι’ αυτό ο ιταλικός εργατισμός έθετε πρακτικές άρνησης. Οι πρακτικές άρνησης, αφενός ήθελαν να ξεπεράσουν τον κόσμο της μισθωτής εργασίας που δημιουργούσε ομογενοποιήσεις, και αφετέρου τους διαφημιστές της κατανάλωσης, οι οποίοι κατασκεύαζαν έννοιες, αλλά και μοντέλα συμπεριφοράς πολιτιστικών προτύπων. Μοντέλα τα οποία διεγείρουν τον χρήστη να δράσει μέσα σε μια αρθρωτή πραγματικότητα. Δηλαδή σ’ ένα σύστημα αναφοράς του οποίου η καταναλωτική διαδικασία είναι ήδη εγγυημένη αλλά και πλήρως ελεγχόμενη. Και παράλληλα να υπάρχει μια ανάπτυξη, η οποία θα είναι προγραμματισμένη να τηρεί τις δεσμεύσεις της, αυξάνοντας όμως και τις ανισότητες.
Πως όμως μπορεί να λειτουργήσει σήμερα η έννοια της «άρνησης» του ιταλικού εργατισμού, στο πλαίσιο μιας «χρηματοδοτούμενης κοινωνίας» (όπως είναι σήμερα η δική μας εποχή) η οποία αν τυχόν και εξουδετερωθεί η χρηματοδότηση σήμαινε ότι ταυτοχρόνως εξουδετερώνεται και το κεφάλαιο; Σε μια εποχή μάλιστα, όπου η πρωτοπορία και η επανάσταση έχουν εξαντλήσει τη δύναμή τους, αφήνοντας χώρο στην ηλεκτρονική και ψηφιακή τεχνολογία να καταστεί ως η μόνη ρεφορμιστική κουλτούρα. Εξάλλου δημοκρατία σήμερα σημαίνει να ζεις σε μια υπολογιστική προσομοίωση.
Και όλα αυτά σ’ έναν κόσμο που φεύγει με μεγάλες ταχύτητες προς μια ψηφιακή εξουσία και στην κατασκευή ενός αλγόριθμου της ελευθερίας. Η ανάγκη για κριτική, ρήξη και απόρριψη, σύμφωνα με τον ιταλικό εργατισμό, γίνεται προϋπόθεση όχι μόνο για την πολιτική, αλλά και για την αισθητική, η οποία και εκείνη (η αιθητική) έχει ενσωματωθεί πλήρως μέσα στις τεχνολογίες που είναι κατεχόμενες από εξουσιαστικούς μηχανισμούς.
Υπό αυτές τις νέες συνθήκες, πολλά μας ωθούν να ξαναδούμε την έννοια της «άρνησης» του ιταλικού εργατισμού και να την επαναπροσδιορίσουμε στα νέα μας δεδομένα. Η έννοια της «άρνησης» αποτελεί ρήξη, κριτική και μάχη στην καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας, αλλά είναι και μια μορφή ατομικής έκφρασης. Ας μη ξεχνάμε ότι το εργατικό κίνημα λειτούργησε με αποφασιστικότητα επειδή η εργατική απεργία εκλαμβανόταν ως άρνηση, ως μη κίνηση, ως ριζοσπαστική μορφή αδράνειας. Το κεφάλαιο όμως έχοντας ζήσει την εμπειρία εκείνης της άρνησης ως μορφή αγώνα από το παρελθόν, προσπαθεί να σπρώξει τις συνθήκες προς έναν κοινωνικό-πολιτικό «φονξιοναλιστικό» αυτοματισμό, όπου όλα θα λειτουργούν χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση μέσα από αλγόριθμους με αυστηρά καθορισμένα και εκτελέσιμα μοντέλα ενός πεπερασμένου χρόνου, που στοχεύουν στην επίλυση των προβλημάτων.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι η ανθρωπολογία της άρνησης των εργαζομένων (όπως υποστηρίζει ο ιταλικός εργατισμός), παραμένει ανθρωπολογία της εργασίας, καθώς εμπεριέχει τον σεβασμό της εργατικής δύναμης και της διεκδίκησης. Εξάλλου ας μη ξεχνάμε ότι η δράση της άρνησης είναι ανοικτή σε οποιαδήποτε ανθρωπολογία και σε όλες τις δεοντολογίες. Τι επιφέρει όμως η έννοια της «άρνησης»; Σαφώς και επιφέρει τροποποιήσεις ή αποδυναμώσεις θεμελίων της εργασίας, αλλά και την αλλαγή της παραγωγικής ταυτότητας. Στο σημείο αυτό όμως διακυβεύεται η ίδια η ανθρωπολογία της νεωτερικότητας, δηλαδή το άτομο, η ελευθερία, η καθολικότητα και ο συνδυασμός τους.
Και ως εκ τούτου απαιτείται να γίνουν θυσίες σε συνήθειες και σε κυρίαρχα μοντέλα ζωής.
*Καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας