Με μια μεστή και φορτισμένη δήλωση στα μέσα της εβδομάδας ο Τζέιμι Βάρντι μας ενημέρωσε πως στο τέλος της τρέχουσας σεζόν θα αποχωρήσει από τη Λέστερ, βάζοντας τέλος σε ένα από τα πιο απίστευτα ποδοσφαιρικά παραμύθια των τελευταίων δεκαετιών. Γέννημα θρέμμα της αγγλικής εργατικής τάξης, θα ξεκινήσει να παίζει μπάλα σε πολύ μικρή ηλικία, φτάνοντας από τα “χωράφια” των ερασιτεχνικών στην κορυφή της Αγγλίας, κουβαλώντας μαζί του όλη την αυθεντική «αλητεία» και το πάθος της τάξης για την οποία ο Μαρξ έγραψε το Μανιφέστο. Πριν γίνει ο ήρωας της Πρέμιερ Λιγκ, ο Βάρντι ήταν οικοδόμος και έπαιζε ερασιτεχνικά στη Στόκσμπριτζ.
Με μόλις 30 λίρες την εβδομάδα και ένα ηλεκτρονικό βραχιόλι επιτήρησης στο πόδι λόγω παλιών μπελάδων, κανείς δεν περίμενε πως αυτό το εργατόπαιδο θα σκόραρε απέναντι σε μεγαθήρια του νησιού και θα έσπαγε όλα τα ρεκόρ. Ένας παίκτης που δεν γεννήθηκε στα γηπεδικά σαλόνια, αλλά τα κατέκτησε με μπότες γεμάτες λάσπη και μια καρδιά που χτυπούσε μόνο για το γήπεδο. Η ιστορία του είναι ένα «χαστούκι» στο κατεστημένο. Ο Βάρντι δεν ήταν ποτέ το «καλό παιδί» της Πρέμιερ Λιγκ. Με το κλασικό ατίθασο βλέμμα και το μαλλί που θυμίζει περισσότερο ταινίες του Γκάι Ρίτσι, έγινε σύμβολο μιας ποδοσφαιρικής αυθεντικότητας που σπανίζει. Η κατάκτηση του πρωταθλήματος το 2016 δεν ήταν απλώς θαύμα· ήταν δικαίωση. Για εκείνον, μα και για κάθε πιτσιρικά που τον βλέπει και λέει «γίνεται». Σήμερα, αποχαιρετά όχι σαν σταρ, αλλά σαν φίλος! Σαν τύπος της διπλανής πόρτας που έζησε το όνειρο και δεν ξέχασε ποτέ από πού ξεκίνησε. Ο Βάρντι δεν φεύγει. Θα βρίσκεται πάντα εκεί που το ποδόσφαιρο είναι ακόμα αληθινό.
Χριστόφορος Καψάλης