Τα «παθήματα» είναι το βασικό υλικό της ποιητικής συλλογής του Κίμωνα Ρηγόπουλου. Η «λύπη» είναι το κλειδί που τα ξεκλειδώνει. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί την εισήγηση της φιλολόγου και συγγραφέα Αιμιλίας Καραλή στην παρουσίαση της συλλογής στο Gustav Athens
Εξηντατρία ποιήματα αποτελούν την έβδομη ποιητική συλλογή του Κίμωνα Ρηγόπουλου (εκδόσεις ΚΨΜ). Δώδεκα από αυτά τα ονομάζει επιγραφές και είναι ολιγόστιχα επιγράμματα (2-5 στίχων). Όπως η επιγραμματική ποίηση που ήταν προορισμένη να χαράσσεται και να σημαίνει δρόμους και γεγονότα, μνήμες και πάθη ανθρώπων έτσι και οι «επιγραφές» της συλλογής. Θυμίζουν έκτυπα ανάγλυφα που «σημαίνουν» με πυκνότητα τα θέματα και τον λογοτεχνικό τρόπο του Κ. Ρηγόπουλου. Κάτι σαν τις Ερμές, τους οδοδείκτες αλλά τάματα σε κοινή θέα των αρχαίων που πάνω τους γράφονταν ονόματα δρόμων, αφιερώσεις και γνωμικά. Ποιοι είναι οι δρόμοι και τα τάματα του ποιητή; Ο έρωτας και η φθορά του, η ελπίδα και η απελπισία, η αθωότητα και η πονηριά, η εμπιστοσύνη και ο καιροσκοπισμός, η ανυπότακτη και ισοπεδωτική σκέψη, η τόλμη και ο φόβος, το πείσμα και η παραίτηση αποτελούν τα δίπολα που τα διαπερνούν. Κυρίαρχος τόπος αναφοράς είναι η ποιητική τέχνη, η σχέση του ποιητή με αυτήν ως ζωογόνος τρόπος ύπαρξής του.
«Ό,τι μπόρεσα να πάθω» επιγράφεται η συλλογή και ένα από τα ποιήματα που την απαρτίζουν. Τα «παθήματα» είναι το βασικό υλικό τους. Η «λύπη» είναι το κλειδί που τα ξεκλειδώνει και ανοίγει μπροστά μας ένα μεγάλο και ποικίλο πεδίο αισθήσεων και συναισθημάτων, ανθρώπινων σχέσεων και ιδεών, στοχασμών και πράξεων, επιθυμιών και πραγματώσεων. Το ποίημα γίνεται ιερή πράξη «(Το μετόχι μιας μονής που δεν υπάρχει/ μια εκκλησιά χωρίς μητρόπολη») και οι λέξεις που το απαρτίζουν κάνουν αισθητή την «αλήθεια τους», παρά την «αστοχία υλικών». Δίνουν «νόημα» στη ζωή και τον «θάνατο» γιατί όπως αποτυπώνει ένας από τους πολλούς δεκαπεντασύλλαβους που βρίσκονται διάσπαρτοι στα ποιήματα «έγινε πόνος η γραφή και η γραφή γραφτό μου» («Ό,τι μπόρεσα να πάθω»).
Η ποίηση γίνεται «καταφύγιο», όχι «αυτό που φθονούμε», γιατί όπως δηλώνει ο αφηγητής «ντρέπομαι να μιλήσω αλλιώς/[…]/ εδώ η απελπισία αποκτά φωτογένεια», είναι το γήπεδο όπου θα «γυμνάσει τις λέξεις να κελαηδούν στην ερημιά» αλλά θα γίνει «ο άνθρωπος που έκανε τις λέξεις να σωπάσουν» («Έφηβος ντροπαλός, γέρος παράξενος»), όμως τα «ίχνη της σιωπής» είναι τα «ίχνη του ανθρώπου», «ανάμεσα στο βέλασμα και το ουρλιαχτό» («Ό,τι μπόρεσα να πάθω»).
Και αυτή η σιωπή μπορεί να οδηγήσει την ποίηση «να βγάλει τον σκασμό», να πάρει τα βουνά «για να μείνει η οργή ακατέργαστη/ τραχύ τραγούδι ο θυμός». Συναισθήματα βαθιά όταν ο νους και η ψυχή βλέπουν πως «ένα ασημένιο μενταγιόν έτρεχε να σωθεί/ κι ένας λαιμός με τατουάζ κύλαγε στον γκρεμό/ όλα τα έλιωνε το τραίνο καθώς έλιωνε» («Η ποίηση μπορεί να περιμένει» – Τέμπη 28.2.2023).
Το ποίημα λοιπόν λειτουργεί ως μεσολάβηση, ως ενδιάμεσος μεταξύ του ποιητή και της πραγματικότητας, του ποιητή και του εαυτού του, του ποιητή και του ποιήματος. Υπάρχουν στιγμές που αυτονομείται: «Τρέχει το ποίημα απελεύθερο/ απαλλαγμένο από τη βροντώδη δόξα του ποιητή». Μιλάει στον δημιουργό του: «Ζαλίστηκα αφεντικό, ζαλίστηκα» του λέει. «Μου υποσχέθηκες να κόψουμε δρόμο για την αθωότητα/ μα χάσαμε τον δρόμο με τόσα ζικ ζακ στην πονηριά./ Ίδιος ο μύλος που μας αλέθει/ άλλος μας καίει πυρετός/ γι’ αυτό δηλώνω με βαριά καρδιά: αγνώστου πατρός» («Αγνώστου πατρός»).
Όμως ο ίδιος ποιητής-αφηγητής γνωρίζει και γι’ αυτό προτρέπει τον εαυτό του να γράψει «απαλλαγμένος από τις συνταγές αθανασίας» («Μην το ξεχνάς ποτέ»), υποκλίνεται «μόνο στα πάθη τα μεγάλα» κι αφήνει «ανοιχτά τ’ αυτιά του στην απόγνωση» («Διαβολομαζώματα – ανεμοσκορπίσματα»). Μπορεί να ειρωνεύεται και τον εαυτό του: «Παριστάνω τον ποιητή/ ενώ είμαι ένας άνθρωπος που δεν του κολλάει ύπνος και / μουντζουρώνει χαρτιά το ξημέρωμα» («Το χιλιοειπωμένο»).
Γράφει όμως «Το λιμπρέτο των δύσκολων καιρών» μιλώντας «σε πρώτο πρόσωπο και ενικό αριθμό», εξορύσσοντας «από τη μελαγχολία του την ωραιότερη εκδοχή της», προσδοκώντας να στρώσει «χαλί περσικό για να περάσει περήφανη η ποίηση/ μια ποίηση βασιλική χωρίς βασιλιάδες» («Κατάσταση αναμονής»).
Αν και είναι κυρίαρχο το πρώτο ενικό, πολλά ποιήματα δομούνται στο πρώτο πληθυντικό. Εκφράζεται με αυτό ένα συλλογικό αίτημα ή ανάγκη: «Μια πίστη τοις μετρητοίς χρειαζόμαστε κι όχι επί πιστώσει» («Ημέρες χωρίς ρίγος»). Αποδίδεται μια υπαρξιακή κατάσταση: «Στα έγκατα του αβίωτου επιβιώνουμε/ στο σκαρίφημα μιας ιδέας που πνίγηκε στον λώρο της» («Στα έγκατα του αβίωτου»). Σκιαγραφείται ένα συλλογικό παρελθόν: «αντέξαμε… κρατήσαμε… ορκιστήκαμε… προσχωρήσαμε στην ευγένεια της αμφιβολίας» («Κράτος ακέραιο»). Κληροδοτείται μια πολύτιμη παρακαταθήκη: «Σας παραδίδουμε το κράτος της συγκίνησης ακέραιο/ αμόλυντο από των άσχετων τις άνομες βλέψεις» («Κράτος ακέραιο»). Δηλώνεται μια επιμονή και ένα πείσμα: «Εδώ θα μείνουμε και δεν πάμε πουθενά/ μέχρι και τη μεγάλη δικαίωση του είδους ή / μέχρι και τη Δευτέρα Απουσία της» («Μέχρι και τη Δευτέρα Απουσία»).
Συχνή είναι και η παρουσία του δεύτερου ρηματικού προσώπου, ως ένα είδος συνομιλίας με έναν «φίλο ακριβό» για να του απευθύνει ένα ερώτημα- παράπονο («Ήταν το πλάνο βιαστικό ή εσύ βιαζόσουν τόσο;») που μετατρέπεται σε πρόσκληση: «Αν δε σε φτάνει η φωνή μου/ έλα κι εσύ πιο κοντά να μοιράσουμε την απόσταση» («Αν δεν σε φτάνει η φωνή μου»). Άλλοτε φανερώνει μια απορία προς έναν ομότεχνο -«Πες μου Γεράσιμε/ μπορεί να γίνει αναδάσωση με τις ψυχές καμένες;»- που απαντάται αμέσως με βεβαιότητα και τρυφεράδα: «Γράφουμε ποιήματα και τα διαβάζουμε στο χαλασμένο ηχείο του φωταγωγού/ μαστορεύουμε το απούλητο κληρονομικό αγαπημένε Γεράσιμε (Λυκιαρδόπουλε)» («Τα μαστορέματα»).
Άλλες φορές γίνεται ο λόγος του παραμυθά που μας διηγείται τη στάση εκείνου του «γενναίου αφηγητή (που) ποτέ δεν τον μέθυσαν οι λέξεις που έβγαιναν από το στόμα του/ …(που) έδινε φωνή στα πράγματα όταν κινδύνευαν να τη χάσουν»· εκείνου που «κατάφερε κι άλλα πολλά μα …(το) πιο τρανό: να συγκινήσει δούλο χωρίς την έγκριση του αφεντικού του» («Δεν θα πάψει να χτυπάει η καρδιά»).
Μεταφέρει όμως και τη φωνή του «βασιλιά» που «βαρέθηκε να βασιλεύει από πλήξη» καθώς περιφρονητικά απευθύνεται στους υπηκόους του: «Ο δρόμος σας για την κόλαση ήταν στρωμένος με τις κακές μου προθέσεις». Και αν και βασιλιάς τους προτρέπει: «Επιτρέψτε στο μυαλό σας να δουλέψει και κάποια στιγμή ίσως να καταλάβετε/ αλλιώς θα παραμείνετε οι αιωνίως υπήκοοι και χωρίς βασιλιά/ διψώντες για κνούτο, πεινώντες για μαστίγιο» («Ο βασιλιάς βαρέθηκε να βασιλεύει»).
Γίνεται και προστακτική οργή για όλους τους κενολόγους που βολεύονται στον ατομικό τους μικρόκοσμο και στην παραίτηση: «Βγάλε επιτέλους των σκασμό/ σπουδαιολόγε της συμφοράς/ νυσταλεολόγε της δεκάρας/…τεντώσου στην ιδιωτική σου λιακάδα/…λες και γεννήθηκες με λευκή σημαία» («Ένας κόσμος στα δύο»).
Κάθε στίχος μετατρέπεται σε όχημα που επιτίθεται στην αδιαφορία, στην αλαζονεία, στη λησμονιά.
Όλη η κλίμακα των συναισθημάτων και των σκέψεων του ποιητή αισθητοποιείται στη συλλογή με πλήθος εκφραστικών τρόπων και δυναμώνουν τον λυρισμό της: τα οξύμωρα σχήματα («Η ανθοφορία της φθοράς», «η αμείλικτη τρυφερότητα», «θα μείνεις αθάνατη με την ευθανασία μου»), οι απροσδόκητες συναντήσεις λέξεων («μια λέξη τσίμπησε τον ύπνο μου», «όπερ έδει λήξαι», «δεν είναι τρέξε γέλασε»), οι προσωποποιήσεις αφηρημένων εννοιών («ο φόβος μηχανεύεται», «η δεύτερη σκέψη της αθωότητας»), η ειρωνεία («ήμουνα pet και γέρασα»), τα ανανταπόδοτα («αν μπορούσες να παραβλέψεις…αν μπορούσες να νιώσεις… αν με άφηνες…αν παράβλεπες…όλα αυτά που δεν έχουν σημασία όταν μου δίνεις σημασία»).
Ο Κίμωνας Ρηγόπουλος σε αυτά του τα ποιήματα μετράει και αναμετριέται με τον χρόνο, τη φθορά αλλά και τα κέρδη τους. Θυμάται, αναπολεί, νοσταλγεί, φαντάζεται και φαντασιώνεται, αφομοιώνει την ανάμνηση στη μνήμη. Γράφει αποδελτιώνοντας τα προσωπικά και τον συλλογικά συμβάντα, τις ήττες που έχει υποστεί και τις νίκες που έχει κερδίσει δίνοντας μάχη με τις λέξεις που θα τις αποδώσουν. Έτσι αντιτάσσει τον γυμνό, λιτό και πλήρη λόγο στην φλυαρία. Υψώνει τον έρωτα και πικραίνεται με τη συνήθεια. Εικονοποιεί τη λύπη, της δίνει χρώματα, οσμή, ήχο και ρυθμό, απτότητα, γεύση. Την καθιστά αγαπημένο πρόσωπο της καθημερινότητας, απόσταγμα ζωής και καύσιμο της ποίησης. Κάθε στίχος μετατρέπεται σε όχημα που επιτίθεται στην αδιαφορία, στην αλαζονεία, στη λησμονιά.
Ο ποιητής βεβαιώνει, προτρέπει, προστάζει, αμφιβάλλει διεκδικώντας την ταπεινότητα, την ακεραιότητα, την αθωότητα, την ευγένεια, την ελπίδα.
Επιμένει πως:
Όσο τα ερωτήματα εκκρεμούν θα αντέχει η ποίηση
Αντέχει η επανάσταση που ανοίγει λογαριασμούς
Χωρίς να βιάζεται να τους κλείσει…
[…]
Μόνο ο πόνος αμέριστος δεν πιάνει σκουριά
Συντηρεί ανοξείδωτη και την ύλη της ποίησης
Στις εφόδους της αφασίας
Η οδύνη των στίχων ύστατο οχυρό.
(«Οι καλοί λογαριασμοί μένουν πάντα ανοιχτοί»)
Οι στίχοι του Κίμωνα Ρηγόπουλου είναι ένα ισχυρό οχυρό της σύγχρονης ποίησης.
Αιμιλία Καραλή