Αφιέρωμα: Η χούντα της 21ης Απριλίου και ο σύγχρονος φασισμός
Μάκης Γεωργιάδης
Χούντα 1967-1974
Τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια και υπό την επήρεια ακόμη των συγκλονιστικών γεγονότων αφενός της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και αφετέρου της τραγωδίας της Κύπρου, οι διάφοροι απολογητές και υμνητές της επταετίας περιθωριοποιήθηκαν γρήγορα. Υπό τη γενική κατακραυγή και τον άνεμο ενός πολυπόθητου εκδημοκρατισμού, οι υποστηρικτές του Γεώργιου Παπαδόπουλου και της χούντας εν γένει λούφαξαν στο παρασκήνιο. Δεν έπαψαν, φυσικά, να υπάρχουν. Ωστόσο, ως πολιτική αντίληψη και εκλογική συμπεριφορά, μετά την δικτατορία, ενσωματώθηκαν στα κοινοβουλευτικά κόμματα και κυρίως σε αυτό της ΝΔ. Στις πρώτες εκλογικές αναμετρήσεις της μεταπολίτευσης, τα φιλοχουντικά στοιχεία στεγάζονται πολιτικά σε διάφορα κόμματα, από το Κόμμα Προοδευτικών του πρωθυπουργού της χούντας Σπύρου Μαρκεζίνη ως την Εθνική Παράταξη, αλλά η επιρροή τους αποδεικνύεται ισχνή και θνησιγενής. Το 1984 ιδρύεται η Εθνική Πολιτική Ένωση από τον ίδιο τον έγκλειστο δικτάτορα και θα υπάρξει ως το 1996 ως η πιο αυθεντική κομματική στέγη των νοσταλγούντων την επταετία. Παρά το γεγονός ότι ο Γ. Παπαδόπουλος διαφώνησε με την κάθοδό της ΕΠΕΝ στις πρώτες ευρωεκλογές του 1984 και τα «έσπασε» με την τότε ηγεσία, το κόμμα υπό την προεδρία του Χρύσανθου Δημητριάδη κατάφερε να πάρει πάνω από 136.000 ψήφους και περίπου 1,2% του εκλογικού σώματος. Σταδιακά, η παρακμή και η απίσχναση του κόμματος καταλήγουν στις περίπου 6.500 ψήφους και την οριστική διάλυση του μετά τις εκλογές του 1996. Από την περίοδο εκείνη και πέρα ξεκινάει και σταδιακά κλιμακώνεται ένα φαινόμενο που σημαδεύει ακόμη και στις μέρες μας την πολιτική ζωή: η μυθοποίηση και η εξιδανίκευση της χούντας σε σημείο που στην τρέχουσα εποχή των κοινωνικών δικτύων και της ακατάσχετης διακίνησης πληροφορίας, φτάνει να θεωρηθεί από πολλούς ως και …mainstream! Με διάφορους τρόπους γιγαντώνεται η μυθολογία και η παραφιλολογία περί της… «εθνοσωτήριου» κι εντείνεται το ξέπλυμα και η εξιδανίκευση του καθεστώτος και των δικτατόρων!
Ποιος δεν έχει ακούσει εκφράσεις του τύπου: «Με τη χούντα έφαγε ο λαός ψωμάκι» ή ότι επί δικτατορίας δεν υπήρχε εξωτερικό χρέος και ελλείμματα; Ότι «υπήρχε ανάπτυξη και κοιμόμασταν με τα παράθυρα ανοιχτά» και φυσικά, το αποκορύφωμα, πως οι συνταγματάρχες ήταν ταπεινοί και… αδιάφθοροι! Μια λιτή και περιεκτική όσο και περιπαικτική απάντηση θα ήταν ότι για τους υμνητές της δικτατορίας ισχύει το γνωμικό πως: «Εάν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα». Δεκάδες νέων μελετών και βιβλιογραφίας των τελευταίων ετών έρχονται να αποδείξουν πως όλα τα επιχειρήματα υπεράσπισης της «εθνοσωτήριου» ιλαροτραγωδίας ανήκουν στη σφαίρα της μυθοπλασίας. Ας μιλήσουμε με ορισμένα συγκεκριμένα στοιχεία.
Στο οικονομικό επίπεδο, η Ελλάδα αποτελούσε μια κατά βάση αγροτική χώρα με χαμηλότερη καπιταλιστική ανάπτυξη. Ο αγροτικός πληθυσμός το 1968 έφτανε στο 52% του συνόλου και φυσικά στον πρωτογενή τομέα απασχολούνταν το μεγαλύτερο μέρος του ενεργού οικονομικά πληθυσμού. Η εκβιομηχάνιση υστερούσε σημαντικά και ο αγροτικός τομέας υπέφερε από σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα. Παρά το γεγονός ότι σε αντίστοιχου οικονομικού επιπέδου με την Ελλάδα χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία και δευτερευόντως η Ιταλία, τα μεταναστευτικά κύματα προς την ανεπτυγμένη δυτική και κεντρική Ευρώπη είχαν σχεδόν εκμηδενιστεί, η Ελλάδα αιμορραγούσε. Περισσότεροι από μισό εκατομμύριο άνθρωποι μετανάστευσαν μεταξύ 1968 και 1972. Αποτέλεσμα της εκτεταμένης μετανάστευσης, τόσο εξωτερικής όσο και εσωτερικής, ήταν φυσικά ο περιορισμός της ανεργίας. Το γεγονός ότι αυτή η διαδικασία είχε συμβάλει στη μείωση των ποσοστών ανεργίας, το παραδέχεται ως και ο ΣΕΒ στο ετήσιο οικονομικό δελτίο του 1973 όπου την αναγνώριζε ως βασικό παράγοντα ενώ δευτερευόντως αναφέρεται στην αύξηση της εγχώριας απασχόλησης. Κυρίως λόγω της έκρηξης στον κατασκευαστικό κλάδο και στις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες οι οποίες μοιράστηκαν ως φιλέτο επενδύσεων σε ημετέρους επιχειρηματίες, στενούς συμμάχους της χούντας. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η επιδότηση της δημιουργίας και της επέκτασης επιχειρήσεων όπως η ΠΕΣΙΝΕ, τα ναυπηγεία του Ανδρεάδη, τα διυλιστήρια Λάτση και Βαρδινογιάννη, γινόταν μέσω άφθονου τραπεζικού δανεισμού με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου η οποία έφτανε ή και ξεπερνούσε το 90%. Φυσικά, θαλασσοδάνεια και χαριστικές συμβάσεις δόθηκαν και σε μικρότερους επιχειρηματίες.
Σε βάθος επταετίας όλες οι οικονομικές λαθροχειρίες είχαν ως αποτέλεσμα αφενός την εκτόξευση του δανεισμού και του εξωτερικού χρέους στα 114 δισεκατομμύρια δραχμές! Καλή επίδοση, αν σκεφτεί κανείς πως όταν ανέλαβαν οι συνταγματάρχες το χρέος ανερχόταν στα 38,7 δισ. Σχεδόν τριπλασιάστηκε το χρέος, ενώ το εμπορικό έλλειμμα αυξήθηκε κατά πέντε φορές! Ήτοι από τα 3,5 δισ. του 1967 έφτασε τον Ιανουάριο του 1973 τα 16 δισ. Το Βήμα της 20ης Οκτωβρίου 1973 (μόνο ελεγχόμενες και φιλικές προς την κυβέρνηση εφημερίδες κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή), έγραφε πως στην εξαετία των συνταγματαρχών το εξωτερικό χρέος είχε αυξηθεί τόσο όσο από την αρχή της ύπαρξης του ελληνικού κράτους το 1830! Σε έξι χρόνια οι χουντικοί έκαναν το χρέος μιάμιση φορά μεγαλύτερο απ’ ότι υπήρξε σε 145 χρόνια! Θα μπορούσε να το πει κανείς και θαύμα! Φυσικά, είναι επίσης αλήθεια ότι ως ποσοστό του ΑΕΠ τα 114 δισ. δεν ξεπερνούσαν το 30%. Ωστόσο μιλάμε για μια εντελώς διαφορετική οικονομική και γεωπολιτική κατάσταση συνολικά στο δυτικό στρατόπεδο, όπου ακόμη δεν είχαν ωριμάσει οι ολοκληρώσεις και οι χρηματοπιστωτικές επεκτάσεις που μπήκαν στη ζωή μας αρκετές δεκαετίες μετά. Συνεπώς ακόμη και αυτό το ποσοστό χρέους αποτελούσε σημαντικό ζήτημα, το οποίο φυσικά δεν αντιμετωπίστηκε ούτε από τις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις.
Αντίστοιχη επιδείνωση σημείωσε και το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου το οποίο η χούντα παρέλαβε στα 745 εκατομμύρια δολάρια για να το παραδώσει στα 2,6 δισ. με την πτώση της. Σχεδόν τέσσερις φορές πάνω δηλαδή. Παράλληλα αυξήθηκε ο κρατικός δανεισμός σε δολάρια και εκτινάχθηκε το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Από το μέσο πλεόνασμα των 14 εκατομμυρίων δολαρίων την εξαετία 1960-1966 περάσαμε σε μέσο έλλειμμα 117 εκατομμυρίων δολαρίων ή αλλιώς σε οκταπλασιασμό του. Θα μπορούσε να παραθέτει κανείς ολόκληρες σελίδες με στοιχεία και αριθμούς. Ωστόσο, αξίζει επιγραμματικά να αναφέρουμε πως παρά το ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον, ειδικά μέχρι το ξέσπασμα της πετρελαϊκής κρίσης του 1973, οι ρυθμοί ανάπτυξης υπολείπονταν πολύ των προβλέψεων, ενώ και οι επιδόσεις σημαντικών βιομηχανικών κλάδων αιχμής έπεσαν σε πολλές περιπτώσεις στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του ΄60.
Χαρακτηριστικότερο όλων είναι το παράδειγμα του αγροτικού τομέα. Οι αρχικές προβλέψεις για μέση ανάπτυξη στο 5,2% περιορίστηκαν στο 1,8%. Ο αγροτικός πληθυσμός μειώθηκε, το ίδιο και το διαθέσιμο εισόδημα καθώς υποχώρησαν σημαντικά οι εξαγωγές οι οποίες αποτελούσαν το 63% των συνολικών εξαγωγών της χώρας. Έτσι οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων μειώθηκαν στο 48%, σημειώνοντας μείωση κατά 15 εκατοστιαίες μονάδες, και το αγροτικό εισόδημα από το 55% του μέσου εθνικού εισοδήματος έπεσε στο 43%. Η χούντα προχώρησε το 1968 σε πελατειακού χαρακτήρα διαγραφή των αγροτικών χρεών, σε μια προσπάθεια δημιουργίας λαϊκού ερείσματος. Στην πράξη όμως η πολιτική της οδήγησε σε πλήρη αποδιάρθρωση.
Τα πράγματα βεβαίως δεν ήταν καλύτερα για τον κόσμο της μισθωτής εργασίας και τους κατοίκους των πόλεων. Σε αντίθεση με το μεγάλο κεφάλαιο, το οποίο τετραπλασίασε τα κέρδη του σε σχέση με την προδικτατορική περίοδο, από 1,1 στα 4,1 δισεκατομμύρια δραχμές, το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα μισθωτών και συνταξιούχων το 1974 έπεσε στα επίπεδα του 1965. Σε αυτό συνέβαλε ο πληθωρισμός, ο οποίος έτρεχε κατά μέσο όρο με 8% ετησίως, ενώ με το ξέσπασμα της πετρελαϊκής κρίσης το 1973 ανέβηκε στο 15,6%, για να σκαρφαλώσει στο 26% το 1974. Οι αυξήσεις των μισθών δεν ξεπέρασαν εκείνη την περίοδο το 10%, όταν ο τιμάριθμος στα βασικά καταναλωτικά αγαθά έτρεχε με πάνω από 21% με αποτέλεσμα την πραγματική ετήσια μείωση στα εισοδήματα κατά 12%. Παράλληλα οι καταθέσεις μειώθηκαν μέσα σε ένα μόλις χρόνο από 32 δισεκατομμύρια δραχμές το 1972 σε 19 δισεκατομμύρια δραχμές το 1973. Αυτά χωρίς να αναφερθούμε στις χαριστικές συμβάσεις, στις σκανδαλώδεις φοροαπαλλαγές για το κεφάλαιο από την μια και την ένταση της έμμεσης φορολογίας και του ξεζουμίσματος μισθωτών και μικρομεσαίων για χάρη των καπιταλιστών και των εφοπλιστών από την άλλη. Οι εφοπλιστές φορολογήθηκαν και τότε με μια …εθελοντική αντίληψη παρά το γεγονός ότι η χωρητικότητα των πλοίων τους στην επταετία αυξήθηκε περισσότερο από 16 εκατομμύρια τόνους.
Σύμφωνα με όλα τα μακροοικονομικά στοιχεία και τις επίσημες στατιστικές, το 1973 περισσότερο από το 25% του πληθυσμού ζούσε κάτω από τα όρια της φτώχειας. Πραγματικά, σπουδαίες επιδόσεις για ένα αιματοβαμμένο καθεστώς, το οποίο κατά τα άλλα… έφτιαξε και δρόμους και γεφύρια!
Ελλάς Ελλήνων… λωποδυτών!

Όπως σημειώσαμε εισαγωγικά, αλλά και από τα στοιχεία που παρατίθενται, η χούντα είχε χτίσει πελατειακές σχέσεις. Όχι μόνο με τους οικονομικά ισχυρούς, αλλά και με τμήματα του πληθυσμού. Υπό μια έννοια αυτές οι σχέσεις και πολύ περισσότερο οι αντιλήψεις, επιβίωσαν των δεκαετιών και αναφύονται με τη μορφή αυθαίρετων αναχρονισμών και λαθροχειριών, που φυσικά εκμεταλλεύονται τόσο την ιστορική άγνοια όσο και την έλλειψη άμεσων εμπειριών της περιόδου, ειδικότερα από τις νέες γενιές, όπως άλλωστε είναι φυσιολογικό. Δεν χρειάζεται λοιπόν να είναι κανείς οικονομολόγος για να αντιληφθεί ότι η εποχή της επταετίας δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τα τελευταία χρόνια του 20ου και το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα. Όπως φυσικά δεν χρειάζεται να είναι και κοινωνικός επιστήμονας ή διεθνολόγος για να αντιληφθεί τις τεκτονικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί σε όλα τα επίπεδα. Στο επίπεδο της οικονομίας είναι σχετικά εύκολο εξαιτίας συγκεκριμένων στοιχείων και σταθερών παραμέτρων να αποδημήσει κανείς το «οικονομικό θαύμα της… εθνοσωτηρίου».
Ωστόσο, και στο επίπεδο της προσωπικής συμπεριφοράς και της δήθεν λιτής και ενάρετης ζωής των συνταγματαρχών, είναι ουκ ολίγα τα στοιχεία που αποδεικνύουν το αντίθετο. Από τους νόμους που ψήφιζαν με την ισχύ μερικών ωρών, όπως για παράδειγμα ο νόμος για τα διαζύγια προκειμένου να παντρευτεί ο Γεώργιος Παπαδόπουλος τη Δέσποινα Γάσπαρη ή τα δικαστικά πραξικοπήματα για την αλλαγή ηγεσιών στη δικαιοσύνη και την ιεραρχία μέχρι τις αυθαίρετες βίλες και τη διασπάθιση δημοσίου χρήματος, οι συνταγματάρχες δεν θα μπορούσαν να έχουν καμία άλλη συμπεριφορά εκτός από αυτή ημιμαθών κρετίνων και υποχείριων ξένων δυνάμεων. Ο «αδιάφθορος» και λιτός Παπαδόπουλος διόριζε τα αδέρφια του ως υψηλόβαθμα στελέχη του δημοσίου, έκτιζε αυθαίρετες βίλες με πισίνες και ελικοδρόμια εντός του εθνικού δρυμού της Πάρνηθας και στο όρος Μπέλες για να θηρεύει… αγριογούρουνα! Ο ίδιος αύξησε… ελάχιστα την πρωθυπουργική αποζημίωση στις 55.000 δραχμές μηνιαίως την ώρα που ο μέσος μισθός εκείνης της περιόδου ήταν 3.500 δραχμές, ενώ καθιέρωσε και εκτός έδρας αποζημίωση για τον πρωθυπουργό και τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου, που ανερχόταν σε 1.000 και 750 δραχμές αντίστοιχα σε ημερήσια βάση! Το παράδειγμα νεποτισμού, διορισμού ημετέρων, φίλων και συγγενών και υπογραφής συμβάσεων με το δημόσιο συγγενικών τους προσώπων ακολούθησαν και αρκετά μέλη του υπουργικού συμβουλίου, όπως οι Στυλιανός Παττακός και Χρήστος Λαδάς. Πασίγνωστα έγιναν τα σκάνδαλα με τα κρέατα του Μπαλόπουλου και την διασπάθιση των χρημάτων για το περιβόητο «τάμα του έθνους», αλλά η ουσία είναι ότι η χώρα στέναζε σε όλα τα επίπεδα. Τα εργατικά θανατηφόρα δυστυχήματα αυξήθηκαν κατακόρυφα τα χρόνια της επταετίας. Η δημόσια υγεία ήταν ανύπαρκτη και οι κοινωνικές δαπάνες μετά την αρχική αύξηση των κονδυλίων ως ποσοστό του ΑΕΠ, χρόνο με το χρόνο κατέρρεαν. Η δημόσια εκπαίδευση υποβαθμίστηκε με την απόλυση χιλιάδων δασκάλων και το κλείσιμο εκατοντάδων σχολικών μονάδων. Ως αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών οι αναλφάβητοι και αγράμματοι αυξήθηκαν από 1,05 εκατομμύριο ανθρώπους το 1971 σε 1,5 εκατομμύριο το 1973. Αυτά είναι μερικά μόνο από τα κατορθώματα της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Το γεγονός ότι η αποδόμηση μιας ολόκληρης μυθολογίας είναι απαραίτητη μισό αιώνα και πλέον από τη πτώση της χούντας είναι μια παράμετρος που υπογραμμίζει πως με τον φασισμό και τον μιλιταρισμό δεν ξεμπερδεύει κανείς εύκολα και χρειάζεται πάλη στο διηνεκές. Δυστυχώς αυτό το αποδεικνύει και η διεθνής εμπειρία όλα αυτά τα χρόνια…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 18-20 Απριλίου