Μέλος της Εναλλακτικής Παρέμβασης Δικηγόρων, τέως δημοτικός σύμβουλος της Ανατρεπτικής Συμμαχίας για την Αθήνα
Τα αστικά δικαστήρια δεν κυνηγούν την Ακροδεξιά, αλλά πρόσωπα, με τις διώξεις να αποτελούν συχνά άλλοθι για συνολική αυστηροποίηση του νομοθετικού και δικαστικού πλαισίου, τονίζει στο Πριν ο Κ. Παπαδάκης, υπογραμμίζοντας παράλληλα πως είναι αδύνατο να απαλλάξει τον λαό, το κίνημα και την Αριστερά από οποιονδήποτε «μπαμπούλα».
Συνέντευξη στον Γιώργο Παυλόπουλο
Η Μελόνι πρωθυπουργός της Ιταλίας, ο (υπόδικος) Τραμπ πρόεδρος των ΗΠΑ και ο Μιλέι της Αργεντινής, η AfD ολοταχώς για πρώτο κόμμα στη Γερμανία και το RN ισχυρότερη δύναμη στη Γαλλία. Μήπως το ακροδεξιό ποτάμι δεν γυρίζει πίσω;
Αν η ερώτηση αναφέρεται σε ενδοσυστημικές πολιτικές λύσεις, φοβάμαι ότι η απάντηση είναι καταφατική. Η μακρόχρονη αδυναμία του καπιταλισμού να αντιμετωπίζει τις πολύπλευρες, αλληλοτροφοδοτούμενες και αυξανόμενες κρίσεις του καταργεί την πολυτέλεια των πολιτικών διαχωρισμών και επιστρατεύει εκείνες τις δυνάμεις που, έστω και από διαφορετικές οπτικές, εγγυώνται την κυριαρχία του και είναι και σχετικά αποδεκτές από το λαό. Όπως συμβαίνει με την Ακροδεξιά σε μια περίοδο ιδεολογικής και κυρίως πολιτικής κρίσης της Αριστεράς. Συνεπώς ναι, ήρθε για να μείνει.
Πάντως, η Λεπέν είναι πλέον καταδικασμένη, με «βραχιολάκι» και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Τελικά, μήπως – έστω και αργά – το πολιτικό και δικαστικό σύστημα της Ευρώπης ξύπνησε απέναντι στην απειλή της Ακροδεξιάς και του (νέο)φασισμού;
Οι καταδίκες και διώξεις πολιτικών δεν αποτελούν νέο φαινόμενο, ούτε ιδιαίτερη μεταχείριση στην ακροδεξιά, δεν αφορούν καν μόνο τη Λεπέν, αλλά και πολλούς άλλους (π.χ. Σαρκοζί, Κούρτς, Σαλβίνι). Είναι πολλά τα χρόνια που το δικαστικό σύστημα έχει ορθώσει ανάστημα απέναντι στην πολιτική εξουσία, έχει παρέμβει και έχει αναδιατάξει συσχετισμούς. Θυμίζω την «Επιχείρηση Καθαρά Χέρια» στην Ιταλία το 1991 (ωφελημένος από την πολιτική ισοπέδωση υπήρξε ο Μπερλουσκόνι) και παραλίγο στην Ελλάδα το 1989. Ενώ εισαγγελείς όπως οι Ντι Πιέτρο και Κένεθ Στάρ (ΗΠΑ) θέλησαν να διαδραματίσουν κεντρικό πολιτικό ρόλο. Πρώην δικαστικός είναι νομίζω και ο σημερινός γενικός γραμματέας της «Κομμουνιστικής – ο Θεός να την κάνει – Επανίδρυσης» στην Ιταλία!
Η Ακροδεξιά αντιμετωπίζεται με κάθε μέσο και πάντοτε με κύριο προσανατολισμό την κινηματική δράση, εντός και εκτός θεσμών
Στις «κάλπες και τους δρόμους» και «σε κάθε γειτονιά» ή στα δικαστήρια; Πώς αντιμετωπίζεται πιο αποτελεσματικά η απειλή; Πόσες ελπίδες μπορούμε να εναποθέσουμε στην αστική δικαιοσύνη για να γλιτώσουμε από τον «μπαμπούλα» της Ακροδεξιάς;
Παντού, αξιοποιώντας κάθε μέσο και πάντοτε με κύριο προσανατολισμό την κινηματική δράση, μέσα και έξω από τους θεσμούς. Από την αστική δικαιοσύνη απαιτούμε την νόμιμη αντιμετώπιση της εγκληματικότητας που στρέφεται ενάντια στην Αριστερά και στο κίνημα και την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών που έχουμε κατακτήσει. Δεν τους αναγνωρίζουμε κανένα πολιτικό ρόλο, ούτε και είναι δυνατόν να μας απαλλάξει από οποιονδήποτε «μπαμπούλα».
Γιατί, άραγε, να κυνηγήσουν την Ακροδεξιά, όταν αποδεικνύεται τόσο χρήσιμη στην εποχή του ρατσιστικού μίσους, των εθνικισμών και των πολέμων;
Δεν κυνηγούν την Ακροδεξιά συνολικά, αλλά τα πρόσωπα. Και σε κάθε περίπτωση, τα αντανακλαστικά της δικαστικής εξουσίας και η προσπάθειά της να αποκτήσει μεγαλύτερο μερίδιο στην κατανομή της συνολικής εξουσίας του ελέγχου της έννομης τάξης σε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας είναι κάτι που έχει την ιδιαίτερη σημασία του και πρέπει να συνεκτιμάται. Εξάλλου, οι διώξεις των υψηλών πολιτικών προσώπων πάντοτε αποτελούν άλλοθι για την αυστηροποίηση στους υπόλοιπους.
Πόσο πιθανό είναι οι δικαστικές διώξεις να αποδειχθούν μπούμερανγκ; Ο Τραμπ έκανε λόγο για «μακαρθισμό της Αριστεράς» και «κυνήγι μαγισσών» και τελικώς σάρωσε στις εκλογές. Γιατί να μη συμβεί το ίδιο και στην Ευρώπη;
Ασφαλώς οι δικαστικές διώξεις πολιτικών ηρωοποιούν και συσπειρώνουν χρεώνοντας τον αντίπαλο και, όταν συνδέονται κατάλληλα με τη λαϊκή δυσαρέσκεια, οδηγούν σε αυτά τα αποτελέσματα. Παντού μπορεί να συμβεί το ίδιο, αλλά είναι θέμα συσχετισμών. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και στην Αμερική και στην Ευρώπη όπως και στη χώρα μας, ο λαός είναι στο δρόμο μαζικά και αγωνιστικά αντιπαλεύει όπως μπορεί τις κυρίαρχες πολιτικές. Αλλά του λείπει πολιτική έκφραση και προοπτική και γι’ αυτό τον λόγο, ο αγώνας του δεν έχει κεντρικό αποτέλεσμα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η κοινωνία είναι «συντηρητικοποιημένη» ή «εκφασισμένη». Δεν είναι σωστό να της χρεώνουμε τη δική μας πολιτική αδυναμία.
Στην Ελλάδα, τα πάσης φύσης ακροδεξιά κόμματα φέρονται πλέον να συγκεντρώνουν αθροιστικά ποσοστό άνω του 20%. Προφανώς, δεν μπορούν να έχουν όλα την τύχη της εγκληματικής Χρυσής Αυγής. Άρα;
Χρειάζεται πάντα συγκεκριμένη ανάλυση κάθε συγκεκριμένης κατάστασης. Τα ποσοστά που αναφέρετε αφορούν τους ψήφους του 41% του εκλογικού σώματος – όσοι ήταν εκείνοι που ψήφισαν στις ευρωεκλογές. Η ποσοστιαία προσέγγιση είναι πάντα εσφαλμένη σε σχέση με την αριθμητική. Αν ανατρέξετε στην τελευταία, θα διαπιστώσετε ότι το άθροισμα των ψήφων Νέας Δημοκρατίας και Ακροδεξιάς στις ευρωεκλογές του 2024 είναι μικρότερο κατά 900.000 ψήφους από τις εκλογές που έγιναν τον Ιούνιο του 2023. Με άλλα λόγια, αυτοί που ψηφίζουν Δεξιά και Ακροδεξιά στη χώρα μας δεν είναι περισσότεροι από 2 στους 12 ανάμεσα στους ανθρώπους που συναντάμε στο δρόμο – 10 εκατομμύρια άνθρωποι δηλαδή πολύ απαρτίζουν το εκλογικό σώμα και άλλα 2 εκατομμύρια άνθρωποι που δεν έχουν δικαίωμα ψήφου, μετανάστες και ανήλικοι. Κυρίως όμως, η απειλή της Ακροδεξιάς κρίνεται από την εισχώρησή της στην κοινωνία, τα συνδικάτα, τα σχολεία, τις σχολές κλπ. Ο δείκτης αυτός χάρη στους αγώνες μας παραμένει σχεδόν ανύπαρκτος, τουλάχιστον σε σχέση με τις χώρες που αναφέρατε.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 12-13 Απριλίου 2025