Αιμιλία Καραλή
Υπάρχουν ρωγμές στον χρόνο που -παρά τις προσπάθειες παντοειδών αυλαρχών και αυλικών- οι ήχοι της μουσικής υψώνονται αντί να σιωπούν. Παράγουν ρυθμούς χαράς και λύπης, θλίψης και οργής, ήρεμους και άγριους. Δυναμώνουν ανάλογα με τον βαθμό της αδικίας.
To 1991 ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ολοκλήρωσε την ταινία του Το μετέωρο βήμα του πελαργού. Ένα έργο που ανάμεσα στα μεγάλα πολιτικά, κοινωνικά και υπαρξιακά θέματα που θίγει αναδεικνύει και αυτά του παραλογισμού των συνόρων ανάμεσα σε κράτη και ανθρώπους αλλά και της εξουσίας που τα χρησιμοποιεί και τα παγιώνει. Μια από τις κομβικές σκηνές της ταινίας είναι αυτή του λόγου ενός πολιτικού που οι συνάδελφοί του και τα ΜΜΕ περιμένουν με ανυπομονησία. Κι αυτός τους απογοητεύει καθώς ήταν λιγοστά αυτά που είπε από το περίβλεπτο βήμα της βουλής: «Πρέπει κάποτε να σιωπά κανείς για ν’ ακούει την μουσική πίσω από τον ήχο της βροχής».
Εξαφανίζεται από το προσκήνιο και ξαναβρίσκεται (;) αργότερα με τη μορφή του πρόσφυγα, του ξεριζωμένου και ξένου κάπου στα σύνορα προσδοκώντας κάποτε να φτάσει «σπίτι» του. Όταν ρωτήθηκε ο σκηνοθέτης για τη στάση του πρωταγωνιστή του είχε πει: «Η εξουσία πρέπει κάποτε να σιωπήσει για να μπορέσει να ακούσει τη μουσική που συντίθεται από τις αγωνίες των λαών.»
Η εξουσία όμως εξακολουθεί να εκλαμβάνει τον ήχο της φωνής της ως τον μοναδικό ήχο και να καταργεί εκούσια τ’ αφτιά της ή να προσποιείται τη βαρήκοη. Ακυρώνει και τα μάτια της. Ναρκισσεύεται με την εικόνα της και δεν «μπορεί» να δει τα ερείπια που καθημερινά προκαλεί. Ακόμη και αν τα βλέπει, χρησιμοποιεί τους κατάλληλους αυλικούς για να πείσει ότι φτιάχνει λαμπρά οικοδομήματα. Είναι αυτοί που εμπορεύονται τη γνώμη, τη γνώση και την ηθική τους και εξασκούνται σε ρητορείες για να καλλωπίσουν ακόμη και εγκλήματα. Αλλά ακόμη και οι πιο αποτελεσματικοί απ’ αυτούς θυμίζουν τον απόηχο του καβαφικού «Ας φρόντιζαν». Τυχοδιώκτες και αριβίστες προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε όποιον ηγεμόνα είναι κάθε φορά πρόσφορος προκειμένου «οι ταλαίπωροι να μπαλωθούν».
Εκείνο όμως που κυρίως επιδιώκουν είναι να σιγήσουν τη «μουσική». Κι αν δεν μπορούν να το κάνουν άμεσα, προσπαθούν τουλάχιστον να την αποσυντονίσουν, να την απορρυθμίσουν, να διαλύσουν την δύναμή της, να την αχρηστεύσουν ωθώντας την σε γλυκερά, παυσίλυπα άσματα. Άλλοτε με απειλές και τρομοκρατία, άλλοτε με την κολακεία, άλλοτε με τεχνητούς διαχωρισμούς και πλαστές αντιπαλότητες, άλλοτε με την φιλοδοξία να γίνουν οι μαέστροι της.
Όμως υπάρχουν τέτοιες ρωγμές στον χρόνο που -παρά τις προσπάθειες παντοειδών αυλαρχών και αυλικών- οι ήχοι της μουσικής υψώνονται αντί να σιωπούν. Παράγουν ρυθμούς χαράς και λύπης, θλίψης και οργής, ήρεμους και άγριους. Κι αυτό που τους δυναμώνει είναι ανάλογο με το βαθμό της αδικίας, της προσβολής και της ταπείνωσης που έχουν υποστεί οι αγωνίες τους. Όσο πιο βαθιές είναι οι τελευταίες, τόσο πιο ισχυροί γίνονται. Κι όσο πιο προκλητική γίνεται η «αλαζονεία και μέθη» κάθε «Δαρείου» της εξουσίας, τόσο αυξάνεται η ένταση και το πάθος των φωνών που τους συνθέτουν. Οι αγωνίες γίνονται πια αγώνας. Κι αυτός με τη σειρά του προκαλεί την αγωνία των εξουσιών.
Όλων των εξουσιών: κρυφών και φανερών, περασμένων και σημερινών. Γιατί η κάθε μια τους φρόντισε να μεγαλώνουν οι αγωνίες, να λιγοστεύει η αναπνοή, να χάνεται το οξυγόνο. Κι ας καμώνονται πως συμπάσχουν, πως κατανοούν, πως στηρίζουν. Όσο υπάρχει όμως ακόμη η συλλογική μνήμη δύσκολα θα γίνουν πιστευτοί.
Όσο πιο προκλητική γίνεται η «αλαζονεία και μέθη» της εξουσίας, τόσο αυξάνεται η ένταση και το πάθος των φωνών
Αυτή η μνήμη είναι και εκείνη που μπορεί να γονιμοποιήσει με άλλο τρόπο το μέλλον. Όπως έγραφε ο Εντουάρδο Γκαλεάνο: «Η μνήμη προτιμάει την ελπίδα, τον κίνδυνο της ελπίδας και την αψηφισιά της. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι η Μνημοσύνη είναι αδελφή του Χρόνου και του Ωκεανού, και δεν έκαναν λάθος.» Εμπεριέχει και τη δυνατότητα αναθεμελίωσης των κοινωνιών όσο κι αν φαίνεται άμεσα δύσκολο ή υπερβολικό. Γίνεται -μπορεί να γίνει- μια διαδικασία που αποκαλύπτει το παράλογο το μεταμφιεσμένο σε λογικό. Έχει τη δύναμη να αποκαλύπτει την κενότητα των κούφιων λόγων και υποσχέσεων. Και ταυτοχρόνως να γίνεται λόγος και πράξη που σφραγίζονται από τόλμη και θάρρος, από σαφήνεια στόχων και καθαρότητα σκοπών. Να μην παρατηρεί μόνο αυτό που γίνεται αλλά και να δείχνει, να διεκδικεί και να απαιτεί, να εμπνέει τον αγώνα για μια κοινωνία όπου η ελευθερία του ενός είναι όρος και προϋπόθεση για την ελευθερία του άλλου.
Ίσως έτσι το «μετέωρο βήμα» γίνει ένα σταθερό πάτημα προκειμένου να γίνει «τόπος» η «ουτοπία» και το όνειρο γι’ αυτήν να είναι ό,τι πιο λογικό μπορεί να υπάρξει. Έτσι η «μουσική» των φωνών που απηχούν τις αγωνίες μπορέσει ν’ απλωθεί μακριά, πολύ μακριά από τον ορίζοντα ενός μικρού τόπου· να σκεπάσει τις φωνές άθλιων εκείνων που θέλουν την εξαθλίωση ως ενδημική κατάσταση των ανθρώπων
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 1-2 Μαρτίου