Δημήτρης Σταμούλης
Η άνοδος του πραγματικού κόστους ζωής των εργαζομένων είναι πολύ μεγαλύτερη των αυξήσεων στον κατώτατο
Μάταιη αποδεικνύεται η προσπάθεια της κυβέρνησης να ανακτήσει τον έλεγχο των κινήσεων μετά την απρόβλεπτη εισβολή στο κοινωνικό προσκήνιο της «αντιπολίτευσης των δρόμων» με κόμβο την ιστορική απεργία της 28η Φλεβάρη για το έγκλημα των Τεμπών. Έχοντας χάσει κάθε λαϊκό έρεισμα και ανοχή, έπαιξε με αποτυχία το χαρτί του ανασχηματισμού και τώρα προσπαθεί να χρυσώσει το χάπι πουλώντας «αυξήσεις» στον κατώτατο μισθό και παράλληλα εντείνοντας την επίθεσή της στα δικαιώματα και ελευθερίες, με το νέο δυσθεώρητο πακέτο εξοπλισμών, την αξιολόγηση στο Δημόσιο, την καταστολή στις διαδηλώσεις.
Η κυβέρνηση μετρά άλλο ένα φιάσκο στο μέτωπο των Τεμπών, καθώς το μόνιμο ζητούμενο είναι πώς θα… θάψει όσο γίνεται τις ευθύνες της. Τελικά ο Χρ. Τριαντόπουλος θα καταθέσει υπόμνημα στην Προανακριτική Επιτροπή, επιδιώκοντας να αποφύγει πιθανό νέο στρίμωγμα της κυβέρνησης και του Κ. Μητσοτάκη, παρά τους αντίθετους αρχικούς ισχυρισμούς του ότι θα προσερχόταν αυτοπροσώπως.
Ενταγμένο στην προσπάθεια… αναστήλωσης της κυβέρνησης ήταν και το σόου που στήθηκε με την αύξηση του κατώτατου μισθού προκειμένου να φανεί ότι δήθεν επιστρέφεται στην κοινωνία «ένα μερίδιο της συλλογικής μας ανάπτυξης», όπως δήλωσε ο πρωθυπουργός, ενώ διάφοροι υπουργοί προσπάθησαν να παπαγαλίσουν το αφήγημα της «σταθερής βελτίωσης της αγοράς εργασίας» και της «ευμάρειας» που φέρνει «αύξηση της κατανάλωσης»! Αλλά κι αυτή η προσπάθεια έπεσε γρήγορα στο κενό.
Η κυβέρνηση με την πενιχρή αύξηση στον κατώτατο, μόλις 6% – 34 καθαρά τον μήνα, 1,13 ευρώ την ημέρα (εντέχνως το υπουργείο Εργασίας και τα συστημικά ΜΜΕ μιλούν για «50 ευρώ» καθώς πρόκειται για τα… μεικτά)- προσπαθεί να πείσει ότι η ζωή των πιο κακοπληρωμένων εργαζόμενων θα γίνει καλύτερη. Αλλά τα 880 ευρώ (μεικτά) ή περίπου 750 ευρώ καθαρά από 1η Απριλίου είναι πραγματικά ψίχουλα μπροστά στην πραγματικότητα που βιώνουν τα πιο φτωχά νοικοκυριά. Πρώτο, η αύξηση που ανακοινώθηκε αφορά ένα μικρό μέρος των εργαζόμενων σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα (μόλις 575.000 και περίπου 600.000 αντίστοιχα), ενώ το μεγαλύτερο τμήμα των μισθωτών βλέπει εδώ και χρόνια τους μισθούς καθηλωμένους όπως και πολλά επιδόματα. Δεύτερο, οι πιο χαμηλά αμειβόμενοι εργαζόμενοι στο Δημόσιο θα λάβουν μόλις 30 ευρώ (μεικτά) αύξηση δηλαδή ούτε καν 1 ευρώ την ημέρα! Τρίτο, με την πενιχρή αυτή αύξηση, χιλιάδες εργαζόμενοι θα αλλάξουν βαθμίδα, με αποτέλεσμα να κληθούν να καταβάλουν υψηλότερη φορολογία, εφόσον υπερβούν το όριο των 10.000 ευρώ (από 9% εκτινάσσεται στο 22%). Πρακτικά η αύξηση που θα δοθεί σε πολλούς εργαζόμενους θα καταλήξει …στα ταμεία της εφορίας. Τέταρτο, η κυβέρνηση δηλώνει ότι με την τωρινή αύξηση ο κατώτατος μισθός από το 2019 έχει αυξηθεί κατά 35,4%, πιο πάνω από τη σωρευτική αύξηση του πληθωρισμού (Δείκτης Τιμών Καταναλωτή) που την ίδια περίοδο ανήλθε σε 18,1%. Ωστόσο η Eurostat κατακρημνίζει το αφήγημα της κυβέρνησης αφού ο ονομαστικός κατώτατος μισθός στη χώρα μας είναι 11ος στην ΕΕ, ενώ η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού είναι στην προτελευταία θέση, πάνω μόνο από της Βουλγαρίας! Συσκοτίζουν ότι ο ΔΤΚ μετρά τις τιμές όλων των προϊόντων και όχι μόνο αυτών του «καλαθιού του νοικοκυριού», που έχουν απογειωθεί. Έτσι εξηγείται ότι για περίπου για το 40% των κατώτερων εισοδημάτων, η ακρίβεια είναι υπερδιπλάσια του ΔΤΚ. Πέμπτο, το κόστος στέγασης στην Ελλάδα είναι το υψηλότερο στην ΕΕ (35,2% του διαθέσιμου εισοδήματος έναντι μ.ο. 19,7%), ενώ ταυτόχρονα πάνω από το 31% του πληθυσμού των πόλεων πληρώνει άνω του 40% του εισοδήματός του για στέγαση. Τα ενοίκια έχουν αυξηθεί κατά 10% μέσα στο τελευταίο έτος, ενώ μόνο στο τέταρτο τετράμηνο του 2024 σημείωσαν άλμα 8,7%! Έκτο, η χώρα μας βρίσκεται στην πρώτη θέση στο ποσοστό των νοικοκυριών που καθυστερούν πληρωμές ενοικίων και υπηρεσιών κοινής ωφέλειας (ρεύμα, νερό, τηλέφωνο) με τεράστια διαφορά από τη δεύτερη Βουλγαρία (47,3% έναντι 18,8%). Έβδομο, το μερίδιο των μισθών στην Ελλάδα είναι το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ, ενώ το μερίδιο των κερδών μεγεθύνεται συστηματικά, φτάνοντας να είναι το τρίτο υψηλότερο ανάμεσα στα κράτη-μέλη, αντανακλώντας τελικά ποιοι κερδίζουν από την «ανάπτυξή» τους. Όγδοο, τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας δείχνουν ότι οι καταθέσεις νοικοκυριών και ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων παρουσίασαν μείωση κατά 396 εκατ. ευρώ τον Φεβρουάριο του 2025, ενώ τον Ιανουάριο είχαν μειωθεί κατά 1 δισ. ευρώ, καταρρίπτοντας και τον μύθο της καταναλωτικής ευμάρειας.
Κλιμάκωση του αγώνα, παίρνοντας στα χέρια της βάσης την απεργία στις 9 Απρίλη
Η κυβέρνηση ωστόσο εκτός από το «καρότο» της αύξησης στον κατώτατο μισθό, επαναφέρει και το «μαστίγιο» της αξιολόγησης στο Δημόσιο. Οι εξαγγελίες Μητσοτάκη για «αξιολόγηση του Δημοσίου από τους πολίτες» στοχεύουν στην καλλιέργεια του κοινωνικού αυτοματισμού, νομιμοποιώντας το παραμύθι περί ανθρώπινου λάθους στο έγκλημα των Τεμπών όταν κανένα σύστημα τηλεδιοίκησης δε λειτουργούσε με ευθύνη της κυβέρνησης και των ιδιωτών που λυμαίνονται τον σιδηρόδρομο. Εν τέλει, οι πραγματικές προθέσεις της κυβέρνησης για την αξιολόγηση, είναι η μετατροπή της σε εργαλείο επιτήρησης, εκφοβισμού και διάλυσης των εργασιακών δικαιωμάτων, με στόχο την άρση της μονιμότητας και τη σύνδεση αξιολόγησης – μισθού, τη δημιουργία ενός δυστοπικού εργασιακού τοπίου και στο Δημόσιο.
Με τη δύναμη που πηγάζει από την ιστορική απεργία της 28ης Φλεβάρη, οι εργαζόμενοι, η νεολαία, όλο ο λαός, εργατικά συνδικάτα, φοιτητικοί σύλλογοι και συλλογικότητες δίνουν το επόμενο αγωνιστικό ραντεβού στη νέα πανεργατική πανελλαδική απεργία στις 9 Απρίλη, κόντρα με τη λογική της απεργίας-τουφεκιά του υποταγμένου συνδικαλισμού των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ και Σία. Για συνέχιση και κλιμάκωση τον αγώνα για την τιμωρία των ενόχων του εγκλήματος των Τεμπών και της συγκάλυψής του. Για να φύγει η Ηellenic Τrain χωρίς αποζημίωση και να επιστρέψει ο σιδηρόδρομος τώρα στο Δημόσιο με εργατικό έλεγχο, φτηνός και ασφαλής για τον λαό. Για πραγματικές αυξήσεις στα 1.500 καθαρά για όλους τους εργαζόμενους ώστε να ζουν με αξιοπρέπεια, για λιγότερες ώρες δουλειάς, για ουσιαστικά δικαιώματα και ελευθερίες στους χώρους δουλειάς.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 29-30 Μαρτίου