Αιμιλία Τσαγκαράτου
Κύμα απολύσεων και περικοπών ανακοινώθηκαν την εβδομάδα που πέρασε σε δύο επιχειρηματικούς κολοσσούς της Γερμανίας, Audi και Siemens. Η πρώτη ανακοίνωσε τη Δευτέρα ότι θα περικόψει 7.500 θέσεις εργασίας στη Γερμανία, εξαιτίας της μείωσης της ζήτησης για ηλεκτρικά οχήματα, του αυξανόμενου ανταγωνισμού από την Κίνα και της απειλής των αμερικάνικων δασμών. Οι περικοπές αυτές αντιστοιχούν στο 8% του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού της αυτοκινητοβιομηχανίας και θα υλοποιηθούν μέχρι το τέλος του 2029. Από την πλευρά της η Volkswagen, της οποίας θυγατρική είναι η Audi, έχει επίσης εκπονήσει πρόγραμμα περικοπής κόστους που περιλαμβάνει 35.000 θέσεις εργασίας, ενώ η Porsche σχεδιάζει να περικόψει 3.900 θέσεις. Παράλληλα, κολοσσοί της αυτοκινητοβιομηχανίας και των προμηθευτών εξαρτημάτων, όπως οι Robert Bosch GmbH, Schaeffler AG και ZF Friedrichshafen AG, σχεδιάζουν επίσης χιλιάδες περικοπές θέσεων εργασίας μέσα στα επόμενα χρόνια, ως απάντηση στη χαμηλή ζήτηση και τη μείωση της κερδοφορίας.
Στις 18 Μαρτίου, μόλις τρεις μέρες μετά την ανακοίνωση των απολύσεων στην Audi, η Siemens δήλωσε ότι σχεδιάζει να περικόψει περισσότερες από 6.000 θέσεις εργασίας παγκοσμίως, λόγω της περιορισμένης ζήτησης και του αυξανόμενου ανταγωνισμού στην Κίνα και στην εγχώρια αγορά της. Οι μειώσεις, περίπου 2% του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού της Siemens, θα γίνουν κυρίως στη μονάδα αυτοματισμού εργοστασίων του ομίλου, ενώ ένας μικρός αριθμός θέσεων θα χαθεί στην επιχείρηση φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων. Περίπου 5.600 από τις περικοπές θα πραγματοποιηθούν έως το 2027 στον τομέα της αυτοματοποίησης, ο οποίος προμηθεύει ρομποτικά συστήματα, άλλα μηχανήματα και λογισμικό σε εργοστάσια, με τις μισές περίπου θέσεις εργασίας να χάνονται στη Γερμανία. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο αριθμό απολύσεων που έχει ανακοινώσει η Siemens από το 2017. Η μείωση των κερδών της εταιρείας στα 2,5 δισ. ευρώ το 2024 από 2,7 δισ. το προηγούμενο έτος προφανώς οδήγησε στην παραπάνω απόφαση.
Τα παραπάνω συμβαίνουν, μάλιστα, την ίδια στιγμή που η «οικονομία του πολέμου» στην Γερμανία, όπως και σε όλη την Ευρώπη, καλά κρατεί. Στην τελευταία συνεδρίαση της απερχόμενης Βουλής με πλειοψηφία δύο τρίτων, εγκρίθηκε η άρση των περιορισμών του συντάγματος όσον αφορά στον δανεισμό που θα επιτρέψει στη Γερμανία να αυξήσει δραστικά τις στρατιωτικές δαπάνες και τις επενδύσεις σε βιομηχανίες και τη δημιουργία ταμείου υποδομών ύψους 500 δισ. ευρώ που θα υπηρετεί και την πολεμική οικονομία. Τα θύματα του κοινωνικού, αλλά και του πραγματικού πολέμου όλο και αυξάνονται στο όνομα της επιβίωσης του καπιταλισμού.