Το ποδόσφαιρο δεν είναι απλά ένα άθλημα, αλλά κομμάτι της λαϊκής κουλτούρας, με βαθιές ρίζες στις εργατολαϊκές τάξεις. Από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής του, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τους ανθρώπους του μόχθου, μια διέξοδο από τη σκληρή καθημερινότητα των εργοστασίων, των ναυπηγείων, των μεταλλείων και των λιμανιών. Ήταν το παιχνίδι εκείνων που δεν είχαν πολλά, αλλά μέσα σε 90 λεπτά μπορούσαν να νιώσουν κομμάτι μιας συλλογικής δύναμης, μιας κοινότητας που ξεπερνούσε τις κοινωνικές ανισότητες.
Οι γειτονιές και οι εργατουπόλεις αγκάλιασαν το ποδόσφαιρο ως κάτι δικό τους, ως μια μορφή έκφρασης και πάλης. Τα πρώτα γήπεδα χτίστηκαν από απλούς ανθρώπους, που αφιέρωναν τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο τους και κόπιαζαν για να δημιουργήσουν ένα χώρο όπου η δική τους φωνή θα ακουγόταν, ένα σπίτι για την ομάδα που έφτιαξαν με τόσο κόπο. Στα τσιμεντένια γήπεδα και στις λάσπες των «χωμάτινων» γεννήθηκαν ποδοσφαιριστές-θρύλοι, οι οποίοι δεν έβλεπαν το παιχνίδι ως επάγγελμα, αλλά ως προέκταση της ζωής τους. Οι ομάδες δεν ήταν απλώς αθλητικοί σύλλογοι· ήταν σύμβολα της τοπικής κοινωνίας, της ιστορίας, της ταξικής ταυτότητας και περηφάνειας.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, έχει επικρατήσει –στα πλαίσια του μαρκετινίστικου rebranding– η αλλαγή συμβόλων ή ονομάτων των σωματείων.
Ακόμα και σήμερα, όμως, το ποδόσφαιρο ανήκει σε αυτούς που το αγαπούν πραγματικά. Όσο κι αν η βιομηχανία του αθλήματος επιχειρεί να το αποξενώσει από τις ρίζες του, η ουσία του παραμένει στα γεμάτα γήπεδα, στις φωνές των οπαδών και στους έφηβους που ονειρεύονται να φορέσουν την ίδια φανέλα και γίνουν οι επόμενοι θρύλοι. Γιατί η φανέλα δεν είναι εμπόρευμα –είναι τιμή, ιστορία, ζωή.
Αυτό καλό είναι να το θυμηθούνε όσοι ελαφρά τη καρδία επιχειρούν να αλλάξουν εμβλήματα και ονόματα σε ιστορικά σωματεία.
Χριστόφορος Καψάλης