Μαριάννα Τζιαντζή
Ο σκοταδισμός δεν πλήττει μόνο την «ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης» αλλά και την ελευθερία της πολιτικής έκφρασης, ιδίως αν αυτή δεν περιορίζεται στην ιντερνετική καταγγελία αλλά βγαίνει στους μεγάλους δρόμους.
Πρώτο θέμα στην ειδησεογραφία των τελευταίων ημερών, ο βανδαλισμός στην Εθνική Πινακοθήκη. Αποφεύγω να αναφέρω το όνομα του δράστη, καθώς είμαι σίγουρη ότι αυτό θα ξεχαστεί. Η πράξη του, όμως, δεν θα ξεχαστεί. Θα προστεθεί στον ήδη μακρύ κατάλογο παρόμοιων επιθέσεων που στα θύματά τους συγκαταλέγονται τραγούδια, ταινίες, θεατρικές παραστάσεις, γλυπτά, πίνακες, εικαστικές εγκαταστάσεις, σατιρικοί καλλιτέχνες. Στην τελευταία κατηγορία εντάσσεται και η πρόσφατη ακύρωση της προγραμματισμένης παράστασης του Χριστόφορου Ζαραλίκου στο Αγρίνιο ύστερα από πιέσεις της τοπικής Εκκλησίας και ανώνυμων πολιτών.
Είναι φυσικό τα περιστατικά αυτά να προκαλούν την αγανάκτηση των πολλών. Η μη ανοχή απέναντι στη χριστιανο-ορθόδοξη υστερία είναι δείγμα δημοκρατικότητας, καλλιέργειας και ευρύτητας πνεύματος, και αυτόματα μας κατατάσσει στο στρατόπεδο της προόδου, στη σωστή πλευρά της ιστορίας του πολιτισμού. Εμείς είμαστε οι υποψιασμένοι, οι ψαγμένοι – και ας αφήσουμε τους άλλους στα σκοτάδια τους.
Τι συμβαίνει όμως όταν ένα κομμάτι της κοινωνίας, ακόμα και αν διαφωνεί με τη μέθοδο που επέλεξε ο βουλευτής για να εκφράσει τη διαμαρτυρία του, αναρωτιέται μήπως ο καλλιτέχνης, εδώ ο χαράκτης Χριστόφορος Κατσαδιώτης, κάπου ξεπέρασε τα όρια; Εδώ κολυμπάμε στο αρχιπέλαγος της άγνοιας ή της ημιμάθειας. Πολλοί από αυτούς που αναγνωρίζουν κάποιο δίκιο στον μαινόμενο βουλευτή δεν έχουν διαβεί τις πύλες της Πινακοθήκης, ίσως δεν ξέρουν καν πού πέφτει το κτίριο. Και ακόμα περισσότεροι είναι αυτοί που παραβλέπουν τη συρρίκνωση έως και την εξαφάνιση των καλλιτεχνικών μαθημάτων (μουσική, εικαστικά, θέατρα) από τα δημόσια σχολεία – μια εγκληματική απουσία για την οποία έχουν βαριά ευθύνη οι κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων. Η επαφή με την τέχνη, ιδίως στις νεαρές ηλικίες, είναι ένα ανάχωμα στη μισαλλοδοξία, στο φανατισμό, στη θρησκοληψία.
Σε μια εποχή που το Διαδίκτυο μας προσφέρει πάμπολλες δυνατότητες να περιηγηθούμε στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου, να κατανοήσουμε ότι στην τέχνη δεν υπάρχουν όρια, πολλοί γίνονται κριτές και μάλιστα χωρίς καν να έχουν δει τα έργα που παρουσιάζονται στη «Σαγήνη του Αλλόκοτου». Δυστυχώς, στα περισσότερα ΜΜΕ αλλά και στα σόσιαλ μίντια επικρατεί η σαγήνη του τετριμμένου, του εγωκεντρισμού, της αυτοαναφορικότητας, της εύκολης καταγγελίας. Ο σκοταδισμός δεν βρίσκεται μόνο στα μυαλά των σύγχρονων εικονομάχων, αλλά είναι μία από τις προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί το ακροδεξιό τέρας στις ποικίλες παραλλαγές του. Άλλες προϋποθέσεις είναι η φτώχεια, η έλλειψη ελπίδας, το κυνήγι του μεροκάματου, ο αγώνας για την επιβίωση που δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για να ασχοληθεί κανείς με τα γράμματα και τις τέχνες. Σ’ αυτόν τον υπαρκτό κοινωνικό βυθό μπορούν να ριζώσουν οι αντισυστημικές μεταμφιέσεις της Άκρας Δεξιάς και να βρουν και κοινοβουλευτική έκφραση. Να προσθέσουμε και την αδυναμία της Αριστεράς να παραγάγει ή να ενθαρρύνει μορφές λαϊκής τέχνης με πλατιά απήχηση, συγκρίσιμες με τα μεγαλειώδη καλλιτεχνικά σκιρτήματα άλλων εποχών (και όχι πολύ μακρινών). Ασφαλώς, υπάρχει σύγχρονη προοδευτική καλλιτεχνική δημιουργία, όμως τουλάχιστον οι πρωτοποριακές μορφές της δεν αγγίζουν τους πολλούς αλλά κυρίως κάποια ανήσυχα κομμάτια της νεολαίας.
Στις πρώτες δεκαετίες της Μεταπολίτευσης μιλούσαμε για τους «δύο πολιτισμούς» που βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση αλλά και αλληλοδιείσδυση. Μιλούσαμε για τον πολιτισμό της εργατικής τάξης και τον πολιτισμό της αστικής τάξης και των πυλώνων της. Σήμερα διαπιστώνουμε ότι ο πολιτισμός της εργατικής τάξης δεν είναι αγνός, ατόφιος και ανόθευτος. Στις καλοκαιρινές συναυλίες της Άννας Βίσση, για παράδειγμα, το εργατικό, το λαϊκό στοιχείο έδωσε δυναμικό παρών. Κοσμοσυρροή, ουρές έξω από τα στάδια, λιποθυμίες. Ίσως οι ίδιοι άνθρωποι να πήγαν και στη μεγάλη συναυλία για τα Τέμπη, όμως οι δύο κόσμοι, οι δύο πολιτισμοί δεν τέμνονται ακόμα και αν κάποτε συνυπάρχουν, ενώ η χάραξη αυστηρών διαχωριστικών γραμμών δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Το σκοτάδι φωλιάζει «και» στην καρδιά της εργατικής τάξης και μόνο σε μεγάλες ιστορικές στιγμές υποχωρεί. Όμως η κύρια πηγή από την οποία εκπορεύεται είναι οι ποικίλοι μηχανισμοί της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Εκεί το σκοτάδι είναι πηχτό και αδυσώπητο, όπως φανερώνει η πρόσφατη καταδίκη ενός νέου σε φυλάκιση ενός έτους επειδή συμμετείχε σε αντιπολεμική διαδήλωση το 2019. Ο Βασίλης Πύρρος, στέλεχος της ΚΝΕ, ήταν άοπλος, δίχως κουκούλα, και δύσκολα μπορεί κανείς να πιστέψει ότι επιτέθηκε στα πάνοπλα ΜΑΤ. Η απόφαση του δικαστηρίου δείχνει ότι το σκοτάδι για το οποίο μιλάμε αυτές τις μέρες έχει βαθιές ρίζες. Ο σκοταδισμός δεν πλήττει μόνο την «ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης» αλλά και την ελευθερία της πολιτικής έκφρασης, ιδίως αν αυτή δεν περιορίζεται στην ιντερνετική καταγγελία αλλά βγαίνει στους μεγάλους δρόμους.
Ένα υστερόγραφο: Αν και η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης αρχικά ανακοίνωσε ότι τα βανδαλισμένα έργα τέχνης και τα σπασμένα θα παραμείνουν ριγμένα στο πάτωμα της αίθουσας σαν υπόμνηση της βαρβαρότητας, τελικά αυτά απομακρύνθηκαν αφού είχαν προηγηθεί απειλές λυσσασμένων χριστιανών (;) σε βάρος των εργαζομένων στην Πινακοθήκη. Προφανώς η πολλή (καλλιτεχνική) ελευθερία ή και η υπόμνηση της αναγκαιότητάς της βλάπτει την ευνομούμενη πολιτεία του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 15-16 Φεβρουαρίου