Μάκης Γεωργιάδης
Χρονολόγιο,
1945:
11 Ιανουαρίου: Ανακωχή ανάμεσα σε ΕΛΑΣ και Άγγλους. Απόσυρση ΕΛΑΣ από Αττική και Θεσσαλονίκη
2 Φεβρουαρίου: Έναρξη διαπραγματεύσεων μεταξύ ΕΑΜ και κυβέρνησης Πλαστήρα
12 Φεβρουαρίου : Υπογραφή της συμφωνίας
28 Φεβρουαρίου: Ολοκληρώνεται ο αφοπλισμός. Ο Άρης Βελουχιώτης δεν παραδίδει τα όπλα
Συμπληρώνονται, στις 12 του Φλεβάρη, 80 χρόνια από την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας.
Μιας συνθήκης η οποία αποτέλεσε αφενός την δραματική αποτύπωση της στρατιωτικής ήττας του ΕΑΜ στον Δεκέμβρη και αφετέρου άνοιξε διάπλατα τον δρόμο προς τον εμφύλιο πόλεμο. Ήρθε σαν το επιστέγασμα των αδυναμιών και των στρατηγικών ελειμμάτων των ηγεσιών του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, οι οποίες τελικά εγκλωβίστηκαν σε ένα πλαίσιο για δημοκρατικό μετασχηματισμό με κυβέρνηση εθνικής ενότητας μετά την κατοχή
Το χειρότερο με τη συμφωνία της Βάρκιζας ήταν ότι δεν χρειάστηκε καν να περάσει ένα εύλογο χρονικό διάστημα μέχρι να γίνουν αντιληπτές οι δυσμενείς επιπτώσεις που θα είχε όχι απλώς στις οργανωμένες αντιστασιακές και κομματικές δυνάμεις, αλλά συνολικά στον λαό. Τόσο των πόλεων αλλά κυρίως της υπαίθρου. Διαφωνίες και αντιδράσεις υπήρξαν σε όλα τα επίπεδα σχεδόν εξαρχής, με χαρακτηριστικότερη όλων την περίπτωση του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ, Άρη Βελουχιώτη. Διαφωνίες ωστόσο είχαν εκφραστεί και νωρίτερα, μετά τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας, αλλά πάντοτε καθοριστικός παράγοντας αποδεικνυόταν η ιστορική συγκυρία και η πραγματικότητα επί του πεδίου του πολέμου. Και εκείνη η πραγματικότητα έλεγε κάθε φορά πως το αντιστασιακό κίνημα, το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ βρίσκονταν στην ίδια πλευρά με του Συμμάχους, δηλαδή τους Βρετανούς. Παράδοξο μεν, αλλά ακόμη και μετά τα Δεκεμβριανά, τα οποία είχαν υποκινήσει και πυροδοτήσει εκείνοι οι «Σύμμαχοι», αυτή η αντίληψη εξακολουθούσε να κυριαρχεί εντός ΕΑΜ και ΚΚΕ. Το βέβαιο είναι ασφαλώς πως τα τετελεσμένα της στρατιωτικής ήττας του ΕΛΑΣ στη μάχη του Δεκέμβρη, αύξησαν τον βαθμό δυσκολίας και την πολυπλοκότητα της πολιτικής εξίσωσης που καλούνταν να λύσει η ηγεσία τόσο των αντιστασιακών οργανώσεων όσο και του ΚΚΕ.
Στις 11 του Γενάρη του 1945, έπειτα από 33 ημέρες ηρωικών μαχών εναντίον των Άγγλων και των κυβερνητικών δυνάμεων, υπογράφεται ανακωχή και ο ΕΛΑΣ αναγκάζεται να εκκενώσει την Αττική και τη Θεσσαλονίκη. Η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, έχοντας επιτελέσει το βασικό της καθήκον και έχοντας ολοκληρώσει την παγίδευση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, αντικαθίσταται από την κυβέρνηση του στρατηγού Ν. Πλαστήρα που θα προσπαθήσει το τελικό χτύπημα στην αντίσταση και το λαό. Και αυτό δεν είναι άλλο από την επιδίωξη για την τελική διάλυση και εξοστρακισμό των ένοπλων τμημάτων της αντίστασης και κυρίως του ΕΛΑΣ, ο οποίος είναι πλέον ένας πραγματικός στρατός. Υπό αυτό το πρίσμα συνέρχεται στην έπαυλη του βιομήχανου Πέτρου Κανελλόπουλου στη Βάρκιζα η ομώνυμη διάσκεψη στην οποία θα μετάσχουν οι αντιπροσωπείες της κυβέρνησης και των αντιστασιακών οργανώσεων προκειμένου να συναφθεί μια βιώσιμη και μακρόπνοη συμφωνία με το βλέμμα στην αναδιοργάνωση της μεταπολεμικής Ελλάδας. Η διάσκεψη ξεκινάει στις 3 του Φλεβάρη και οι εξαρχής διαφωνίες για την αμνηστία των πολιτικών εγκλημάτων μετά τις 3 Δεκεμβρίου και τα αγκάθια του αφοπλισμού των ανταρτών και των συνακόλουθων εγγυήσεων από κυβερνητικής πλευράς, οδηγούν σε διακοπή των συνομιλιών μέχρι και την 6η του Φλεβάρη οπότε και επανεκκινούν. Στη σύσκεψη συμμετείχαν ως εκπρόσωποι της κυβέρνησης οι: Ιωάννης Στεφανόπουλος, που ήταν υπουργός Εξωτερικών και επικεφαλής της αντιπροσωπείας, και οι υπουργοί Εσωτερικών και Γεωργίας, Περικλής Ράλλης και Ιωάννης Μακρόπουλος αντίστοιχα, ενώ ρόλο στρατιωτικού συμβούλου είχε ο συνταγματάρχης Παυσανίας Κατσώτας. Από την πλευρά του ΕΑΜ την αντιπροσωπεία αποτελούσαν ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Γιώργης Σιάντος ως επικεφαλής της αντιπροσωπείας, ο γραμματέας της ΕΛΔ Ηλίας Τσιριμώκος και ο γραμματέας της ΚΕ του ΕΑΜ Δημήτρης Παρτσαλίδης ενώ ρόλο στρατιωτικού συμβούλου είχε ο στρατηγός του ΕΛΑΣ Στέφανος Σαράφης.
Μετά από έξι δραματικές ημέρες διαβουλεύσεων, οι αντιπρόσωποι του ΕΑΜ υπέγραψαν τελικά μια συμφωνία, με τα εννέα βασικά της άρθρα να αποδεικνύονται εξαρχής ετεροβαρή και τελικά επαχθή για τα συμφέροντα τόσο του κινήματος όσο και των ιδίων των οργανώσεων. Σε αυτήν την κατεύθυνση τα άρθρα 3 και 6 αποδείχτηκαν τα πλέον κρίσιμα καθώς στο μεν τρίτο προβλεπόταν η αμνηστία επί των πολιτικών αδικημάτων που διαπράχθηκαν από 3ης Δεκεμβρίου με την εξαίρεση ωστόσο των εγκλημάτων του κοινού ποινικού δικαίου, γεγονός που άφησε τελικά ανέγγιχτη τη «λευκή τρομοκρατία» και μάλιστα την προώθησε σε πολλές περιπτώσεις. Από την άλλη, η άρνηση της κυβέρνησης για άμεση άρση του στρατιωτικού νόμου, η άμεση έναρξη πολιτικών και φρονηματικών διώξεων και φυσικά η παραπομπή στις ελληνικές καλένδες της εκκαθάρισης των σωμάτων ασφαλείας, καθώς και των δημόσιων υπηρεσιών από δωσιλογικά στοιχεία και συνεργάτες των Γερμανών κατακτητών, οδήγησαν στο πρόπλασμα ενός ολοκληρωτικού κράτους το οποίο υλοποιήθηκε και αναπτύχθηκε στην πλήρη του διάσταση κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τη λήξη του Εμφυλίου που ακολούθησε. Είναι μάλλον μάταιο να μιλήσει κανείς για τις εγγυήσεις μιας ομαλής δημοκρατικής μετάβασης και της διενέργειας αξιόπιστων και ελεύθερων εκλογών, καθώς και δημοψηφίσματος για το πολιτειακό ζήτημα, τα οποία ασφαλώς προβλέπονταν στη συμφωνία. Το μεγαλύτερο πλήγμα ωστόσο ήταν η πρόβλεψη του άρθρου 6 περί πλήρους αφοπλισμού και αποστράτευσης των ένοπλων σωμάτων του ΕΛΑΣ και των άλλων αντάρτικων ομάδων. Ένας από τους πλέον δοξασμένους λαϊκούς στρατούς της Ευρώπης θα οδηγούνταν σαν πρόβατο επί σφαγή στο όνομα της πρόβλεψης για τη δημιουργία ενός ενιαίου εθνικού στρατού ,ο οποίος ωστόσο στην πράξη θα ήταν υπό την κηδεμονία ξένων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, δηλαδή της Μεγάλης Βρετανίας.
Το μεγαλύτερο πλήγμα ήταν ο πλήρης αφοπλισμός του ΕΛΑΣ που οδήγησε στη λευκή τρομοκρατία
Δυστυχώς, η ηγεσία του ΕΑΜ είχε συμβιβαστεί με αυτή την ιδέα ήδη από τον Σεπτέμβρη του 1944 και τη συμφωνία της Καζέρτας. Η προθεσμία για την κατάθεση των όπλων ορίστηκε μέχρι τις 15 Μαρτίου του 1945 και κάπου εκεί επήλθε και η οριστική ρήξη του Άρη Βελουχιώτη με την ηγεσία του ΚΚΕ, καθώς ο ίδιος διέβλεπε τον κίνδυνο και την παγίδα που πλέον είχε κλείσει οριστικά και έτσι αναζήτησε ξανά διέξοδο στα βουνά μέχρι τον τραγικό θάνατό του κυνηγημένος από θεούς και δαίμονες και ταυτόχρονα αποκηρυγμένος από το ίδιο του το κόμμα. Πόσο τραγικά μοιάζουν τα λόγια του Γ. Ιωαννίδη όταν μίλησε ενώπιον της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ στις 14 του Φλεβάρη για το σκεπτικό πίσω από την υπογραφή της συμφωνίας: «Η γραμμή του Πολιτικού Γραφείου ήταν να συνάψουμε κάθε είδους συμφωνία εκτός από μια τέτοια συμφωνία που δεν θα μας άφηνε κανένα ίχνος ελεύθερου πολιτικού βίου ή θα απαιτούσε να παραδοθούμε χωρίς όρους. Ήταν απαραίτητο να συνάψουμε τη συμφωνία. Η συμφωνία συνάφθηκε στις βάσεις που προβλέψαμε…». Και παρακάτω: «…Είχαμε και έχουμε σωστή πολιτική, αλλά οι σημερινές συνθήκες δεν μας επιτρέπουν να την εφαρμόσουμε. Αν αύριο οι συνθήκες αλλάξουν, θα νικήσουμε. Οι εσωτερικές αντιφάσεις της μπουρζουαζίας μας θα οξυνθούν περισσότερο και πρέπει να τις εκμεταλλευθούμε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο…». Δυστυχώς όμως για την τότε ηγεσία του ΚΚΕ, η μπουρζουαζία έχοντας αντιληφθεί τη στρατηγική σημασία της εξόντωσης κάθε επαναστατικής και ανατρεπτικής δυνατότητας είχε συνασπιστεί και ομονοήσει πολύ πριν τη Βάρκιζα. Η Βάρκιζα απλώς υπήρξε το πρελούδιο ενός Εμφυλίου στον οποίο το εργατικό κίνημα οδηγήθηκε με τους χειρότερους δυνατούς όρους και συσχετισμούς.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 8-9 Φεβρουαρίου