Η ανάγνωση της αυτοβιογραφίας του Διονύση Σαββόπουλου Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα (εκδ. Πατάκη) δεν απαιτεί ιδιαίτερη διανοητική προσπάθεια, κυλά άκοπα και αβίαστα. Η αφήγηση έχει την αμεσότητα και τη ζωντάνια του προφορικού λόγου κι εξάλλου ο συγγραφέας αναφέρει ότι το βιβλίο το υπαγόρευσε, το διηγήθηκε, δεν κάθισε να το γράψει με χαρτί και με μολύβι. Πολλές είναι οι πληροφορίες για το ελληνικό τραγούδι, τους χώρους του, τις παρέες, τους μουσικούς, τις αλληλεπιδράσεις τους. Διαφωτιστικές είναι οι σκέψεις του για τη σχέση των λέξεων, των στίχων με τη μουσική. Πολλά ανέκδοτα, πολλά χαριτωμένα περιστατικά, πολλές εξομολογήσεις, πολλές μικρές συγγνώμες, αρκετός αυτοσαρκασμός, πολλά τα συγκινητικά «αντίο» σε φίλους που δεν ζουν πια, όπως στον ποιητή Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου.
Αναρωτιέται κανείς πώς γίνεται ένας δεξιός και πολεμοκάπηλος πρωθυπουργός να παινεύει το βιβλίο ενός καλλιτέχνη που πέρασε από την Αριστερά και πολλά παλιά τραγούδια του εκφράζουν την κουλτούρα της. Με την πρόσφατη ανάρτησή του στα σόσιαλ μίντια, ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραδέχεται ότι δεν μπόρεσε να αφήσει από τα χέρια του αυτό το βιβλίο. Δικαιολογημένη η συμπάθεια αφού εδώ το πολυσυζητημένο «αντιδεξιό σύνδρομο» αποδίδεται αποκλειστικά σε εκείνους που γνώρισαν το σκληρό πρόσωπο της Δεξιάς στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, που ταπεινώθηκαν καθώς τους ζητούσαν να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας, γνώρισαν τους διωγμούς, τις εξορίες, τον κατατρεγμό. Όμως το συνολικό πρόσωπο της Δεξιάς δεν αμαυρώνεται στο βιβλίο· αντίθετα, παραδίδεται λευκό, πάλλευκο στην κοινωνία. «Υπήρχαν όμως και σοβαροί άνθρωποι ανάμεσα στους λεγόμενους “αποστάτες”», λέει ο συγγραφέας. Υποθέτουμε ότι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν ένας από τους σοβαρούς. Όσο για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο Δ. Σαββόπουλος γράφει ότι ως φοιτητής τον πολέμησε, όμως στα τριάντα του τον «παραδέχτηκε».
Ενώ ο Δ. Σαββόπουλος μιλά με σεβασμό για γνωστούς αριστερούς που δεν ζουν πια, όπως τον Κωστή Μοσκώφ ή τον Λεωνίδα Κύρκο, ταυτόχρονα απεικονίζει τους αριστερούς σαν καρικατούρες, σαν ανθρώπους που αγάπησαν ή αντιπάθησαν κάποια τραγούδια του για λάθος λόγους. Η «θολούρα» μοιάζει να είναι ιδιότητα αποκλειστικά της Αριστεράς, ενώ τη Δεξιά υποθέτει κανείς ότι τη διακρίνει η διαύγεια πνεύματος και ο ορθολογισμός. Έτσι μιλά για τον «φτηνιάρικο προοδευτισμό» και τον «ψωροπερήφανο αντιευρωπαϊσμό» και δηλώνει «να μην ακούω από διάφορους εναλλακτικούς τζιτζιφιόγκους “Η χούντα δεν τελείωσε το ’73…”», ενώ το νεανικό ξέσπασμα μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου περιγράφεται με 10 μόνο λέξεις: «Το 2008 καίγανε την Αθήνα τα ίδια της τα παιδιά».
Kαι εδώ επαναλαμβάνεται η γνωστή αντιδραστική υπόθεση ότι στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης η Αριστερά ήταν μόδα, όχι όμως στις κάλπες: «[…] είχε γίνει πια κυρίαρχη στα πανεπιστήμια, στις μπουάτ, στα ΜΜΕ, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, στο θέατρο, στις δισκογραφικές εταιρείες, σε αυτό που λέμε “χώρο των ιδεών”, στα διαφημιστικά γραφεία… Πριν, αν ήσουν αριστερός δεν έβγαζες ούτε άδεια αυτοκινήτου. Τώρα, αν δεν ήσουν αριστερός, δεν έβγαζες ούτε γκόμενα».
Είναι φανερή η προσπάθεια του συγγραφέα να μην κακοκαρδίσει κανέναν. Για όλους τους επώνυμους, τους ζωντανούς και τους πεθαμένους, έχει καλά λόγια να πει. Ασφαλώς τον ενδιαφέρει η υστεροφημία του, αλλά και επειδή δεν υπάρχει λόγος να αποκτά κανείς εχθρούς χωρίς αιτία.
Ο τροβαδούρος έχει επιλέξει εδώ και πολλές δεκαετίες «με ποιούς θα πάει και ποιούς θα αφήσει»
Το βιβλίο αυτό είναι χρήσιμο για όποιον ενδιαφέρεται να μάθει όχι μόνο για την καλλιτεχνική διαδρομή του συγγραφέα του, αλλά και για πλευρές της εξέλιξης του ελληνικού τραγουδιού την τελευταία 50ετία. Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν είναι μια υποσημείωση, αλλά ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Η ποιητική δύναμη των στίχων του και η μουσική τους είναι αλληλένδετες, αυτό το εξηγεί καλά. Όσο για τις πολιτικές του απόψεις, αυτές παρουσιάζουν ενδιαφέρον γιατί εδώ και χρόνια εμφανίζονται, με διάφορες παραλλαγές, στη συντηρητική ιδεολογία, άλλοτε με εκλεπτυσμένη και άλλοτε με χοντροκομμένη μορφή (βλ. Άδωνη Γεωργιάδη).
«Προστατέψτε τη δημοκρατία μας», καλεί τα νέα παιδιά ο συγγραφέας. Όμως τα νέα παιδιά, όπως και τα μεγαλύτερα, νοιάζονται και για την ποιότητα, το ήθος της δημοκρατίας μας και του κοινοβουλευτισμού μας, όπως έδειξαν και οι πρόσφατες συγκεντρώσεις για τα Τέμπη. Και αυτή τη δημοκρατία δεν την έφεραν και δεν την προστατεύουν φωτισμένοι δεξιοί ηγέτες σαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ή τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Την έφεραν η εξέγερση του Πολυτεχνείου (την οποία ο συγγραφέας προσπερνά σχεδόν στο ντούκου) και οι πληγές της Κύπρου. Την περιφρουρούν όσοι, με ποικίλους τρόπους, εξακολουθούν σήμερα να αγωνίζονται ενάντια στο άδικο. Ενάντια στα πολλά πρόσωπα του άδικου, με τα οποία έχει πάψει να ασχολείται ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Μαριάννα Τζιαντζή