Χρύσα Καραμήτρου
Στα κρίσιμα χρόνια από την Κατοχή έως τον Εμφύλιο, καθοριστικό ρόλο στη σύγκρουση αντίπαλων δυνάμεων γύρω από το ζήτημα της εξουσίας, είχε η Εκκλησία της Ελλάδας, τόσο ως θεσμός όσο και ως πεδίο πολιτικής δράσης συγκεκριμένων προσωπικοτήτων της θρησκευτικής Ιεραρχίας, που με τους χειρισμούς τους επηρέασαν τη μορφή του ελληνικού μεταπολεμικού κράτους. Ως ένας από τους θεσμούς του εποικοδομήματος με στάση υποταγής απέναντι στην εκάστοτε εξουσία στάθηκε ανερυθρίαστα στο πλευρό της άρχουσας τάξης.
Η δράση των αρχιεπισκόπων Χρύσανθου και Δαμασκηνού
Ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος ηγήθηκε της Εκκλησίας της Ελλάδος ως εκλεκτός του Ιωάννη Μεταξά. Το 1941, με τον θάνατο του Μεταξά, το κενό εξουσίας, την επίθεση των Γερμανών στην Ελλάδα, την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα και την άρνηση του Χρύσανθου να ορκίσει την κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου, τίθεται εκ νέου το αρχιεπισκοπικό ζήτημα. Ο Δαμασκηνός δεν διστάζει να παράσχει τη νομιμοποίησή του στην κατοχική κυβέρνηση με τη δικαιολογία ότι πρόκειται για ένα «μέτρο ανάγκης» και γίνεται ο νέος αρχιεπίσκοπος.
Ήδη από τα χρόνια της κατοχής ο ειδικός απεσταλμένος του Χίτλερ στη νοτιοανατολική Ευρώπη χαρακτηρίζει τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό ως την πιο ισχυρή πολιτική φυσιογνωμία που γνώρισε στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια. Το 1942 κι ενώ ο Τσόρτσιλ θεωρούσε τον Δαμασκηνό όργανο των Γερμανών, ο αρχιεπίσκοπος έρχεται σε επαφή με τους Άγγλους και η εικόνα αυτή αλλάζει. Σύμφωνα με εκθέσεις των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών ο Δαμασκηνός ήταν το μόνο πρόσωπο που μπορούσε να ενώσει όλα τα ρεύματα και να εξασφαλίσει την «ομαλή απελευθέρωση» χωρίς να οδηγηθεί η χώρα σε εμφύλιο πόλεμο.
Ο Δαμασκηνός συνομιλούσε με τους πάντες. Δεν καταδίκαζε ανοιχτά τους κομμουνιστές και την εθνική αντίσταση, όπως του υποδείκνυε η κατοχική κυβέρνηση να κάνει, αλλά από την άλλη υπηρέτησε με κάθε τρόπο το σύστημα εξουσίας στην Ελλάδα. Κρατούσε ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας και με την αριστερά, όπως άλλωστε και με τα τμήματα του ΕΛΑΣ της Στερεάς. Σύμφωνα με πηγές ήταν ενήμερος για σημαντικά γεγονότα της αντίστασης, όπως τον σχηματισμό της κυβέρνησης του βουνού, αλλά και τη φιλοξενία σε μοναστήρια της Αττικής και τη μυστική φυγάδευση χιλιάδων Εβραίων στις ελεύθερες περιοχές της Ελλάδας. Το ΚΚΕ καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής απέφευγε να επιτεθεί στον Δαμασκηνό και μάλιστα επικοινωνούσε μαζί του για ζητήματα που προέκυπταν.
Ο αντικομμουνισμός των ιεραρχών
Η μεγάλη πλειοψηφία των ιεραρχών τηρούσε εχθρική στάση απέναντι στο ΕΑΜ. Η Ιερά Σύνοδος με δύο εγκυκλίους της το καλοκαίρι του 1941 καλούσε τους μητροπολίτες να συστήσουν στους πιστούς την παράδοση των όπλων και την πλήρη συμμόρφωση στις επιταγές των κατακτητών. Τίποτα δεν εμπόδισε, ωστόσο, ακόμη και αυτούς τους μητροπολίτες που το έπραξαν να κάνουν στροφή 180 μοιρών όσο πλησίαζαν οι μέρες της απελευθέρωσης. Είναι χαρακτηριστική η παρατήρηση-απορία του Σπύρου Κωτσάκη, καπετάνιου του Α΄ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ, αναφορικά με την πρώτη δοξολογία στις 14 Οκτωβρίου του 1944 που έγινε για την απελευθέρωση στη Μητρόπολη Αθηνών: «Η Μητρόπολη γεμάτη κόσμο. Μαύρα επίσημα ρούχα και μεγάλες στρατιωτικές στολές. Πού ήταν όλος αυτός ο μπιχλιμπιδωτός κόσμος στην Κατοχή; Τώρα πόζαρε και έπαιρνε επίσημα τη θέση του σαν ηγεσία του έθνους εδώ μέσα… Ο Δαμασκηνός πελώριος στην Ωραία Πύλη ψέλνει βροντερά τον ειδικό δοξαστικό ύμνο, που έχουν συνθέσει για την περίσταση στη γλώσσα του…».
Η μεγάλη πλειοψηφία των ιεραρχών τηρούσε εχθρική στάση απέναντι στο ΕΑΜ
Ο αντικομμουνισμός των περισσότερων ιεραρχών, η θεωρία του «μικρότερου κακού» (αυτού των Γερμανών), ο εναγκαλισμός μητροπολιτών με τις δυνάμεις των Ες-Ες ακόμη και το καλοκαίρι του ‘44, τίποτα από τα παραπάνω δεν θεωρήθηκε δυστυχώς αρκετό για να θέσει το ΚΚΕ θέμα δίωξής τους, αλλά εφαρμόζοντας την απόφαση της ΠΕΕΑ (10 Απριλίου 1944) για εφαρμογή του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας και όλων των βασικών εκκλησιαστικών νόμων στις περιοχές που έλεγχε ο ΕΛΑΣ, συνεργάστηκαν άψογα μαζί τους.
Παράλληλα, ο πρώην αρχιεπίσκοπος και εκλεκτός του Ιωάννη Μεταξά, Χρύσανθος, ως μέλος του «Μετώπου Εθνικοφρόνων-Βασιλοφρόνων» και εκπρόσωπος του βασιλιά Γεωργίου στην Ελλάδα, ρυθμίζει τη δράση των εθνικών οργανώσεων, διασπά τους «δημοκρατικούς ηγέτες» ως προς την αποδοχή ή όχι του βασιλιά και καθορίζει παρασκηνιακά την έκταση του αγώνα κατά του ΚΚΕ και της Αριστεράς στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του «…δεν αξίζει να νικήσεις τον Γερμανό για να φέρεις τον Ρώσο αφέντη. Οι αναρχικοί είναι σκληροί στον αγώνα, αλλά θα πολεμηθούν με σκληρότητα και ας όψονται για ό,τι συμβεί…».
Οι προοδευτικοί μητροπολίτες και οι ιερείς της αντίστασης
Από την άλλη πλευρά υπήρχε και μια ομάδα μητροπολιτών, οι οποίοι, είτε είχαν ενταχθεί στο ΕΑΜ, είτε ακολουθούσαν φιλική πολιτική προς αυτό: ο Κοζάνης Ιωακείμ, ο Ηλείας Αντώνιος, ο Χίου Ιωακείμ, ο Σάμου Ειρηναίος, ο Χαλκίδος Γρηγόριος, ο Δημητριάδος Ιωακείμ, ο Αττικής Ιάκωβος, κ.ά.
Ο μητροπολίτης Κοζάνης Ιωακείμ, γνωστός και ως «κόκκινος δεσπότης» εντάχθηκε στο ΕΑΜ το 1942 και είναι αυτός που στην Α’ Πανθεσσαλική Συνδιάσκεψη Ανταρτών του ΕΛΑΣ, υποστήριξε με έναν πύρινο λόγο τη συγχώνευση του κομμουνισμού με τον χριστιανισμό, προκαλώντας αμηχανία στα στελέχη του ΚΚΕ, που προσπαθούσαν να απολογηθούν για τα λεγόμενά του στην παρούσα βρετανική αποστολή. Είναι ο ίδιος που, στην Α’ Παμμακεδονική συνδιάσκεψη της ΕΠΟΝ, αναφέρει: «Οι λόρδοι του Λονδίνου και οι χρηματιστές της Γουόλ Στριτ άπλωσαν το χέρι τους και έσφιξαν το ροζιασμένο χέρι του Στάλιν. Και εμείς οι ψωριαραίοι δεν το δίνουμε. Δεν είμαι κομμουνιστής. Μα θεωρώ τιμή μου να συνεργάζομαι με κομμουνιστές. Στη Μόσχα μπορεί να μην έχει πολλά καμπαναριά, δεν έχει όμως και κόκκινα φανάρια …».
Τις τελευταίες μέρες της κατοχής το ΕΑΜ επηρέαζε 3.000 κατώτερους κληρικούς. Ωστόσο, αυτό το πέτυχε χάρη σε ένα πρόγραμμα από το οποίο απουσίαζε κάθε ίχνος αντικληρικισμού σε συνδυασμό με μια πολιτική μη αμφισβήτησης του εκκλησιαστικού καθεστώτος. Άλλωστε, από το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ μέχρι το επίπεδο συντάγματος λειτουργούσε συγκροτημένη θρησκευτική υπηρεσία με στρατιωτικούς ιερείς. Πιο συγκεκριμένα, μετά τη συγκρότηση της ΠΕΕΑ, οι στρατιωτικοί ιερείς, που είχαν ενταχτεί στον ΕΛΑΣ, ονομάστηκαν σταδιακά υπολοχαγοί, ανθυπολοχαγοί και διάκονοι.
Οι συνομιλίες Δαμασκηνού με τους Άγγλους
Από την απελευθέρωση και μέχρι το τέλος του ‘44 ο Δαμασκηνός δεν έκρυψε ποτέ τις φιλοδοξίες του να παίξει πολιτικό ρόλο. Μετά από πολλές παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, με αποδοχή του προσώπου του από τον Τσόρτσιλ -ακόμη και από το ΕΑΜ- ο Δαμασκηνός γίνεται αντιβασιλέας. Ο Τσόρτσιλ εντυπωσιάστηκε την πρώτη φορά που είδε τον Δαμασκηνό τόσο από την όλη του εμφάνιση ( «… ο αρχιεπίσκοπος … με το τεράστιον καλιμμαύκιον, το οποίον ενόμιζα ότι τον έκαμνε επτά πόδας υψηλόν…» ) όσο και από το αντικομμουνιστικό του μένος κατά τη συζήτηση μαζί του για τον ορισμό της Αντιβασιλείας, καθώς ο Δαμασκηνός τον ενημέρωσε ότι την ίδια μέρα (26/12/44) εξέδωσε αρχιεπισκοπική εγκύκλιο, με την οποία καταδίκαζε τον «όχλο» του ΕΛΑΣ για τη σύλληψη 8.000 ομήρων. Από την άλλη, δεν φαίνεται να διαμαρτυρήθηκε στο ίδιο «ύφος» στους Βρετανούς αντίστοιχα για τη σύλληψη 15.000 ανθρώπων κατά τη διάρκεια των μαχών του Δεκέμβρη, οι οποίοι στάλθηκαν σε στρατόπεδα της Βορείου Αφρικής και πολλοί από αυτούς δεν γύρισαν ποτέ πίσω, αν και είχε ενημερωθεί εγγράφως σχετικά με το θέμα αυτό από το ΕΑΜ, που ζητούσε την παρέμβασή του για την απελευθέρωσή τους.
Με την αυγή του 1945, ο Δαμασκηνός στο πρώτο διάγγελμά του ως αντιβασιλέας αναφέρει μεταξύ άλλων: «Το εφ’ ημιν διαβεβαιούμεν τον λαόν ότι … θα θέσωμεν πάσας τας ασθενείς ημών δυνάμεις εις την υπηρεσίαν των αρχών της ελευθερίας, της ισότητος και της δικαιοσύνης, τας οποίας διεκήρυξεν η Αγία ημών θρησκεία και αι οποίαι, μόναι, δύνανται να στηρίζουν τον Εθνικόν Οίκον…».
Από τη Βάρκιζα στον Εμφύλιο – Η συνενοχή της Εκκλησίας της Ελλάδας
Μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Βάρκιζας ο Δαμασκηνός δηλώνει σε αντιπροσωπεία του ΕΑΜ που τον επισκέφτηκε: «Σήμερον υπεγράφη η συμφωνία της εσωτερικής ειρηνεύσεως, διά της οποίας τίθεται τέρμα εις την αδελφοκτόνον ρήξιν … πρέπει πάντες επιβάλλοντες σιγήν εις το αίσθημα της οδύνης … Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι διά της Συμφωνίας είναι δυνατόν να παρασγνωρισθή η αρχή της ανάγκης κυρώσεων διά τα διαπραχθέντα εγκλήματα …». Έτσι, με τις «ευλογίες» της Εκκλησίας ξεσπά ένα κύμα ανεξέλεγκτης τρομοκρατίας, που σάρωσε τη χώρα. Μετά τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, η Εθνοφυλακή και η Χωροφυλακή, σε συνεργασία με δεξιές παραστρατιωτικές ομάδες, εξαπέλυσαν εκστρατεία βίας στην ύπαιθρο, οδηγώντας σε αδιέξοδο και απόγνωση χιλιάδες ανθρώπους, που έφευγαν και πάλι για το βουνό, προκειμένου να γλιτώσουν τη ζωή τους.
Πλήρης η σιωπή της εκκλησίας στην τρομοκρατία κατά της Αριστεράς μετά τη Βάρκιζα
Πλήρης η σιωπή της Εκκλησίας της Ελλάδας για τη βία και τις αυθαιρεσίες! Ξυλοδαρμοί, λεηλασίες, απαγωγές διαπόμπευση, βασανισμοί, δολοφονίες! Τόσο ο Δαμασκηνός όσο και ο πρώην αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος δεν παρενέβησαν ποτέ, για να σταματήσουν ακόμη και τις πρώτες εκτελέσεις μετά τη Βάρκιζα, όπου στήνονταν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα 15χρονα και 16χρονα παιδιά. Στην επιχείρηση συλλήψεων και φυλακίσεων που οργανώθηκε με βάση το άρθρο της Συμφωνίας της Βάρκιζας, με το οποίο εξαιρούνταν από την αμνηστία τα κοινά ποινικά αδικήματα, εκδόθηκαν 80.000 εντάλματα σύλληψης και φυλακίστηκαν χιλιάδες αριστεροί. Η ιεραρχία, με προεξάρχοντα τον Δαμασκηνό, δεν σύρθηκε απλώς δίπλα στην κυβέρνηση, το παλάτι και τον στρατό ενάντια στους κομμουνιστές, αλλά συμμετείχε συνειδητά στη δημιουργία του νέου αντικομμουνιστικού μετώπου.
Επιπλέον, κι ενώ το πολιτειακό ζήτημα εκκρεμεί η Ιερά Σύνοδος απαίτησε την κατάργηση του νόμου που απαγόρευε να μνημονεύεται κατά τη θεία λειτουργία το όνομα του βασιλιά. Η αντίδραση της Αριστεράς βαφτίζεται από την Ιεραρχία «Ανταρσία» και με εγκύκλιο που εκδίδει σε έκτακτη Σύνοδο το καλοκαίρι του ‘45 κηρύττει την έναρξη σταυροφορίας κατά των φορέων «των υλιστικών κοσμοθεωριών». Η Εκκλησία μετέφερε θρησκευτικές αντιλήψεις από το πεδίο της πίστης στο πεδίο της πολιτικής αναμέτρησης. Αξιοποιώντας το βιβλίο της Αποκάλυψης και ως πολιτικό κείμενο, διείδε την εμφύλια αναμέτρηση ως αγώνα μεγάλης έντασης ενάντια στο «κακό», τον «λυσσαλέο «σατανισμό», δηλαδή (κατ’ αυτούς) τον κομμουνισμό. Έτσι, οι κομμουνιστές αντιμετωπίστηκαν ως «τέρατα του σατανισμού και όργανα του δαιμονισμού» που οι πράξεις τους προσιδίαζαν στις «σκοτεινές δυνάμεις του Αντίχριστου» και, αλυσοδέθηκαν στους τόπους εξορίας από μια εξουσία που είχε έμβλημα τον δικέφαλο αετό, το βασιλικό στέμμα ή ακόμη-ακόμη και τον φοίνικα της Χούντας του ’67.
Στη διάρκεια του εμφυλίου, νεαροί αρχιμανδρίτες και μετέπειτα μητροπολίτες υπηρέτησαν στο κολαστήριο της Μακρονήσου με την ιδιότητα των στρατιωτικών παπάδων. Ακόμη και αρκετά χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, το ένα τρίτο των μελών της Ιεραρχίας δήλωναν με υπερηφάνεια στα -δημοσιευμένα στα επίσημα «Δίπτυχα» της Εκκλησίας- βιογραφικά τους την «ευδόκιμη» προϋπηρεσία τους στον Στρατό και τη Μακρόνησο κατά την περίοδο του Εμφυλίου. Στο παιδικό κολαστήριο της Λέρου, άλλωστε, όπου μεταφέρονταν τα «συμμοριτόπαιδα», παράλληλα με τους ξυλοδαρμούς των παιδονόμων, γνωστοί ιερείς αναλάμβαναν το θεάρεστο έργο να τους μαθαίνουν προσευχές!
Στο ερώτημα «τι ήταν ο Δεκέμβρης του ’44» ο Γεώργιος Παπανδρέου απάντησε «δώρο του Υψίστου», εννοώντας προφανώς την αναχαίτιση του κομμουνισμού. Αυτό το «δώρο» εξασφάλισε αδιαμφισβήτητα τη συνέχιση της μιζέριας, της φτώχειας, του χάους, της διάλυσης της χώρας και των ανθρώπων της μετά την Κατοχή, τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο. Το καλυμμαύκι του Δαμασκηνού με το μακρύ μαύρο πέπλο, που τόσο εντυπωσιακά ψηλό τον καθιστούσε, ψήλωνε δυστυχώς μόνο το μπόι του κι όχι το (ηθικό) ανάστημά του! Το καλυμμαύκι ανήκει στα ιερά άμφια των κληρικών και συμβολίζει τη μοναχική υπακοή, την ταπεινοφροσύνη και την προσήλωση στον Θεό. Αν ήθελε ο Δαμασκηνός αλλά και όλη η Ιεραρχία να τιμήσουν τουλάχιστον τα ιερά τους άμφια και τις αρχές της αγάπης, της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης, που ευαγγελίζεται η πίστη τους και επικαλούνταν στα διαγγέλματά τους, θα είχαν επιλέξει την πλευρά των «ταπεινών και καταφρονεμένων»! Αντίθετα, συνέβαλαν στην εξολόθρευση των πιο άξιων κυρίως νέων ανθρώπων, συνεχίζοντας το αποτρόπαιο έργο των κατακτητών και στερώντας έτσι από αυτόν τον πολύπαθο τόπο το ομορφότερό του μέλλον!
Βιβλιογραφία
- Ζορμπάς Κ., Πολιτική και Θρησκείες, Αθήνα: Παπαζήση, 2007.
- Καραγιάννης Γιώργος Ν., Η Εκκλησία από την κατοχή στον εμφύλιο, Αθήνα: Προσκήνιο-Άγγελος Σιδεράτος 2001.
- Τσιρώνης Θ., Εκκλησία Πολιτευομένη – Ο πολιτικός λόγος και ρόλος της Εκκλησίας της Ελλάδος (1913-1941), Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, 2010.
- «Το κατά αντικομμουνιστήν Ευαγγέλιον», περιοδικό Θέσεις, Τεύχος 132: Ιούλιος- Σεπτέμβριος 2015, Δημήτρης Αρκάδας