Κώστας Παπαγεωργίου
Δημοτικά τέλη: Αυξήσεις «φωτιά» και το 2025
«Πρωτοχρονιάτικος μποναμάς» σε βάρος της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας, με σημαντικές αυξήσεις στα δημοτικά τέλη (τέλη καθαριότητας και ηλεκτροφωτισμού), αλλά και στους λοιπούς δημοτικούς φόρους προβλέπεται σε εκατοντάδες δήμους σε όλη τη χώρα με τη νέα χρονιά. Οι δήμοι, εφαρμόζοντας οριζόντια τα μέτρα των αυξήσεων, αποδεικνύουν ότι αποτελούν έναν σκληρό φορομπηχτικό μηχανισμό για τους εργαζόμενους και τη νεολαία, μεσάζοντες για τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και το καπιταλιστικό κέρδος, πιστοί στην εφαρμογή της αντιλαϊκής κυβερνητικής πολιτικής που προωθεί την ανταποδοτικότητα στις υπηρεσίες.
Τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους. Οι αυξήσεις στις περισσότερες περιπτώσεις κυμαίνονται από 30% έως και 60%, ενώ κάπου αγγίζουν ακόμη και το 200%! Ο Δήμος Αμπελοκήπων-Μενεμένης του προέδρου της ΚΕΔΕ, Λάζαρου Κυρίζογλου, προχωρά σε αύξηση 20% των δημοτικών τελών. Ο Δήμος Περιστερίου, ένας από τους μεγαλύτερους στη χώρα, αυξάνει τα δημοτικά τέλη κατά 2,5 εκατ. ευρώ ετησίως. Ο Δήμος Κεντρικής Κέρκυρας και Διαποντίων Νήσων προγραμματίζει αύξηση «ρεκόρ», από 11 εκατ. ευρώ το 2024 σε 22 εκατ. ευρώ το 2025. Ο Δήμος Λαρισαίων αποφάσισε αύξηση 35% στα δημοτικά τέλη, που θα αφορά όλα τα ακίνητα του δήμου, συμπεριλαμβανομένων για πρώτη φορά και εκείνων που χρησιμοποιούνται για κοινωφελείς και φιλανθρωπικούς σκοπούς. Ο Δήμος Αιγιαλείας αποφάσισε δύο αυξήσεις μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο, με 47% στις αρχές του 2024 και νέα αύξηση 27% πρόσφατα. Δεν είναι λίγα και τα παραδείγματα δήμων που ενσωμάτωσαν ανάλογες αυξήσεις τους προηγούμενους μήνες, όπως ο Δήμος Νάξου, που τον περασμένο Μάιο προχώρησε σε αύξηση των δημοτικών τελών κατά 690%!
Η πρόσφατη απόφαση του ΕΣΔΝΑ για καταβολή πάνω απο 200 εκατ. το 2025 από τους 66 δήμους της Αττικής για το «τέλος ταφής» (έναντι 110 εκατ. το 2024) έρχεται να απογειώσει όσα πάνε να αρπάξουν από τους κατοίκους.
▸ Στα 500 εκατ. ευρώ το έλλειμμα της προηγούμενης διετίας
Οι δημοτικές αρχές, για να εξωραΐσουν την ταξική επιλογή τους να μετακυλήσουν το κόστος στους εργαζόμενους και τους μικροεπαγγελματίες, μιλούν για «αναγκαία αναπροσαρμογή» που επιβάλλεται από το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον στην τοπική διοίκηση και τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν αρκετοί δήμοι, με το έλλειμμα την προηγούμενη διετία να υπολογίζεται σε σχεδόν 500 εκατ. ευρώ. Επίσης, επικαλούνται το αυξημένο κόστος στην ενέργεια εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία, την αύξηση της μισθοδοσίας των υπαλλήλων μέσω των μισθολογικών ωριμάνσεων και φυσικά του κόστους διαχείρισης των απορριμμάτων με τις αυξήσεις που προβλέπονται για το τέλος ταφής, καθώς από το 2025 το κόστος θα φτάνει τα 35 ευρώ τον τόνο.
Στην πραγματικότητα βέβαια εφαρμόζουν πιστά την πολιτική που λέει ότι για τις ανάγκες λειτουργίας των δήμων θα πληρώνουν αδρά οι δημότες μέσω των δημοτικών φόρων και τελών. Οι δημότες δηλαδή, που ήδη δέχονται την φορολεηλασία με τους υπέρογκους άμεσους και έμμεσους φόρους. Αλλά ακόμα και αυτά τα έσοδα δεν τα αποδίδει το κράτος στους δήμους ούτε στο ποσοστό που αποδίδονταν πριν από 10 χρόνια.
Πιο συγκεκριμένα, στο όνομα δήθεν της αποφυγής του «δημοσιονομικού εκτροχιασμού» συνεχίζεται η απόδοση μειωμένων κατά 60% των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων (ΚΑΠ) στην τοπική διοίκηση από τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Και κάπως έτσι την τελευταία δεκαετία οι παρακρατηθέντες ΚΑΠ αγγίζουν τα 30 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει πως, ενώ θα έπρεπε για το νέο έτος οι ενισχύσεις των δήμων να είναι περίπου 6 δισ. ευρώ, δεν προβλέπεται να ξεπεράσουν τελικά τα 2,8 δισ. ευρώ. Είναι χαρακτηριστικό πως η ονομαστική μείωση των ΚΑΠ, από το 2009 μέχρι σήμερα, για τους ΟΤΑ Α’ και Β’ βαθμού ξεπερνάει το 20%.
Καθηλωμένες παραμένουν από το 2014 και έπειτα οι ΣΑΤΑ (επιχορήγηση για επισκευές, συντηρήσεις και μικρές επενδύσεις), ενώ περιορίζονται σε μηδαμινά κονδύλια οι δημόσιες δαπάνες για σημαντικές ανάγκες (Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων), όπως τα αντιπλημμυρικά έργα, η αντιπυρική προστασία, η αντισεισμική θωράκιση και τα κονδύλια για την κοινωνική πολιτική φτάνουν μέχρι τα όρια των περίφημων «δικτύων φτώχειας» συνεπικουρούμενα από τον εθελοντισμό, που για το 2023 έφθασαν τα 215 εκατ. ευρώ.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα που προκύπτει από την εφαρμογή της υπουργικής απόφασης για αυτόματη είσπραξη του ποσού που αντιστοιχεί στο τέλος ταφής. Την ώρα που παραδίδουν τη διαχείριση των απορριμμάτων στους επιχειρηματικούς ομίλους προς χάριν του καπιταλιστικού κέρδους, κυβέρνηση-ΕΕ και δημοτικές αρχές επιβάλλουν στους κατοίκους να πληρώνουν πανάκριβα δημοτικά τέλη για υποβαθμισμένες υπηρεσίες, με ανύπαρκτη ανακύκλωση χωρίς ουσιαστική βελτίωση στη διαχείριση των απορριμμάτων. Αντιμετωπίζουν τη διαχείριση των απορριμμάτων με όρους κόστους – οικονομικού οφέλους και όχι προστασίας της υγείας και του περιβάλλοντος. Προκρίνουν τα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και πριμοδοτούν την ανάθεσή τους στο κεφάλαιο με επιδοτήσεις των εταιρειών που αναλαμβάνουν έργα σε αυτόν τον τομέα. Απαξιώνουν τις δημόσιες υπηρεσίες καθαριότητας με απαγόρευση των μόνιμων προσλήψεων και μείωση της χρηματοδότησης.
Συνολικά, δηλαδή, οι δήμοι ενισχύουν το φορομπηχτικό τους χαρακτήρα σε μια περίοδο στην οποία η ακρίβεια σαρώνει το λαϊκό εισόδημα, η αγοραστική δύναμη και οι μισθοί παραμένουν παγωμένοι, το «Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό-Διαρθρωτικό Σχέδιο» της ΕΕ αποτελεί ένα δρακόντειο σύμφωνο, χειρότερο απ’ τα μνημόνια, που οργανώνει και υλοποιεί την επίθεση στον κόσμο της δουλειάς και οι μόνες δαπάνες που εξαιρούνται από τους δημοσιονομικούς «κόφτες» είναι οι πολεμικές συμπιέζοντας ακόμα περισσότερο τα νοικοκυριά.
Η οικονομική πολιτική στο τοπικό κράτος αποδεικνύει πως η συγκρότηση του κράτους στο επίπεδο δήμων και περιφερειών αποτελεί τμήμα του κρατικού μηχανισμού και αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτικής, ιδεολογικής και οικονομικής λειτουργίας του αστικού κράτους, που εξασφαλίζει την μακροπρόθεσμη αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης. Οι λειτουργίες του, πέραν των άλλων, σχετίζονται και με σημαντικότατες πολιτικές και ιδεολογικές πλευρές, επιτρέποντας την αποτελεσματικότερη οργάνωση του συνασπισμού εξουσίας σε τοπικό επίπεδο σε κάθε περίοδο. Σήμερα, το μοντέλο λειτουργίας του υπακούει στην αρχή της «πολυεπίπεδης διακυβέρνησης» με την προώθηση μιας διαρκούς διαδικασίας μεταφοράς αρμοδιοτήτων, από το κεντρικό κράτος προς τα κάτω (τοπική και περιφερειακή διοίκηση), προς τα πάνω (ΕΕ) και προς τα έξω (ιδιώτες και τη λεγόμενη «κοινωνία των πολιτών»).
Αυτό σημαίνει πως, ανεξάρτητα από το μίγμα διαχείρισης που κάθε φορά υιοθετείται, η πολιτική όσον αφορά τους οικονομικούς πόρους για τη λειτουργία του τοπικού κράτους εντάσσεται στο πλαίσιο της «δημοσιονομικής προσαρμογής» των μηδενικών ελλειμμάτων και των ισοσκελισμένων ή/και πλεονασματικών κρατικών προϋπολογισμών που ισχύει για όλες τις χώρες – μέλη της ΕΕ. Με αυτό τον κανόνα διαμορφώνονται και οι προϋπολογισμοί δήμων και περιφερειών και κινείται και όλο το πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής που ακολουθούν. Το σύνολο των αντιλαϊκών, αντιδραστικών ρυθμίσεων δεν είναι ευκαιριακό, δεν τελείωσε με τη δήθεν «έξοδο από τα μνημόνια» ούτε υφίσταται κάποια ποσοτική χαλάρωση εξαιτίας της πίεσης που προκάλεσαν η πανδημία και η υγειονομική κρίση, αλλά η πιστή εφαρμογή τους θα ελέγχεται από ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ, σε καθεστώς επιτροπείας, μέχρι το 2060.
Αντίθετα, η αποδοχή και εφαρμογή αυτής της κεντρικής πολιτικής από το σύνολο δήμων – περιφερειών οδηγεί σε τρεις δρόμους ταυτόχρονα: α) την ασφυκτική εξάρτηση από το ΕΣΠΑ, β) την ενίσχυση της λειτουργίας και παροχής υπηρεσιών με ιδιωτικο – οικονομικά κριτήρια και γ) την ενίσχυση της φορομπηξίας των δημοτών και την εξεύρεση «εξωτερικών» πηγών χρηματοδότησης.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 4-5 Ιανουαρίου
Ελένη Βαφειάδου: Πληρώνουν οι υπερφορολογημένοι δημότες ξανά και ξανά
Γιάννης Λαθήρας: Κινήματα πόλης για μηδενισμό δημοτικών τελών και φόρων