Χρήστος Παπαδόπουλος, Κίνηση Ενωτικής Μαχόμενης Αριστεράς (ΚΕΜΑ)
Φάκελος / Εκλογική νίκη ΣΥΡΙΖΑ
Πέρασαν δέκα χρόνια από τον Ιανουάριο του 2015, όταν ο αντιμνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές με ποσοστό 36,34%, μέσα από τους αγώνες που αναπτύχθηκαν ενάντια στα μνημόνια, από την προσπάθεια να τεθεί τέλος στη λιτότητα, στη φτωχοποίηση των εργαζομένων, στο ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου της χώρας, την αντιμετώπιση και τη βαθιά διαγραφή του δημόσιου χρέους.
Τον ΣΥΡΙΖΑ ανάδειξε στη διακυβέρνηση ο αντιμνημονιακός αγώνας μετά το 2010, εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων και ανέργων, καθώς και οι αγώνες χιλιάδων αγωνιστών μέσα από τις γραμμές του, για την απαλλαγή της χώρας μας από την Τρόικα, τα μνημόνια, τη λιτότητα, τον κυβερνητικό αυταρχισμό. Τον έφερε στην κυβέρνηση η αντιμνημονιακή πολιτική του, η πάλη ενάντια στα μνημόνια και την εξάρτηση της χώρας, η αντίληψη για την κυρίαρχη αντίθεση εκείνη τη χρονική συγκυρία που ξεσήκωνε τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών και ήταν η πάλη ενάντια στα μνημόνια και η κατάργησή τους και η προσπάθεια να επιτευχθεί αυτή η πορεία μέσα από μια κυβέρνηση της Αριστεράς.
Σύντομα μετά τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης και την υπόσχεση για εφαρμογή του προγράμματος της Θεσσαλονίκης ήρθε η σκληρή πραγματικότητα.
Χωρίς σχέδιο ουσιαστικής αντιπαράθεσης με την Τρόικα και τις Βρυξέλλες η ηγετική ομάδα γύρω από τον πρωθυπουργό Α. Τσίπρα συμφώνησε και ο υπουργός Οικονομικών υπέγραψε τη συμφωνία με την Τρόικα της 20ης Φλεβάρη του 2015, που προέβλεπε μεταξύ των άλλων, την πληρωμή στους δανειστές 7 δισ. για χρεολύσια, με επιμήκυνση αποπληρωμής του χρέους, μέχρι 30 Ιουνίου και την εγγύηση των απαραίτητων δημοσιονομικών πλεονασμάτων.
Στο διάστημα αυτό η Ε.Κ.Τ. θα συνέχιζε να κρατά τις Ελληνικές τράπεζες σε καθεστώς έκτακτης ρευστότητας.
Η συμφωνία αυτή είναι ένα κρίσιμο ιστορικά κομβικό σημείο της οποίας το κείμενο η προεδρική πλειοψηφία στο κόμμα προσπάθησε να παρουσιάσει ως «δημιουργική ασάφεια», ενώ εγκαταλείφθηκε άρον-άρον το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης και η Τρόικα στο εξής βαφτίστηκε και έγινε «θεσμοί».
Άμεσα η Αριστερή Πλατφόρμα κατέθεσε πρόταση με τη διαφωνία της στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ (28η Φλεβάρη και 1η Μαρτίου), που συνήλθε με μάζεμα υπογραφών, παίρνοντας το 41% των ψήφων των παρόντων μελών της ΚΕ.
Η συμφωνία εκείνη, που ήταν το τέλος των αυταπατών για την ηγετική ομάδα, λόγω της ισχυρής εσωτερικής αντίδρασης στον ΣΥΡΙΖΑ και την κοινοβουλευτική ομάδα, δεν πήγε ποτέ για επικύρωση στη Βουλή, δεν έπαυε όμως να είναι μια συμφωνία της κυβέρνησης Α. Τσίπρα που δέσμευε τη χώρα.
Η συμφωνία της 20ης Φλεβάρη είναι ένα κρίσιμο ιστορικά κομβικό σημείο της οποίας το κείμενο η προεδρική πλειοψηφία στο κόμμα προσπάθησε να παρουσιάσει ως «δημιουργική ασάφεια», ενώ εγκαταλείφθηκε άρον-άρον το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης
Έτσι η κυβέρνηση οδηγήθηκε, μέχρι τον Ιούνιο, χωρίς καμιά προσπάθεια ανεξάρτητης δημοσιονομικής πολιτικής και χωρίς καμιά παροχή από την Ε.Κ.Τ. σε στράγγισμα κάθε ρευστότητας, με μηδενική ανοχή από την Τρόικα μέσα από ατέρμονες συζητήσεις και συνεχείς πιέσεις για υποχωρήσεις, με ροή κεφαλαίων στο εξωτερικό, χωρίς στο διάστημα αυτό να διαμορφώσει ένα εναλλακτικό σχέδιο σύγκρουσης με την ΟΝΕ και την Ε.Ε. (π.χ. διακοπή πληρωμών, διαγραφή χρέους, εθνικοποίηση τραπεζών, ρήξη με την ΟΝΕ), που ήταν πια αναγκαστικά μονόδρομος. Δεν αξιοποιήθηκε, μετά τις 17 Ιουνίου, το πόρισμα της Επιτροπής Αλήθειας για το δημόσιο χρέος.
Η κατάσταση αυτή οδήγησε τελικά στο κλείσιμο των τραπεζών από την Ε.Κ.Τ. και την προκήρυξη του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου του 2015, με κλειστές τις τράπεζες και ουρές έξω από τα ΑΤΜ.
Το ερώτημα ήταν αν θα έπρεπε να γίνουν αποδεκτές ή όχι οι προτάσεις των δανειστών, της Τρόικας.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν ιστορική τομή μέσα σε εκείνες τις συνθήκες για τη χώρα. Ο ελληνικός λαός με ποσοστό 61,31% απέρριψε τις προτάσεις, είπε ΟΧΙ στην Τρόικα και την Ε.Ε. Η νίκη του ΟΧΙ, με κλειστές τράπεζες και capital controls, στην οποία δεν πίστεψε η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, συνεχίζει να αποτελεί κορυφαία πράξη λαϊκής κυριαρχίας, ριζοσπαστικοποίησης του λαϊκού παράγοντα, χειραφέτησης του ελληνικού λαού, κορυφαία πράξη Δημοκρατίας, στον τόπο που γεννήθηκε.
Ανεξάρτητα πώς οδηγήθηκε η χώρα στο δημοψήφισμα και τις θέσεις που είχαν όλες οι αντιμνημονιακές δυνάμεις για την πορεία μέχρι τον Ιούλιο δημιουργήθηκε μια νέα κατάσταση που δεν είχε προηγούμενο για τη χώρα και την Ε.Ε. Φθάσαμε σε καθεστώς πραγματικής ρήξης με τους δανειστές και την Ε.Ε.
Ο πρωθυπουργός αντί να χρησιμοποιήσει τη στήριξη ευρύτατων κοινωνικών δυνάμεων, πολύ μεγαλύτερων από τις εκλογές του Ιανουαρίου, για την εφαρμογή μιας πολιτικής ενάντια στην Ε.Ε., υπέρ των δυνάμεων της εργασίας, που θα εξασφάλιζε το εισόδημα των εργαζομένων, τη ρευστότητα για τη χώρα, την εφαρμογή ανεξάρτητης δημοσιονομικής πολιτικής, θα αμφισβητούσε το χρέος της χώρας, θα εθνικοποιούσε τις τράπεζες, προχώρησε από την άλλη μέρα στην αντίθετη κατεύθυνση.
Μια βδομάδα μετά το δημοψήφισμα η ιστορική απόφαση του Ελληνικού λαού ανατράπηκε και υπογράφηκε από τον Α. Τσίπρα στις 13 Ιουλίου το τρίτο μνημόνιο παράδοσης της χώρας στους δανειστές.
Έγινε πάλι προσπάθεια μετά τις 13 Ιουλίου με νέο μάζεμα υπογραφών να συνεδριάσει η ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, ενάντια στο νέο μνημόνιο. Η ΚΕ συνήλθε τέλος Ιουλίου και εκεί ο Α. Τσίπρας εισηγήθηκε, ως ελιγμό, έκτακτο συνέδριο τον Σεπτέμβριο, ενώ παράλληλα στο παρασκήνιο, ετοίμαζε το πέρασμα από τη Βουλή του τρίτου μνημονίου με τη συναίνεση των κομμάτων της αντιπολίτευσης γιατί διαφορετικά δεν μπορούσε να εξασφαλίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Το τρίτο μνημόνιο πέρασε από τη Βουλή τον Αύγουστο του 2015 με την ψήφο του ΣΥΡΙΖΑ, που είχε απώλειες βουλευτών (32 Όχι, 11 Παρών, μία απουσία), της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, των ΑΝΕΛ και του Ποταμιού, οδήγησε στην παραίτηση της κυβέρνησης, στη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, τη δημιουργία της ΛΑΕ και στις εκλογές του Σεπτεμβρίου.
Το καλοκαίρι ήταν το τέλος της «βίαιης ωρίμανσης» που οδήγησε στο τρίτο μνημόνιο και τη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα κυβερνητικής διαχείρισης του τρίτου μνημονίου για τη χώρα μας από το Σεπτέμβριο του 2015 ως το 2019.
Οι δυνάμεις μέσα και έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ, που στάθηκαν μέχρι το τέλος απέναντι στα μνημόνια και την Ε.Ε., δεν μπόρεσαν να συνεννοηθούν έγκαιρα μετά τη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη μέχρι το δημοψήφισμα του Ιουλίου για τη σύγκρουση που ερχόταν.
Με την επικράτηση του ΟΧΙ και μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου από τον Α. Τσίπρα στις 13 Ιουλίου, στο κρίσιμο διάστημα, ως τα μέσα Αυγούστου που ήρθε στη Βουλή για ψήφιση δεν μπόρεσαν να συγκροτήσουν ένα κοινό προγραμματικό πλαίσιο αντίστασης και εκπροσώπησης του ΟΧΙ μέσα και έξω από τη Βουλή.
Και βέβαια μετά την ψήφιση του τρίτου μνημονίου, παρά το ότι έγιναν προσπάθειες, δεν μπόρεσαν να συγκροτήσουν ένα μεγάλο μέτωπο εκλογικής συνεργασίας που θα εκπροσωπούσε το ΟΧΙ στη Βουλή, θα στερούσε την αυτοδύναμη κυβερνητική πλειοψηφία από το μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ και ανεξάρτητα από το ποσοστό θα δρούσε ως εκπρόσωπος και υποστηρικτής των συμφερόντων των εργαζομένων, ως οιονεί αντιπολίτευση ενάντια στην Ε.Ε. και το μνημονιακό τόξο της Βουλής που υπερψήφισε το τρίτο μνημόνιο, που δέσμευε και δεσμεύει τη χώρα ως το 2060.
Η περίοδος διακυβέρνησης του μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ άνοιγε τον δρόμο απαξίωσης ενός ιστορικού δυναμικού της Αριστεράς, που μέχρι τότε δεν είχε σκύψει το κεφάλι και που δεν είχε σχέση με τις επιλογές και τις ευθύνες της ηγετικής ομάδας.
Η κατάληξη εκείνη απαξίωσε την Αριστερά, στο σύνολό της, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά στην Ευρώπη και ευρύτερα, απάλλασσε ιστορικά το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ από τις ευθύνες τους για την ψήφιση των δύο πρώτων μνημονίων, με τη δεύτερη να επανέρχεται στη διακυβέρνηση της χώρας από το 2019 ως σήμερα, διευρύνοντας τα αδιέξοδα με τη διαιώνιση της λιτότητας, την ακρίβεια και τη φτωχοποίηση του λαού.
Δέκα χρόνια, μετά από την ελπίδα που προδόθηκε νωρίς, πλήθος είναι ήδη στα ΜΜΕ τα αφιερώματα δίνοντας τον λόγο πρώτα στους διαχειριστές του τρίτου μνημονίου.
Αυτοί αμετανόητοι ακόμα και σήμερα, δικαιολογούν τη στάση τους, μιλούν για «αναγκαστικό συμβιβασμό», «συνειδητή αντιφατικότητα», «τραγική κατάληξη μιας ανέφικτης υπόσχεσης», «γεωπολιτική επιλογή η παραμονή στην Ευρώπη» κ.ά. υπερασπιζόμενοι και αποδεχόμενοι ανεξάρτητα από διατυπώσεις την ΤΙΝΑ (Τhere Is Not Alternative, δεν υπάρχει εναλλακτική).
Εν τω μεταξύ ο ΣΥΡΙΖΑ από το 35,16 % του Ιανουαρίου του 2015, έπεσε στο 14,92% των Ευρωεκλογών του Ιουνίου του 2024. Μετά από αυτές μπαίνοντας σε ένα καθοδικό σπιράλ εσωκομματικής αντιπαράθεσης και δύο νέων διασπάσεων (Νέα Αριστερά, Κίνημα Δημοκρατίας) έχασε τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης από το ΠΑΣΟΚ και κινείται σήμερα δημοσκοπικά αρκετά κάτω από το ποσοστό των ευρωεκλογών.
Με την απόσταση των δέκα χρόνων χρειάζεται μια αυτοκριτική ματιά όλων για την περίοδο εκείνη, χωρίς τις εκ των υστέρων βεβαιότητες για την πορεία των πραγμάτων, τη μνημονιακή μετάλλαξη και κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ, αφού η ήττα του ήταν και παραμένει ήττα όλης της Αριστεράς κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής ακόμα και σήμερα.
Η υποχώρηση για την Ευρωπαϊκή Αριστερά, η πανευρωπαϊκή άνοδος της ακροδεξιάς, οι δύο πόλεμοι στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, η στρατιωτικοποίηση της Ευρώπης, η άνοδος της ολιγαρχίας του πλούτου, χωρίς διαμεσολάβηση, στην εξουσία στις ΗΠΑ με τη νίκη του Τραμπ, την απειλή για επανάκτηση της διώρυγας του Παναμά, ενσωμάτωσης του Καναδά και εξαγοράς της Γροιλανδίας είναι νέα επικίνδυνα φαινόμενα που αλλάζουν με δραματικό τρόπο, προς το χειρότερο τη διεθνή κατάσταση.
Αν κάτι έδειξε το οκτάμηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου του 2015 είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική αλλαγή στη διακυβέρνηση της χώρας χωρίς σύγκρουση και ρήξη με την ΟΝΕ και την Ε.Ε.
Η εναντίωση στον νεοφιλελεύθερο μονόδρομο της μόνιμης λιτότητας και των «Συμφώνων Σταθερότητας», σε δυσκολότερες συνθήκες, το άνοιγμα εναλλακτικού δρόμου προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας αποτελούν πρόκληση, στόχους και ζητούμενα σήμερα για τις δυνάμεις της μαχόμενης Αριστεράς.
Αν κάτι έδειξε το οκτάμηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου του 2015 είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική αλλαγή στη διακυβέρνηση της χώρας χωρίς σύγκρουση και ρήξη με την ΟΝΕ και την Ε.Ε.
Η μαχόμενη Αριστερά παλεύει ενάντια στην Ε.Ε. του πολέμου, του ρατσισμού και της φτώχειας. Η προστασία των λαϊκών συμφερόντων, σήμερα περισσότερο από χθες, κάνει την ανάγκη ρήξης με την Ε.Ε. αναπόφευκτη και επομένως, πρέπει να ενισχυθεί το πολιτικό ρεύμα που παλεύει για ανατροπή του μνημονιακού καθεστώτος της χώρας μας, στην κατεύθυνση ουσιαστικής ρήξης και εξόδου από την ΟΝΕ και την Ε.Ε.
Η πάλη αυτή δεν θα παραπέμπει γενικά σε ένα αόριστο μέλλον, οφείλει να έχει προγραμματικό περιεχόμενο που θα πατά στις λαϊκές ανάγκες.