Αιμιλία Καραλή
50 χρόνια χωρίς τον Κώστα Βάρναλη
Ο Κώστας Βάρναλης (14/26 Φεβρουαρίου 1883, Πύργος Βουλγαρίας – 16 Δεκεμβρίου 1974, Αθήνα) αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια όχι μόνο στα ελληνικά Γράμματα αλλά στην κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου. Έγραψε ποίηση, πεζογραφία, θέατρο. Μετάφρασε ξένη λογοτεχνία, κωμωδίες του Αριστοφάνη όπως και έργα των Ευριπίδη, Σοφοκλή και Ξενοφώντα. Παρήγαγε πρωτότυπο θεωρητικό έργο με φιλολογικές πραγματείες, δοκίμια, αισθητικές και κριτικές μελέτες. Συμμετείχε στην έκδοση αλλά και ήταν συνεργάτης πολλών λογοτεχνικών περιοδικών και εφημερίδων.
Ο Βάρναλης ξεκίνησε από έναν ελληνοκεντρικό εθνικισμό: «Το Ξύλο, η Καθαρεύουσα και η Μεγάλη Ιδέα μας είχανε κάνει το μυαλό κουρκούτι. Όταν εύρισκα Τουρκόπουλο, Βουλγαράκι ή Εβραιάκι του χεριού μου, το έπιανα και το έδερνα για να εκδικηθώ τα όσα κακά μας είχανε κάμει» γράφει στα Φιλολογικά Απομνημονεύματα.
Προσέγγισε την Αριστερά και τον μαρξισμό το 1919, όταν πήγε να σπουδάσει με υποτροφία φιλολογία, φιλοσοφία και κοινωνιολογία στη Γαλλία. Εκεί φιλοξενήθηκε από τον χαράκτη Γιάννη Κεφαλληνό, οπαδό του Γεωργίου Σκληρού και μελέτησε μαρξισμό. Σχετίστηκε με τον όμιλο των κομμουνιστών διανοουμένων και καλλιτεχνών Clarté, που είχε επικεφαλής τον Ανρί Μπαρμπύς. Ο όμιλος κάτω και από την επιρροή της Οκτωβριανής επανάστασης είχε στόχο τη ρήξη με την παλιά κοινωνία που δημιούργησε τους πολέμους και τις κοινωνικές καταστροφές, και την ενεργοποίηση του λαού εναντίον της.
Για τις πολιτικές του ιδέες και την ενεργητική συμμετοχή του στο κίνημα του δημοτικισμού απολύθηκε από το δημόσιο σχολείο, όπου εργαζόταν το 1926. Από τότε βιοποριζόταν γράφοντας άρθρα και χρονογραφήματα σε εφημερίδες και λήμματα σε εγκυκλοπαίδειες. Το 1934 παρακολούθησε μαζί με τον Δημήτρη Γληνό το Πρώτο Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα. Εξορίστηκε το 1935 στον Άγιο Ευστράτιο -μαζί με τον Δ. Γληνό- και στη Λέσβο. Συμμετείχε στο ΕΑΜ και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν για την ειρήνη.
Ο Βάρναλης αναφέρεται στους «Σκλάβους Πολιορκημένους» της εποχής του
Ο Κώστας Βάρναλης εκθέτει τις αρχές της μαρξιστικής του μεθόδου για την προσέγγιση της τέχνης στο βιβλίο του Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925). Συνδυάζει τη φιλολογική κριτική έρευνα, το χρονικό και τη μυθοπλαστική αναπαράσταση της εποχής του Σολωμού. Αφορμή και στόχος του είναι η αντίκρουση της «εξευτελιστικής για την επιστήμη» -κατά τον Βάρναλη- μελέτης του Γιάννη Αποστολάκη Η ποίηση στη ζωή μας. Σε αυτήν ο πανεπιστημιακός καθηγητής αποθέωνε τον Σολωμό μηδενίζοντας ποιητές όπως ο Παλαμάς, ο Κάλβος, ο Καβάφης.
Ο Βάρναλης αναδεικνύει τον ιστορικό, κοινωνικό και ταξικό χαρακτήρα της τέχνης ως αντανάκλασης της εποχής της. Αντιπαραθέτει την αστική τέχνη, που επιδιώκει την υποταγή του λαού στα «καθεστωτικά ιδανικά», με την προλεταριακή που στοχεύει στην ανατροπή τους. Υπογραμμίζει ότι στην αστική κοινωνία η επαναστατική τέχνη δέχεται επιδράσεις από την κυρίαρχη τάξη και την ψυχολογία της. Μόνο στην αταξική κοινωνία μπορεί να υπάρξει «πλέρια προλεταριακή τέχνη».
Το μεταίχμιο του Προσκυνητή (1919)
Ως το 1919 ο Κ. Βάρναλης ήταν επηρεασμένος από τον συμβολισμό και τον παρνασσισμό και αυτό καθόριζε και τη θεματολογία της ποίησής του: «Είμαι απόστολος του φιλοσόφου Διονύσου και θα προτιμούσα ακόμη να με πάρουν για σάτυρο παρά για άγιο». Έργο τομή για τον ποιητή αποτελεί ο Προσκυνητής, το οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει σαν «μια δικαιολογία στα πεταχτά των πίστεών του». Σε αυτό στρέφεται προς τα εθνικά προβλήματα, σε διερωτήσεις για το μέλλον του τόπου του, για τον λαό και τη θέση του σε μια αναγεννητική προσπάθεια για την ελληνική κοινωνία. Είναι όμως κι ένα έργο που εμπεριέχει στοιχεία που προοιωνίζονται τη μεταστροφή του.
Το Φως που καίει (1922/1923)
Πριν από την ποιητική συλλογή Το Φως που καίει ο Βάρναλης δημοσιεύει το ποίημα Λεφτεριά (Δεκέμβριος 1922). Η ελευθερία παρουσιάζεται ως μια πολύμορφη κοινωνική και φιλοσοφική διαδικασία που αντιστρατεύεται και εξεγείρεται κατά της υποδούλωσης από την εξουσία και τη θρησκεία.
Στην πρώτη του έκδοση περιλάμβανε και μια στροφή (στη δεύτερη έκδοση ο Βάρναλης την αφαίρεσε) με την οποία καταφερόταν εναντίον του Παλαμά, ο οποίος είχε δημοσιεύσει στο τεύχος Οκτωβρίου της Μούσας τους Λύκους (Τραγούδι των προσφύγων), ένα ποίημα που κατηγορεί τους μπολσεβίκους για τη Μικρασιατική Καταστροφή και τους αποκαλεί λύκους, βαλτούς για λόγους άδειους ή για ολέθρου έργα. Ο Βάρναλης οργισμένος απαντάει στη Λεφτεριά:
[…]
Μέσα σε φλόγες και καπνούς ανάμαλλ’ είδα να ξετρέχει
τους Άνομους γιγάντια η Δίκη
ξάφνου του σάλαγου κοπή· γέλια με φτάσανε στριγγά:
σπαράζαν τους μωρούς Ποιητές οι Λύκοι.
Όμως τη συγκροτημένη μαρξιστική αντίληψη ο Βάρναλης την καταθέτει στο Φως που καίει (Αλεξάνδρεια στα τέλη του 1922 /αρχές του 1923) με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το έργο αυτό είναι πολλαπλά πρωτοπόρο ιδεολογικά και αισθητικά γιατί ενσωματώνει θέατρο και ποίηση, τραγούδι και πεζογραφία. Η γλώσσα του -πλούσια, στοχαστική και εξεγερτική- αξιοποιεί ακόμη και την αργκό του «περιθωρίου». Επανερμηνεύει συμβολικές μορφές της ιστορίας και της μυθολογίας και τις οδηγεί σε μια νέα κοίτη προβληματισμού, προκειμένου να καταγγείλει τον πόλεμο, να αποκαλύψει τους τρόπους με τους οποίους η αστική τάξη διαιωνίζει την εξουσία της και να προτρέψει τον λαό σε επανάσταση.
Στο πρώτο μέρος, στον Μονόλογο του Μώμου, τα πρόσωπα του Προμηθέα και του Χριστού έρχονται αντιμέτωπα με τα κοινωνικά και φιλοσοφικά αδιέξοδα στα οποία οδηγούν οι ιδέες τους, ενώ ο παραγκωνισμένος «ακάλεστος κι ανεπιθύμητος» Μώμος αντικατοπτρίζει τελικά την συνείδηση μιας στοχαζόμενης ανθρωπότητας. Στο δεύτερο μέρος, στο Ιντερμέδιο, η Παναγία, τα Σεραφείμ, η Μαγδαληνή αποσπώνται από την θρησκευτική τους διάσταση και γίνονται σύμβολα του ανθρώπινου πόνου, της στερημένης από αισθήματα ανθρωπότητας. Στο τρίτο μέρος (άτιτλο) όπου πρωταγωνιστούν η Αριστέα και η μαϊμού κατεδαφίζονται κυριολεκτικά θεωρίες για την απολιτική τέχνη, τα βασικά θεμέλια του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού και την θρησκεία. Η Αριστέα και η μαϊμού υποχωρούν τρομαγμένες όταν ακούγονται Ο Οδηγητής και Το τραγούδι του λαού:
«Η γης ξαναγίνεται μεγάλη, απέραντη και χαρούμενη. Κι ένας καινούργιος ήλιος φυτρώνει από τον τάφο της Αριστέας και της μαϊμούς.»
Ο ίδιος θεωρεί ότι το έργο του αυτό «ήτανε για την Ελλάδα η πρώτη επαναστατική κραυγή ενάντια στο τεράστιο έγκλημα του παγκόσμιου μακελειού». Ήθελε με αυτό να εκφράσει την αντίθεσή του ενάντια στον πόλεμο και την πίστη του «για μια καλύτερη ανθρωπότητα που δε θα στηριζότανε στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, άρα που δε θα στηριζότανε στον πόλεμο». Αποκαλύπτει τον ταξικό ρόλο της αυτοαποκαλούμενης απολιτικής τέχνης:
[…]
Είμαι του Πνέματος ιέρεια
Με πνέμ’ ακάθαρτο και χέρια,
Λόγια μεγάλα και παχιά.
Στα σύννεφα σε μετωρίζω
Κι αεροβασίλεια σου χαρίζω,
Λαέ δεμένε με τριχιά.
Με τη Θρησκεία και την Πατρίδα
Την ίδια απλώνουμεν αρίδα,
Τον ίδιο έχουμε σκοπό.
Κερνούμε το λαό χασίσι,
Όνειρα, ψέματα και μίση –
Δεν ντρέπονται, για να ντραπώ.
Σκλάβοι Πολιορκημένοι (1927)
Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι του Σολωμού είχαν σκοπό την ανάδειξη του Χρέους, δηλαδή της αυτοθυσίας για την ελευθερία και την πατρίδα. Οι Σκλάβοι Πολιορκημένοι του Βάρναλη έχουν θέμα κοινωνικό και σκοπό «το κήρυγμα της κοινωνικής επανάστασης».
Στο έργο προτάσσεται ένα από τα πιο γνωστά του ποιήματα με ήρωα έναν λαϊκό περιθωριακό τύπο, τον Κωνσταντή, και το οποίο καταλήγει:
Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά…
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Πού είσαι νιότη, που ’δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!
Ο Βάρναλης αναφέρεται στους «Σκλάβους Πολιορκημένους» της εποχής του, εκείνους που πολιορκούνται αλλά δεν έχουν την δύναμη, την ψυχική αντοχή και τη συνείδηση να ελευθερωθούν. Ερμηνεύει τις πλάνες, τους φόβους, τις ανθρώπινες αδυναμίες προκειμένου να αναδείξει την ανάγκη για το ξεπέρασμά τους και την κατάκτηση της ελευθερίας για όλους τους ανθρώπους. Δεν εξιδανικεύει τον λαό αλλά ούτε τον περιφρονεί. Τον εξηγεί, τον κατανοεί, αλλά δεν συμμερίζεται την ιδεολογική και ψυχολογική σκλαβιά του. Του προτείνει την εξέγερση σαν τη μοναδική διέξοδο. Εξοπλισμένος με τη γνώση της αριστοφανικής κωμωδίας χρησιμοποιεί την παρωδία, την ειρωνεία, τη σάτιρα.
Τα παραδοσιακά θρησκευτικά σύμβολα και πρόσωπα αξιοποιούνται πάλι από τον Βάρναλη για να «αναποδογυριστούν». Η Παναγιά εμφανίζεται να θρηνεί και να παρακαλεί να κρυφογεννήσει μακριά από τους λύκους/ανθρώπους για να μη της σταυρώσουν το παιδί (Οι πόνοι της Παναγιάς). Ο Ιούδας παροτρύνει τον Χριστό να ξεσηκώσει τον λαό κατά των αρχόντων (Η αγωνία του Ιούδα), ο Χριστός γίνεται άνομος (Η τιμωρία του άνομου), ο λαός γίνεται «καλός» (Ο «καλός» λαός) πνιγμένος στις δουλικές, απάνθρωπες συνήθειες και στις αυταπάτες του.
«Τη λεφτεριά δεν τη ζητάν με παρακάλια…»
Η επίδραση του μαρξισμού επεκτείνεται σε όλη την ποιητική και θεωρητική παραγωγή του Βάρναλη μετά το 1922. Σε όλο του το έργο κυριαρχεί αυτό που αναφέρει σε κάποιο σημείο στην Αληθινή απολογία του Σωκράτη: «Κρίνω θα πη κοροϊδεύω». Αυτή είναι η φράση-κλειδί που χαρακτηρίζει τον προσανατολισμό του: ένας «κοροϊδευτής» ήταν ο Βάρναλης, ένας χλευαστής των ξεπερασμένων θεσμών, της αστικής ιδεολογίας της εποχής του, των μυθοποιημένων συμβόλων και αρχών που διαπαιδαγωγούσαν τους καταπιεσμένους να υπομένουν και να αποδέχονται την καταπίεσή τους.
Από τους ευρυμαθέστερους φιλολόγους της εποχής του, ο Βάρναλης -είναι από τους πρώτους που επεσήμαναν τις αυθαιρεσίες του Πολυλά στην έκδοση των ποιημάτων του Σολωμού- είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να εκλαϊκεύει φιλοσοφικές και αισθητικές θεωρίες, διατυπωμένες από αρχαίους Έλληνες και νεότερους Έλληνες και Ευρωπαίους καλλιτέχνες και διανοητές. Με ακριβή αλλά και απλό λόγο· με βασικούς συμμάχους το χιούμορ, την ειρωνεία και τον σαρκασμό κατεδαφίζει, αποκαλύπτει, κρίνει, αποκαθιστά, προτείνει.
Το περιεχόμενο και η θεματολογία του έργου του δεν ξένισε μόνο τους ιδεολογικούς του αντιπάλους αλλά και πολλούς ομοϊδεάτες του. Η αποτύπωση χαρακτήρων από περιθωριακά στρώματα, η «απαισιόδοξη» οπτική του για μια κοινωνία με μοιρολάτρη λαό αποτέλεσε αντικείμενο επίκρισής του από ορισμένους αριστερούς κριτικούς τόσο στα περιοδικά της Αριστεράς στο Μεσοπόλεμο όσο και στην Επιθεώρηση Τέχνης κατά το διάστημα 1955-1957. Ο Βάρναλης όμως ενδιαφερόταν πιο πολύ για το ότι «έγραφε επαναστατικά ποιήματα για τον λαό, που τα διάβαζαν όμως και τα επαινούσαν για τις αισθητικές τους αρετές οι αστοί».
Αν και γνώριζε και θαύμαζε νεωτερικούς ποιητές, όπως ο Καβάφης, στηρίχτηκε στην παραδοσιακή τεχνοτροπία, αξιοποίησε λαϊκούς γλωσσικούς κώδικες, δημιούργησε νέες λέξεις, κατά το παράδειγμα του ποιητικού του δασκάλου Κωστή Παλαμά.
Όμως ο Βάρναλης συνέθεσε με νέο τρόπο το παραδοσιακό: ανάμειξε λογοτεχνικά είδη, εισήγαγε συνεχείς αλλαγές αφηγηματικής εστίασης με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να οδηγείται σε μια διαρκή αλλαγή του τρόπου ανάγνωσης. Επιτυγχάνεται με αυτόν τον τρόπο ο βασικός στόχος της νεωτερικής τέχνης, η ενεργοποίηση του δέκτη.
Αυτή η ενεργοποίηση για τον Βάρναλη συνδέεται με την επαναστατική πράξη. Το έργο του, ποτέ ο ίδιος δεν το έκρυψε, είχε στόχο την αφύπνιση των συνειδήσεων για την ανατροπή του κοινωνικού συστήματος. Από αυτήν την άποψη είναι επαναστατικό γιατί εισάγει, για πρώτη φορά στην ελληνική λογοτεχνία, τις κοινωνικά απελευθερωτικές ιδέες.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 14-15 Δεκεμβρίου