Παναγιώτης Ξοπλίδης
Γιώργος Παυλόπουλος
Κλιμάκωση
Διαρκής και σχεδόν καθημερινή είναι η κλιμάκωση των συγκρούσεων στην Ουκρανία, 33 και πλέον μήνες μετά τη ρωσική εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου 2022, που άνοιξε μια νέα, πιο βίαιη και φονική σελίδα σε αυτόν τον πόλεμο – και, μαζί, στην αντιπαράθεση των γεωπολιτικών και οικονομικών μπλοκ της εποχής μας. Πλέον, τόσο το ΝΑΤΟ όσο και η Ρωσία με τους δικούς της συμμάχους βγάζουν από τη φαρέτρα τους ολοένα περισσότερα και πιο σύγχρονα όπλα – από πυραύλους, dronesκαι συστήματα αεράμυνας μέχρι δορυφόρους και μέσα ηλεκτρονικού πολέμου – την αποτελεσματικότητα των οποίων δοκιμάζουν σε πραγματικές συνθήκες. Το κάνουν δε όχι απλώς αδιαφορώντας για το κόστος σε ανθρώπινες ζωές και υλικές υποδομές, αλλά με το ακριβώς αντίθετο σκεπτικό: όσο περισσότερους θανάτους και μεγαλύτερη ζημιά προκαλούν τόσο πιο καλά θεωρούνται.
Οι πολιτικές ηγεσίες και οι πολέμαρχοι και των δύο πλευρών, εξάλλου, δεν φημίζονται για την αγωνία τους να σώσουν ζωές. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει με τρανή απόδειξη το γεγονός ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ «τράβηξε το αυτί» του Ζελένσκι επειδή δεν έχει καταφέρει να αυξήσει τον αριθμό των στρατιωτών που στέλνει στην κρεατομηχανή του μετώπου, καλώντας τον ευθέως να μειώσει το όριο ηλικίας για επιστράτευση από τα 25 στα 18 έτη!
Στο ίδιο πλαίσιο αναβαθμίζεται και η πυρηνική απειλή, καθώς αμφότερες οι πλευρές δεν διστάζουν να την επικαλεστούν, επιταχύνοντας ταυτόχρονα την αναβάθμιση των «κεφαλών» τους και των συστημάτων εκτόξευσης και αυξάνοντας τον βαθμό ετοιμότητάς τους. Τον πιο πρόσφατο κρίκο στην αλυσίδα της εγκληματικής παράνοιας προσέθεσε η αποκάλυψη των New York Times, ότι αρκετοί αξιωματούχοι της κυβέρνησης των ΗΠΑ έχουν προτείνει στον Μπάιντεν να δώσει το πράσινο φως για την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων στο έδαφος της Ουκρανίας προτού παραδώσει την προεδρία στον Τραμπ, στις 20 Ιανουαρίου…
Σε αυτό το φόντο, η ΕΕ δείχνει αποφασισμένη να «πάρει το όπλο» της.
Γ. Π
Πολεμική Ένωση η ΕΕ
Καθώς η ΕΕ έχει εισέλθει σε περίοδο βαθιάς κρίσης, το πέρασμα σε μια κατάσταση «οικονομίας πολέμου» είναι σήμερα η βασική κατεύθυνση της αστικής πολιτικής. Κι αυτό διότι η οικονομική και πολιτική κρίση δεν επικεντρώνεται πλέον μόνο ή κυρίως στην περιφέρεια της Ευρώπης, αλλά πλήττει την ατμομηχανή της, τον γαλλογερμανικό άξονα.
Υπενθυμίζεται πως μόλις 5 χρόνια πριν, ο Μακρόν χαρακτήριζε το ΝΑΤΟ ως «εγκεφαλικά νεκρό» ενώ η Γερμανία της Μέρκελ, ως στρατιωτικός «νάνος», προσπαθούσε να έχει ένα εξισορροπητικό ρόλο στη σύγκρουση της Δύσης με την Ρωσία. Αυτό που έχει αλλάξει σήμερα δεν είναι μόνο οι δραματικές εξελίξεις στην Ουκρανία και το νέο τοπίο που διαμορφώνει η δεύτερη θητεία Τραμπ στις ΗΠΑ. Ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός δείχνει να χάνει το παιχνίδι του ανταγωνισμού τόσο απέναντι στον σύμμαχο αμερικανικό όσο και προς τον κινεζικό. Απειλείται με ιστορική υποχώρηση, μένοντας πίσω στους κρίσιμους τομείς της τεχνολογίας, της έρευνας, της πράσινης οικονομίας. Οι πρώτες ύλες, οι εφοδιαστικές αλυσίδες, η ενέργεια είναι διαχρονικά αδύναμα σημεία για την Ευρώπη και απειλούνται ακόμα περισσότερο σήμερα.
Σ’ αυτό το ναρκοπέδιο, αναζητείται ένας νέος ρόλος και για την ΕΕ αλλά και για το ΝΑΤΟ, μαζί με ένα νέο «σύμφωνο ασφάλειας». Το δόγμα Τραμπ – «πληρώστε για να σας προστατεύει το ΝΑΤΟ» – υλοποιείται πλέον αυτοβούλως από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και αυτό που συζητιέται είναι να αυξηθεί κι άλλο το κατώτατο όριο στρατιωτικών δαπανών επί του ΑΕΠ, από το 2% στο 3%.
Η πολεμική βιομηχανία ήταν βασικό όχημα ανάπτυξης του αμερικανικού καπιταλισμού εδώ κι έναν αιώνα. Δεν αφορούσε μόνο τις βιομηχανίες όπλων, αλλά ένα ευρύτατο πλέγμα εταιριών, και ινστιτούτων τεχνολογικής έρευνας που υπηρετούσαν παράλληλα την ιμπεριαλιστική πολιτική των ΗΠΑ. Η Ευρώπη είχε μείνει πολύ πίσω σε αυτό τον τομέα. Τα εξοπλιστικά προγράμματα είναι πολύ αργά και όχι ευέλικτα. Οι γαλλικές φρεγάτες πρέπει να περιμένουν χρόνια για να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, ενώ τα αντίστοιχα αμερικανικά πολεμικά πλοία εκσυγχρονίζονται σε καθημερινή βάση.
Σε αυτό το φόντο, Γαλλία και Γερμανία επιταχύνουν τους ρυθμούς επένδυσης σε αυτούς τους κλάδους και αξιοποιείται ο νέος ρόλος του κράτους ως επιτελείο ενίσχυσης των καπιταλιστικών επιχειρήσεων και ανάδειξης της «ασφάλειας» ως βασικής προτεραιότητας. H Ουκρανία γίνεται πεδίο εφαρμογής και πιθανή αναδίπλωση των ΗΠΑ θα δώσει χώρο στους ευρωπαϊκούς στρατούς να συντονιστούν και να αναπτυχθούν. Σε περίπτωση δε εκεχειρίας (που θα είναι προσωρινή σε βάθος χρόνου), η Ευρώπη θα είναι αυτή που θα αναλάβει τον ρόλο της «προστασίας» της Ουκρανίας με μακροχρόνια εμπλοκή, με παρόντα ανά πάσα στιγμή τον κίνδυνο νέας ανάφλεξης.
Νέες αυξήσεις στρατιωτικών δαπανών στο φόντο του πολέμου στην Ουκρανία
Η νέα φάση του πολέμου και η συνολική αντιπαράθεση με τη Ρωσία απαιτεί και αλλαγές στο νομικό πλαίσιο του ΝΑΤΟ, καθώς το περίφημο «Άρθρο 5» δεν επιτρέπει στα κράτη-μέλη να αναλαμβάνουν δράση επισήμως σε περίπτωση επίθεσης σε έδαφος τρίτης χώρας, όπως η Ουκρανία. Η διασφάλιση ότι οι Ευρωπαίοι θα έχουν θέση και δύναμη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, χωρίς να εξαρτώνται αποκλειστικά από το ρωσο-αμερικανικό παιχνίδι, είναι μεγάλη πρόκληση για τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό και την στρατιωτική του έκφραση. Γι’ αυτό και θα χρειαστεί να ξοδέψουν ακόμα περισσότερα για τους στρατούς τους, ώστε να έχουν και δικό τους αυτοτελή ρόλο. «Η Ευρώπη πρέπει να ξοδέψει περισσότερα, να είναι πιο γρήγορη και να περικόψει τη γραφειοκρατία για να κερδίσει τη νέα παγκόσμια κούρσα εξοπλισμών», δήλωσε κυνικά ο Ανώτατος Συμμαχικός Διοικητής Μετασχηματισμού του ΝΑΤΟ, ο Γάλλος ναύαρχος Πιέρ Βαντιέρ.
Η εξωτερική και οικονομική πολιτική Τραμπ έχει θέσει ως βασικό αντίπαλο την Κίνα, μεταθέτοντας και το στρατιωτικό σχεδιασμό με επίκεντρο την Ασία. Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία, αλλά και οι μικρότερες χώρες θεωρούν ότι αυτό τους δίνει ευκαιρίες να αναλάβουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην πρώην σοβιετική ενδοχώρα, με εφαλτήρια όχι μόνο την Ουκρανία, αλλά και σημεία «παγωμένων» συγκρούσεων, όπως η Γεωργία και η Μολδαβία. Όμως, η άμεση πλέον τοποθέτηση της Κίνας ως βασικού εχθρού ενέχει και πολλούς κινδύνους, απέναντι στους οποίους η Ευρώπη και το ΝΑΤΟ, με τη σημερινή του δομή, δείχνουν απροετοίμαστοι. Αυτός είναι ο λόγος που ο παραπάνω αξιωματούχος προέτρεψε τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να προετοιμαστούν για ένα πολεμικό σενάριο και να προσαρμόσουν ανάλογα τις γραμμές παραγωγής και διανομής τους – προκειμένου να είναι λιγότερο ευάλωτες στον εκβιασμό από χώρες όπως η Ρωσία και κυρίως η Κίνα. «Δεδομένης της κλίμακας αυτού που συμβαίνει στην Ασία, η Ουάσιγκτον θα χρειαστεί μια ισχυρή ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία», τόνισε ο Γάλλος ναύαρχος, προσθέτοντας ότι είναι «πεπεισμένος ότι οι ευρωπαϊκές εταιρείες μπορούν να είναι πολύ περισσότερα από απλοί υπεργολάβοι των αμερικανικών εταιρειών».
Την ίδια στιγμή, ένας ακόμη ναύαρχος του ΝΑΤΟ, ο Ολλανδός Ρομπ Μπάουερ, μιλώντας σε εκδήλωση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πολιτικής, έθεσε νέους όρους για την αναβάθμιση των στρατιωτικών δυνατοτήτων, που περιλαμβάνει πλέον τον ενεργειακό εφοδιασμό, δίκτυα logistics, κυβερνοχώρο, σφαίρα πληροφοριών, ψηφιακή «νέφωση» των δικτύων. Ο Μπάουερ υπογράμμισε την εξάρτηση της Δύσης από τις κινεζικές προμήθειες, με το 60% όλων των σπάνιων γαιών να παράγονται και το 90% να υποβάλλονται σε επεξεργασία εκεί. «Είμαστε αφελείς αν πιστεύουμε ότι το ΚΚ δεν θα χρησιμοποιήσει ποτέ αυτή τη δύναμη» υποστήριξε, ενώ επισήμανε και το σχετικό νόμο των ΗΠΑ που δίνει στην Ουάσιγκτον εξουσία και εκτός συνόρων σε δεδομένα που αποθηκεύονται στο εξωτερικό από αμερικανικές εταιρείες.
Οι γενοκτονικές πολεμικές επιχειρήσεις του Ισραήλ σε Γάζα και Λίβανο, όπου αυτές οι τεχνολογίες μετρούν την «επιτυχία» τους με χιλιάδες νεκρούς, αποτυπώνουν την σημασία που έχουν αποκτήσει. Στην Ουκρανία, ο συνδυασμός του πολέμου χαρακωμάτων τύπου Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και ψηφιακού πολέμου υψηλής τεχνολογίας κάνει επιτακτική την ανάγκη ακόμα πιο δαπανηρών εξοπλιστικών προγραμμάτων. Όμως, η Ευρώπη αντιπροσωπεύει το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού και το 50% των παγκόσμιων κοινωνικών δαπανών και αυτή η ανισορροπία πρέπει άμεσα να ανατραπεί, σύμφωνα με τους ευρωπαίους αξιωματούχους του ΝΑΤΟ που εκφράζουν ανοιχτά την πολιτική που ακολουθούν πλέον οι πολιτικές ηγεσίες. Η δε ακροδεξιά έχει τον ρόλο της εμπροσθοφυλακής, ανοίγοντας τον δρόμο του εθνικισμού και του μιλιταρισμού.
Π. Ξ
Ελλάδα και Κύπρος, είναι τα πιο «καλά παιδιά» ΗΠΑ, ΕΕ, ΝΑΤΟ
Με την ΕΕ να ετοιμάζεται να φορέσει… στολή παραλλαγής και να πάρει όπλα και μπαλάσκες, αλλά και τις πολεμικές συγκρούσεις στη γειτονιά μας, πρωτίστως την Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, να μαίνονται και να κλιμακώνονται, η κυβέρνηση και το αστικό πολιτικό σύστημα της Ελλάδας είναι αποφασισμένοι όχι απλώς να παραμείνουν το «καλό και πρόθυμο παιδί». Αυτό που θα αναλαμβάνει ολοένα περισσότερες βρόμικες δουλειές και, ταυτόχρονα, θα παίξει πιο δυνατά το χαρτί του εθνικισμού στο εσωτερικό της χώρας – όπως μαρτυρά τόσο το μπρα-ντε-φερ κυβέρνησης και Σαμαρά για το ποιός είναι πιο «πατριώτης» (αν όχι τουρκοφάγος) όσο και οι σχετικές τοποθετήσεις του ΠΑΣΟΚ, του Κασελάκη ή ακόμη και της Δούρου, που παραμένει εκ των επιφανών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ.
Η επίσκεψη του νέου ΓΓ του ΝΑΤΟ στην Αθήνα και όσα ειπώθηκαν και συμφωνήθηκαν (ευλόγως υποθέτουμε πως είναι πολύ περισσότερα από όσα έγιναν γνωστά…) κατά τη συνάντησή του με τον Έλληνα πρωθυπουργό, Κ. Μητσοτάκη, μαρτυρούν του λόγου το αληθές. Και πώς θα μπορούσαν, άλλωστε να είναι τα πράγματα διαφορετικά όταν ο ίδιος ο Μαρκ Ρούτε, κατά τις δηλώσεις που έκανε στην κατοπινή συνέντευξη Τύπου, υπογράμμισε πως «η Ελλάδα θα βοηθήσει στην επιτάχυνση της εκπαίδευσης F-16 για Ουκρανούς πιλότους και τεχνικούς, ενισχύοντάς τους σε αυτόν τον άγριο πόλεμο». Τι σημαίνει, πρακτικά, αυτό; Ότι, όπως αποκαλύπτουν και τα σχετικά ρεπορτάζ που ακολούθησαν, το επόμενο διάστημα θα αποσταλούν και στην Ουκρανία, δίπλα στα μέτωπα που πολέμου, πιλότοι και τεχνικοί, πιθανότατα μαζί με αρκετά από τα μαχητικά παλαιότερου τύπου που διαθέτει η ελληνική αεροπορία.
Σε αυτό το φόντο πρέπει να ενταχθεί και η φιλολογία περί σχεδίου που αφορά στην ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, το οποίο «αποκάλυψε» η Καθημερινή. Παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο είναι απίθανο με βάση τα σημερινά δεδομένα – ακόμη κι αν εκκινήσει σχετική διαδικασία, αρκεί το βέτο της Τουρκίας για να μην προχωρήσει – η συγκυρία δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία. Η θέση που κατέχει η Κύπρος είναι γεωστρατηγικής σημασίας, ειδικά με βάση τις εξελίξεις και τις βίαιες ανακατατάξεις που συντελούνται στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, με τους Αμερικανούς να μην έχουν κρύψει την πρόθεσή τους να πατήσουν «πόδι» και εκεί. Με άλλα λόγια, να αποκτήσουν στρατιωτικές βάσεις στο νησί (όπου ήδη υπάρχουν δύο βρετανικές) οι οποίες, μαζί με τις αντίστοιχες στην ελληνική επικράτεια, στη Σούδα, την Αλεξανδρούπολη, τον Άραξο και αλλού, θα δημιουργήσουν ένα πλέγμα υποστήριξης των επιχειρήσεων και των συμφερόντων των ΗΠΑ στην περιοχή.