Μπάμπης Συριόπουλος
Η κατάληξη είναι αρνητική όχι γιατί έπεσε ο Άσαντ, αλλά γιατί δεν ήταν προϊόν νίκης της λαϊκής εξέγερσης αλλά της ήττας της
Στην πολιτική η συζήτηση και τα συμπεράσματα για ένα ιστορικό γεγονός είναι εξίσου σημαντικά με την επίδραση στην υλική πραγματικότητα των άμεσα ενδιαφερόμενων. Στην περίπτωση της πτώσης του καθεστώτος Άσαντ, είναι φανερή η υποκρισία της ελληνικής κυβέρνησης που «χαιρετίζει την πτώση του αυταρχικού καθεστώτος Άσαντ» ελπίζοντας σε μια «ομαλή μετάβαση εξουσίας σε μια δημοκρατικά νομιμοποιημένη κυβέρνηση» και συνολικά των κυβερνήσεων του ευρωατλαντικού μπλοκ που βαφτίζουν τους τζιχαντιστές της HTS – τρομοκρατική μέχρι τώρα οργάνωση καταγραμμένη στα κιτάπια τους – «μετριοπαθείς». Ο κυνισμός του «raison d’ etat» (λόγοι κρατικού συμφέροντος) είναι δεδομένος για τις αστικές δυνάμεις.
Ας δούμε όμως και τη συζήτηση στην ευρύτερη αριστερά. Δεν λείπουν η ευφορία για την πτώση του καθεστώτος Άσαντ («είναι πάντα έξοχο το θέαμα της πτώσης ενός δικτάτορα», δήλωσε αρχικά ο Γ. Βαρουφάκης), όπως και οι εκτιμήσεις ότι «η δημοκρατική και λαϊκή επανάσταση του Μαρτίου 2011 δικαιώθηκε τελικά». Μάλιστα αυτές βασίζονται σε λαϊκούς πανηγυρισμούς «για την πτώση του καθεστώτος και την απελευθέρωση», λες και είναι πρώτη φορά που τέτοια φαινόμενα προετοιμάζουν τραγωδίες (με πάνδημους πανηγυρισμούς άρχισε και ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος…). Πρόκειται για αντιλήψεις που διαχωρίζουν τεχνητά την πτώση του καθεστώτος από τις δυνάμεις οι οποίες το ανέτρεψαν. Μια τέτοια διάκριση «στη σκέψη» («λογική διάκριση» ή distinctio rationis) μπορεί να είναι χρήσιμη για μεθοδολογικούς λόγους. Για παράδειγμα μπορεί κάποιος να διακρίνει τα ισόπλευρα τρίγωνα από τα ισογώνια (αν και κάθε ισόπλευρο τρίγωνο είναι και ισογώνιο) ή τα ζώα που έχουν καρδιά από τα ζώα που έχουν νεφρό (επίσης ταυτίζονται) εξετάζοντάς τα από διαφορετική σκοπιά κάθε φορά. Για τον ιδεαλισμό μάλιστα, ακόμα και ο ορισμός ενός πράγματος είναι ανεξάρτητος από την ύπαρξή του! Στην ιστορία και την πολιτική όμως αυτή η «λογική διάκριση» είναι απαράδεκτη. Δεν μπορεί να χαίρεται καμιά αριστερά για την πτώση του Άσαντ αν αυτοί που τον έριξαν είναι ένα στρατιωτικό συνονθύλευμα με ηγετικό ρόλο των τζιχαντιστών (HTS) και με ισχυρό ρόλο άλλων ομάδων, με απευθείας στήριξη από Τουρκία, ΗΠΑ, Ισραήλ κτλ.
Η ιστορική εξέλιξη στη Συρία είναι αρνητική όχι γιατί έπεσε το καθεστώς αλλά γιατί αυτή η πτώση «δεν ήταν προϊόν της νίκης μιας λαϊκής εξέγερσης αλλά της ήττας της» (ανακοίνωση ΝΑΡ), της ακύρωσης της ανεξάρτητης λαϊκής οργάνωσης και πρωτοβουλίας προς όφελος της στρατιωτικής δράσης από τις προαναφερόμενες δυνάμεις, μιας ήττας που έχει συμβεί χρόνια πριν, ήττας που οδήγησε σε έναν «εμφύλιο» πόλεμο που μετέτρεψε τη Συρία σε «πεδίο βολής που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι».
Ανάμεσα σε ευφορία και «θρήνους» θυσιάζονται η ταξική οπτική και η απελευθερωτική προοπτική
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν αντιλήψεις στην αριστερά που θρηνούν ακριβώς για την πτώση του καθεστώτος και τον υποτιθέμενο αντιιμπεριαλιστικό του ρόλο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι αρνητικές οι επιπτώσεις της εξέλιξης αυτής για τον παλαιστινιακό αγώνα και για την υπόθεση της αυτοδιάθεσης του κουρδικού λαού. Το συριακό καθεστώς ωστόσο στήριξε την επέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράκ το 1990-91 για την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν, ενώ το 1976 είχε εισβάλει στο Λίβανο, για να συντρίψει τους Παλαιστίνιους αντάρτες της PLO και της αριστεράς, σε συμμαχία με τους ακροδεξιούς φιλοϊσραηλινούς Φαλαγγίτες. Οι σχέσεις του με παλαιστινιακές οργανώσεις όπως και η στάση του απέναντι στο Ισραήλ δεν έχουν καμία σχέση με λαϊκά συμφέροντα ή με οποιαδήποτε απελευθερωτική προοπτική, αλλά είναι συγκυριακές, αποτέλεσμα ενός «raison d’ etat» εξίσου κυνικού με αυτό των χωρών του ευρωατλαντικού μπλοκ. Αριστερές αντιλήψεις του τύπου «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου» κάνουν κι αυτές μια «λογική διάκριση» ανάμεσα στο ότι είναι κάποιος εχθρός και στη σκοπιά από την οποία είναι εχθρός, σαν να μην έχει αυτό καμία πρακτική σημασία. Αν μεταξύ αστικών κρατών και τάξεων που βλέπουν μόνο τακτικές, συμμαχίες και εκμεταλλευτικά συμφέροντα αυτή η αντίληψη -με το ανάλογο ρίσκο- μπορεί να είναι αποτελεσματική, για τις εργατικές τάξεις, τους λαούς και την αριστερά δεν μπορεί παρά να είναι καταστροφική.
Στην περίπτωση ενός κράτους που έχει προκύψει από σοσιαλιστική επανάσταση, τα κρατικά συμφέροντα έχουν σχετική αυτοτέλεια από τους στρατηγικούς κομμουνιστικούς σκοπούς απαιτώντας ειδικούς τακτικούς χειρισμούς. Ακόμα και σ’ αυτή την περίπτωση όμως, το κρατικό συμφέρον υποτάσσεται στα διεθνή συμφέροντα του εργατικού κινήματος κι όχι το αντίστροφο. Για παράδειγμα τα κρατικά συμφέροντα της Σοβιετικής Ένωσης έπρεπε να υποτάσσονται στον παγκόσμιο σκοπό της επανάστασης και όχι η γραμμή του κομμουνιστικού κινήματος να υποτάσσεται στις διεθνείς σχέσεις και συγκυριακές συμμαχίες της Σοβιετικής Ένωσης.
Ο Καρλ Μαρξ άρχισε το Μανιφέστο το 1848 γράφοντας ότι «η ιστορία όλων των κοινωνιών που υπήρξαν μέχρι σήμερα είναι η ιστορία των ταξικών αγώνων». Αυτή η διακήρυξη της απόλυτης προτεραιότητας της ταξικής πάλης τείνει να ξεχαστεί κάτω από το βάρος της ήττας του κομμουνιστικού κινήματος. Βέβαια η ταξική πάλη δεν ήταν ούτε μπορεί να είναι ποτέ καθαρή, όπως δεν έγινε και δεν πρόκειται να γίνει καμιά επανάσταση για την κατάργηση της υπεραξίας. Ιδίως σε περιστάσεις που υπάρχουν οξυμένα εθνικά και εθνοτικά ζητήματα, θρησκευτικοί διαχωρισμοί και καταπίεση, το καθήκον μιας κομμουνιστικής πρωτοπορίας είναι να αναδεικνύει το κοινωνικό ζήτημα και την καπιταλιστική εκμετάλλευση σαν το κρυμμένο μυστικό όλων των ζητημάτων και αντιθέσεων.
Αν την εποχή του ψυχρού πολέμου, αστικές τάξεις και καθεστώτα υποχρεώνονταν να παρουσιάζονται σαν αντιιμπεριαλιστικά ή ακόμα και σοσιαλιστικά λόγω της παγκόσμιας επαναστατικής αμφισβήτησης και απειλής, και της αίγλης του κομμουνιστικού κινήματος, σήμερα δυνάμεις με αριστερές ή και κομμουνιστικές διακηρύξεις μπαίνουν κάτω από «ξένες σημαίες» αστικών μπλοκ είτε των δικών τους (στη χειρότερη περίπτωση), είτε των αντιπάλων. Δικαιολογίες πάντα βρίσκονται. Ωστόσο ακόμα και για την αξιοποίηση των ενδοαστικών αντιθέσεων χρειάζεται πρώτα απ’ όλα η συγκρότηση της εργατικής πολιτικής σε εθνικό και διεθνές επίπεδο εκτός και ενάντια στα αστικά συμφέροντα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 21-22 Δεκεμβρίου