Γιώργος Μουρμούρης
Τα «πονηρά» ερωτήματα στρώνουν το έδαφος για τη σκληρή πραγματικότητα
«Πόσους μετανάστες χωρά η Ελλάδα;» Το ερώτημα ανακύπτει σε κάθε σχεδόν συζήτηση για το μεταναστευτικό – προσφυγικό. Συχνά, θέλοντας να δώσει άλλοθι στη δολοφονική (αντι)μεταναστευτική πολιτική της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού «δεν χωράμε άλλους». Άλλοτε πάλι καλοπροαίρετα, από ανθρώπους που θέλουν να σταθούν πλάι στους κατατρεγμένους, αλλά φοβούνται μήπως η αλληλεγγύη προοπτικά οδηγήσει σε μια συλλογική βουτιά στον βούρκο της ανέχειας.
Το ερώτημα είναι εκ των πραγμάτων ρητορικό, αφού δεν επιδέχεται καμίας σοβαρής απάντησης – τουλάχιστον όχι με την ακρίβεια που υπονοείται ότι ζητείται. Ποιος, αλήθεια, θα μπορούσε να δώσει έναν συγκεκριμένο αριθμό ανθρώπων που «χωρά» η Ελλάδα, με ακρίβεια μονάδας; Και τι σημαίνει «χωρά» – φοβάται πραγματικά κανείς μήπως κάποια στιγμή σωθούν τα αναξιοποίητα στρέμματα γης;
Ο «χώρος», άλλωστε, εξαρτάται από τη συγκυρία και την ανάγκη: Ποιος θα πίστευε ότι η Ελλάδα του Μεσοπολέμου θα μπορούσε να δεχτεί 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία; Και ποιος θα μπορούσε να φανταστεί τη μετέπειτα πορεία της χώρας χωρίς τους πληθυσμούς αυτούς, τους οποίους τότε οι ντόπιοι αποκαλούσαν υποτιμητικά «τουρκόσπορους»; Πιο πρόσφατα, κατά τη δεκαετία του 1990, ποιος θα περίμενε ότι η Ελλάδα θα δεχόταν τουλάχιστον 500.000 μετανάστες από την Αλβανία, τους οποίους σήμερα ουδείς μπορεί να διαχωρίσει από τους γηγενείς; (Το τι πέρασαν και εξακολουθούν να περνούν οι ίδιοι βέβαια είναι άλλη συζήτηση…) Και τι, τέλος, σημαίνει «γηγενής» σε μια περιοχή του πλανήτη που ανέκαθεν αποτελούσε σταυροδρόμι για τις πληθυσμιακές μετακινήσεις;
Φοβούνται μήπως γίνει σαφές στους Έλληνες ή τους Ιταλούς εργαζόμενους ότι έχουν περισσότερα κοινά με τους Αφρικανούς και τους Ασιάτες εργάτες παρά με τους ομοεθνείς εργοδότες τους
Ακόμα όμως κι αν προσπαθήσουμε να δώσουμε μια απάντηση περισσότερο πραγματιστική και λιγότερο αφηρημένη, υπάρχει καλύτερος «δείκτης» για το ότι η Ελλάδα όχι απλώς «χωρά», αλλά και χρειάζεται απεγνωσμένα πολύ περισσότερους ανθρώπους, από την εκτεταμένη δημόσια συζήτηση για το δημογραφικό πρόβλημα; Οι ερευνητές προειδοποιούν ότι ο πληθυσμός της χώρας ενδέχεται να συρρικνωθεί ακόμα και στα οκτώ εκατομμύρια ως το 2050, έτος κατά το οποίο το 30-36% των κατοίκων της θα είναι άνω των 65 ετών. Όχι μόνο χωριά, αλλά ολόκληρες περιοχές κινδυνεύουν να «σβηστούν» από τον χάρτη, ενώ οι ελλείψεις εργαζομένων και οι «τρύπες» στα ασφαλιστικά ταμεία θα αποτελέσουν αφορμή νέων επιθέσεων από κυβερνήσεις και κεφάλαιο: στους εργαζόμενους, με εξαντλητικά ωράρια προκειμένου «να βγει η δουλειά», αλλά και τους συνταξιούχους, με πετσόκομμα των παροχών και δουλειά μέχρι τα βαθιά γεράματα. Στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας, άλλωστε, θα επιχειρηθεί να πρυτανεύσουν βαθιά πατριαρχικές, μισογύνικες λογικές και πρακτικές προκειμένου οι γυναίκες να πιεστούν να γεννούν περισσότερα παιδιά, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.
Και όλα αυτά την ώρα που χιλιάδες άνθρωποι ζητούν να ζήσουν και να δουλέψουν μαζί μας, έστω προσωρινά, όμως το ελληνικό κράτος και η ΕΕ προτιμούν να τους πνίγουν στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο ή να τους κλείνουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ακόμα κι εκτός ευρωπαϊκής ηπείρου, γιατί αποτελούν τον ανεπιθύμητο για την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων «άλλον»: Τον μαύρο ή τον σκουρόχρωμο σε μια «λευκή» ήπειρο, τον μουσουλμάνο σε μια «χριστιανική» Ευρώπη, τον φτωχό σε ένα μπλοκ που κρατά τις Golden Visa μόνο για τους μεγιστάνες του πλούτου ανεξαρτήτως χρώματος, θρησκείας ή φυλής.
Ο φτωχός «άλλος» πρέπει να παραμείνει ταυτόσημος με το ανοίκειο και το επικίνδυνο, γιατί μια δημιουργική όσμωση των μεταναστών με τους γηγενείς θα απειλούσε να τορπιλίσει τα διάφορα ιδεολογήματα περί ομοιογένειας των υπηκόων κάθε έθνους – κράτους ή και της ΕΕ εν συνόλω (είναι ενδεικτική η μέχρι πρότινος ύπαρξη χαρτοφυλακίου Επιτρόπου για την «προώθηση του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής»). Θα υπήρχε ο «κίνδυνος» δηλαδή να καταστήσει σαφές στους Έλληνες ή τους Ιταλούς εργάτες ότι έχουν περισσότερα κοινά με τους Αφρικανούς και τους Ασιάτες συναδέλφους τους παρά με τους ομοεθνείς εργοδότες τους, ότι η «εθνική (ή ευρωπαϊκή) ταυτότητα/υπερηφάνεια», στο όνομα της οποίας επιβάλλονται μνημόνια, στήνονται πάρτι εξοπλιστικών προγραμμάτων και προετοιμάζονται πόλεμοι, αποτελεί φενάκη. Και ότι ο εκάστοτε πολιτισμός δεν αποτελεί μουσειακό έκθεμα αλλά μια δημιουργική διαδικασία αλληλεπίδρασης, άρρηκτα συνδεδεμένης με τις πληθυσμιακές μετακινήσεις, όπως θα μπορούσε να επιβεβαιώσει μια ματιά στην ελληνική κουζίνα.
Στην πράξη, βέβαια, τα πράγματα παίρνουν συνήθως πολύ πιο δυσάρεστη τροπή. Αν και ο αριθμός των πολιτών εκτός ΕΕ που ζουν στα κράτη του μπλοκ δεν ξεπερνά το 6,1% του συνολικού πληθυσμού της (το ποσοστό δεν αφορά μόνο μετανάστες εργάτες από την Αφρική και την Ασία, αλλά περιλαμβάνει και Βαλκάνιους, Ανατολικοευρωπαίους καθώς και φοιτητές, επιχειρηματίες κλπ), η παρουσία των «ξένων» ξυπνά στις ευρωπαϊκές κοινωνίες ρατσιστικά αντανακλαστικά, τα οποία φροντίζουν να οξύνουν κυβερνήσεις και κόμματα από όλο σχεδόν το φάσμα του αστικού πολιτικού συστήματος. Οι παντοειδείς αποκλεισμοί, η φτώχεια και η γκετοποίηση δεν αφήνουν περιθώρια δημιουργικής ανάμειξης ντόπιων και μεταναστών, ενώ η μικροπαραβατικότητα που ενίοτε αναπτύσσεται ως απόρροια της εξαθλίωσης μοιάζει να επιβεβαιώνει τις ρατσιστικές προκαταλήψεις, οδηγώντας σε ακόμα μεγαλύτερη περιθωριοποίηση. Σε έναν φαύλο κύκλο από τον οποίον τρέφονται η Ακροδεξιά και οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του εκάστοτε κράτους.
Η στοχοποίηση προϋπόθεση για μεγαλύτερη εκμετάλλευση
Οι πολεμικές ιαχές «έξω οι ξένοι» μπορεί από καιρού εις καιρόν να δονούν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, ωστόσο οι πιο φανατικοί «κυνηγοί κεφαλών» μεταναστών είναι συχνά και οι πλέον ευνοημένοι από την παράτυπη μετανάστευση. Και αυτό γιατί η «παρανομοποίηση» αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την υπερεκμετάλλευση του πιο σκληρά καταπιεζόμενου τμήματος της εργατικής τάξης. Οι διάφορες «Μανωλάδες» σε Ελλάδα και Ευρώπη δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν (τουλάχιστον όχι τόσο εύκολα) αν οι ξένοι εργάτες, πλάι στον καταναγκασμό της ανάγκης για επιβίωση, δεν είχαν και την απειλή της σύλληψης, της πολύμηνης ή ακόμα και πολυετούς κράτησης και της απέλασης – με τις διάφορες απειλές για τη σωματική τους ακεραιότητα που συνεπάγεται καθεμιά από αυτές τις διαδικασίες, όπως με φρικτό τρόπο υπενθύμισε ο πρόσφατος θάνατος του Μοχάμεντ Καμράν Ασίκ μέσα στο ΑΤ Αγίου Παντελεήμονα. Την άλλη όψη δε αυτής της διαδικασίας αποτελούν οι διάφορες διακρατικές συμφωνίες «νόμιμης» μετανάστευσης, στο πλαίσιο των οποίων τη «δαμόκλειο σπάθη» της σύλληψης για παράνομη είσοδο αντικαθιστούν οι διάφορες ρήτρες και δεσμεύσεις με τη χώρα καταγωγής.
Αποτέλεσμα των πολεμικών συγκρούσεων, της κλιματικής αλλαγής και της άνισης καπιταλιστικής ανάπτυξης μεταξύ άλλων, τα μεταναστευτικά και προσφυγικά ρεύματα είναι βέβαιο ότι θα ενταθούν τα επόμενα χρόνια. Το κεφάλαιο είναι ήδη έτοιμο να αντιμετωπίσει την αδήριτη αυτή πραγματικότητα, με ένα μείγμα πολιτικών που περιλαμβάνουν από τη μία φράκτες και καταστολή, από την άλλη επιλεκτική υποδοχή των σύγχρονων γκασταρμπάιτερ. Είναι σειρά το εργατικού κινήματος και της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς να οργανώσουν την υποδοχή «της γης των κολασμένων», ως εκ των ων ουκ άνευ στοιχείου της πάλης για έναν κόσμο χωρίς πολέμους, φτώχεια, περιβαλλοντική υποβάθμιση, εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (19.10.24)