▸Έκλεισε πριν καν ανοίξει τη συζήτηση η υπουργός Εργασίας Νίκη Κεραμέως σχετικά με την επαναφορά των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων για την εθνική συλλογική σύμβαση που καθορίζει τον κατώτατο μισθό, στην πρώτη συνάντησή της με τη ΓΣΕΕ στο πλαίσιο του «κύκλου διαβουλεύσεων» για το εάν και πόσο θα αυξηθεί η ελάχιστη αμοιβή που λαμβάνουν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι πλήρους και μερικής απασχόλησης.
Μάλιστα η πρόταση της περιβόητης «Επιστημονικής Επιτροπής» άνοιξε κι ένα πολύ επικίνδυνο παράθυρο ακόμα και για αυτές τις πενιχρές αυξήσεις που μοιράζουν οι κυβερνώντες μια στο τόσο καθώς προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία ενός μηχανισμού, που θα ενεργοποιηθεί από το 2028 και μετά, για τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού μέσα από δήθεν «αντικειμενικά και διαφανή οικονομικά στοιχεία», αξιοποιώντας ως «μπούσουλα» την Οδηγία ΕΕ/2022/2041 περί «εισαγωγής συστήματος αυτόματης αναπροσαρμογής των νομοθετικά καθοριζόμενων κατώτατων μισθών».
Ανάμεσα στα κριτήρια της Οδηγίας της ΕΕ είναι η αγοραστική δύναμη των μισθών, το γενικό επίπεδο και η κατανομή τους και τα επίπεδα παραγωγικότητας. Ουσιαστικά εφόσον ο συντελεστής αυτός οδηγεί σε μείωση του νομοθετημένου κατώτατου μισθού ή του νομοθετημένου κατώτατου ημερομισθίου, δεν θα γίνεται αναπροσαρμογή! Ενώ από την άλλη προβλέπεται η δυνατότητα να μην γίνει καμιά αυτόματη αναπροσαρμογή του σε περίπτωση που η οικονομία βρίσκεται σε σημαντική ύφεση, καθώς η ΕΕ προβλέπει «δυνατότητα παρέκκλισης, αν οι οικονομικές συνθήκες εξαιρετικώς δεν επιτρέπουν την αναπροσαρμογή τους»!
Η κυβέρνηση θεωρεί πως, με τη ΓΣΕΕ να είναι «άκακο κατοικίδιο» και απολύτως ενσωματωμένη στο άρμα της ταξικής συναίνεσης, θα μπορεί να συνεχίσει ανενόχλητη να επιβάλλει αυτή – σε αγαστή σύμπλευση με τους εργοδοτικούς συνδέσμους – το πότε, το πόσο και το εάν θα αυξάνονται οι κατώτατοι μισθοί, ενώ παραμένουν ταυτόχρονα καθηλωμένοι και οι μισθοί εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, με την ακρίβεια να καλπάζει.
Ακόμα και την απαίτηση της ΕΕ να καλύπτεται με συλλογικές συμβάσεις το 80% των εργαζομένων συνεχίζει να αγνοεί, καθώς οι νόμοι που έχει θεσπίσει τα τελευταία χρόνια ποινικοποιούν ή χειραγωγούν – στην καλύτερη περίπτωση – το δικαίωμα στον συνδικαλισμό και τη συλλογική διεκδίκηση.