Γιώργος Μιχαηλίδης
Η γραμμή της «εθνικής ενότητας» εμπόδιο στην επαναστατική δυνατότητα
Τον Οκτώβριο του ’44, μετά από τρεισήμισι χρόνια σκληρής κατοχής, η Αθήνα και η Ελλάδα ήταν έτοιμες να αναπνεύσουν ελεύθερες. Οι ανακατατάξεις του παγκόσμιου πολέμου είχαν καταστήσει το ΚΚΕ, ένα κόμμα με πιστούς υποστηρικτές αλλά με περιορισμένη εμβέλεια κατά τον μεσοπόλεμο, ένα κόμμα διαλυμένο από τη δικτατορία του Μεταξά, τον ισχυρότερο πολιτικό παράγοντα στην Ελλάδα. Μέσα από τη δράση του και τις πολιτικές επιλογές του στην περίοδο της κατοχής, το ΚΚΕ είχε καταφέρει να αποκτήσει μέλη και οπαδούς σε κάθε γωνιά της χώρας αλλά και μια σημαντική στρατιωτική δύναμη, τον ΕΛΑΣ, που αν και όχι αμιγώς κομμουνιστική, βρισκόταν σίγουρα υπό τον πολιτικό έλεγχό του και με την αποχώρηση των Γερμανών εγκαθίδρυε την εξουσία του στα τρία τέταρτα της χώρας. Παράλληλα μέσω του ΕΑΜ είχε αναπτύξει ένα δίκτυο δομών αυτοκυβέρνησης που το είχαν φέρει πολύ κοντά με τον λαό, δίνοντάς του πολύτιμη «κυβερνητική» εμπειρία.
Η κατάσταση στην Ελλάδα – και κυρίως στη σκληρά δοκιμασμένη από την πείνα και τα μπλόκα πρωτεύουσα – ήταν επαναστατική. Παρά τις διαρκείς υποχωρήσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ, η ανησυχία και η ανασφάλεια τόσο των Βρετανών όσο και των ντόπιων αστικών δυνάμεων, είναι καταγεγραμμένη σε σειρά προσωπικών μαρτυριών πρωταγωνιστών της εποχής και σε πληθώρα αρχειακών πηγών. Η εμπειρία της κατοχής και της αντίστασης, που τώρα έφερνε ως καρπό την Απελευθέρωση, είχε δημιουργήσει έναν λαό που εκτός από την εθνική απελευθέρωση ποθούσε και την κοινωνική.
Ταυτόχρονα, η κατάσταση στα Βαλκάνια άλλαζε με τρόπο που να ενισχύει αποφασιστικά τις κομμουνιστικές δυνάμεις. Η Βουλγαρία είχε απελευθερωθεί από τον Κόκκινο Στρατό, ο οποίος είχε εισέλθει στη Γιουγκοσλαβία καταδιώκοντας τις γερμανικές δυνάμεις μαζί με τους Γιουγκοσλάβους παρτιζάνους. Η Αλβανία ελεγχόταν ήδη σχεδόν εξ ολοκλήρου από τους Αλβανούς παρτιζάνους και το ΚΚΑ. Στην Ιταλία, η ανάπτυξη του φιλοκομμουνιστικού παρτιζάνικου κινήματος ήταν σημαντική.
Τα παραπάνω δεν σκιαγραφούν μία εύκολη κατάσταση. Αντιθέτως, οι δυσκολίες ήταν ποικίλες και διόλου ευκαταφρόνητες. Οι Συμφωνίες Λιβάνου και Καζέρτας και η αδύναμη εκπροσώπηση του ΕΑΜ στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας, μαζί με την απροθυμία της ΕΣΣΔ να εμπλακεί άμεσα στην Ελλάδα, αποτελούν πλευρές αυτών των δυσκολιών. Πρόκειται όμως για μια ιδιαίτερα ρευστή ιστορική στιγμή, όπου συμπυκνώνονται όλα τα στοιχεία αυτού που θα λέγαμε ότι χαρακτηρίζουν μια «ιστορική ευκαιρία» για την επαναστατική ανατροπή της αστικής εξουσίας σε μια χώρα.
Θα ήταν ανακριβές να ισχυριστούμε πως το ΚΚΕ δεν είχε επεξεργαστεί σχέδια κατάληψης της εξουσίας πλησιάζοντας στην απελευθέρωση της Αθήνας. Η αλήθεια είναι ότι αυτά τα σχέδια δεν έγιναν ποτέ η βασική του στόχευση. Υπήρχαν τόσο ως λανθάνουσα «πολιτική πλατφόρμα» στο εσωτερικό της ηγεσίας του ΚΚΕ, αλλά και ως ανολοκλήρωτα σχέδια επί χάρτου. Για παράδειγμα, ο ίδιος ο Σιάντος, στα τέλη Αυγούστου και τις αρχές Σεπτέμβρη του 1944 δίνει προσωπική εντολή στη Δεύτερη Μεραρχία Αττικής καθώς και στην Ομάδα Μεραρχιών Μακεδονίας, να προσανατολιστούν προς τις αντίστοιχες πόλεις, ευρισκόμενες σε ετοιμότητα κι έχοντας προετοιμάσει σχέδιο εφοδιασμού των πόλεων με πυρομαχικά και κατάληψης της εξουσίας εντός των δύο αστικών ιστών. Οι αγωνιώδεις παρακλήσεις Βελουχιώτη, Ορέστη, Γρηγοριάδη κ.ά. να τους επιτραπεί η είσοδος στην Αθήνα δεν αποτελούν ένδειξη μιας ενθουσιώδους ιδιοσυγκρασίας των καπετάνιων του ΕΛΑΣ, αλλά απόδειξη της ύπαρξης αυτής της τάσης και λογικής εντός του κόμματος και του επαναστατικού κινήματος.
Η ηγεσία του ΚΚΕ όμως δεν βοηθιόταν από τη γενική πολιτική κατεύθυνση που όριζε τον προσανατολισμό των κομμουνιστικών κομμάτων στο ζήτημα της εξουσίας κατά την τελευταία δεκαετία. Αρχής γενομένης από το 1934, όταν το στάδιο της «αστικοδημοκρατικής επανάστασης» εισέρχεται στα ντοκουμέντα του ΚΚΕ, μέχρι τη λογική της συνεργασίας με τις αστικές και φιλελεύθερες δυνάμεις στα πλαίσια του αντιφασιστικού μετώπου που εισάγεται λίγο αργότερα, η επαναστατική κατάληψη της εξουσίας απομακρύνεται και περιπλέκεται. Σαφώς, η άνοδος του φασισμού και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν είναι απλές περίοδοι. Η Κομμουνιστική Διεθνής και τα ΚΚ δοκιμάζονται σε πρωτόγνωρες συνθήκες. Η λαϊκομετωπική τακτική φέρνει νομιμοποίηση και μαζικότητα, θέτει όμως ταυτόχρονα φραγμούς στην επαναστατική ανάδειξη του κοινωνικού ζητήματος και των ιδιαίτερων συμφερόντων της εργατικής τάξης. Η Σοβιετική Ένωση, αν και δεν φέρει το κύριο βάρος για την αποτυχημένη τακτική στην Ελλάδα (ακόμα και η «Συμφωνία των Ποσοστών» υπογράφεται παράλληλα με την απελευθέρωση της Αθήνας και δεν επηρεάζει τις κινήσεις της ντόπιας ηγεσίας, η οποία την πληροφορείται πολύ αργότερα) βαρύνεται σίγουρα με την ευθύνη ελλιπούς πολιτικής, διεθνιστικής βοήθειας προς το ΚΚΕ ή και επιζήμιων συμβουλών. Ωστόσο, η κύρια ευθύνη πρέπει να αναζητείται στο ίδιο το ΚΚΕ και την ηγεσία του, η οποία δεν κατάφερε να αναπροσαρμόσει την λαϊκομετωπική της τακτική στις διαφορετικές συνθήκες της ΕΑΜικής κυριαρχίας, της σοβιετικής αντεπίθεσης και γερμανικής υποχώρησης.
Στη συγκυρία της απελευθέρωσης, με την επάνοδο των αστικών δυνάμεων συνεπικουρούμενων από τους Βρετανούς, η ιδεολογική σύγχυση της ηγεσίας του ΚΚΕ επιτείνεται. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την απόφαση συμμετοχής του ΚΚΕ στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, το τελευταίο στέκεται με αμηχανία μπροστά στη μεγαλοϊδεατική αντεπίθεση των αστικών κομμάτων. Έτσι, το ΚΚΕ – ως εθνική «δύναμη ευθύνης και ομαλότητας» και όχι ως επαναστατικό κόμμα – θα κάνει πίσω από τη θέση του για εθνική ισοτιμία των μειονοτήτων, γεγονός που συντελεί στην κρίση και ρήξη που σημειώνεται με σλαβομακεδονικά αντάρτικα τμήματα του ΕΛΑΣ στη Δυτική Μακεδονία, τις μέρες που η Αθήνα απελευθερώνεται.
Η επάνοδος των αστικών δυνάμεων και των Βρετανών, μετά την αποχώρηση των Γερμανών, επιτείνει την ιδεολογική σύγχυση της ηγεσίας του ΚΚΕ
Τα στοιχεία που συλλέγονται από τη στάση των Βρετανών και των αστικών κομμάτων δείχνουν πως ένας τίμιος συμβιβασμός μεταξύ των δυο πλευρών είναι προσωρινός και μεσοπρόθεσμα ουτοπικός. Το γιουγκοσλάβικο παράδειγμα – αλλά και οι συμβουλές του Τίτο – δείχνουν πως η δύναμη στο πεδίο, το ολοκληρωμένο στρατηγικό σχέδιο και η τόλμη μπορούν να ακυρώσουν κάθε «συμφωνία ποσοστών», η οποία σε τόσο ρευστές περιόδους μόνο ως δήλωση προθέσεων μπορεί να εκληφθεί και αυτό το γνωρίζει η κάθε «συμβαλλόμενη» πλευρά.
Εντός του ΚΚΕ όμως, παρά τις ταλαντεύσεις, τις αντιφάσεις και τις αντιγνωμίες, τελικά κυριαρχεί πάντα η πίστη στο «γράμμα του νόμου», οι συμβιβαστικές και κατευναστικές λύσεις. Πολλά μισά βήματα όμως δεν συνιστούν έναν ολοκληρωμένο βηματισμό. Όπως σωστά παρατηρεί ο Θανάσης Χατζής (γραμματέας του ΕΑΜ), παρά τα γερά του χτυπήματα κατά της «μαύρης αντίδρασης», κατά την πρώτη φάση της απελευθέρωσης, ο κύριος ρόλος που επιφυλασσόταν στον ΕΛΑΣ ήταν αυτός της τήρησης της τάξης και της εγγύησης της ομαλότητας. Το πολιτικό καθήκον της λαοκρατίας και των κατακτήσεων του λαού εξαφανιζόταν μέσω της «εθνικής συμπαράταξης». Τα υπόλοιπα είναι η ιστορία των επόμενων μηνών…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (12.10.24)