Στις 12 Οκτώβρη 1944, 80 χρόνια πριν, η Αθήνα ελευθερώνεται από τη ναζιστική κατοχή. Ο λαός και η νεολαία ξεχύνονται στους δρόμους και πανηγυρίζουν για την ελευθερία που κέρδισαν με τον αγώνα τους μετά από τρεισήμισι χρόνια αιματοβαμμένης σκλαβιάς. Πίσω όμως από τους πανηγυρισμούς, υπάρχουν οι σχεδιασμοί του βρετανικού ιμπεριαλισμού για την καθυπόταξη του ΕΑΜ και η ταξική πάλη που έχει οξυνθεί. Το Πριν συνεχίζει το αφιέρωμα-πορεία προς τον Δεκέμβρη του ΄44 με δύο άρθρα ιστορικών, του Φοίβου Οικονομίδη και του Γιώργου Μιχαηλίδη, για το πώς προετοιμάζονται για τη σύγκρουση οι Βρετανοί και πώς στέκονται το κίνημα της αντίστασης, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ.
Φοίβος Οικονομίδης
Μεγάλη ανησυχία για την απειλή να πάρει ο λαός την εξουσία
Το φθινόπωρο του 1944 οι εξελίξεις στα μέτωπα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου υποχρέωσαν τους Γερμανούς να αποχωρήσουν από την Ελλάδα.
Την Τρίτη 10 Οκτωβρίου 1944 ο παράνομος Ριζοσπάστης κυκλοφόρησε με κύριο άρθρο που είχε τίτλο: «Ο λαός θα γιορτάσει τη λευτεριά του». Η χρονική στιγμή της αποχώρησης των Γερμανών από την Αθήνα πλησίαζε. Την Πέμπτη 12 Οκτωβρίου, ενώ οι Γερμανοί από τις πρωινές ώρες αποχωρούσαν, από τις συνοικίες της Αθήνας άρχισε να συρρέει πλήθος κόσμου προς το κέντρο της πόλης. Ο καπετάνιος του Α’ σώματος στρατού του ΕΛΑΣ Σπύρος Κωτσάκης περιγράφει παραστατικά τους πανηγυρισμούς όπως και τη θερμή υποδοχή μερικών στρατιωτών του ΕΛΑΣ, όπου εμφανίζονταν. Οι διαθέσεις εκείνη τη χρονική στιγμή της ηγεσίας του αριστερού αντιστασιακού κινήματος πρόβαλαν συμφιλιωτικές. Όπως έγραφε ο Ριζοσπάστηςτης 10ης Οκτωβρίου: «Όλοι οι Αθηναίοι και Πειραιώτες αδελφωμένοι θα ξεχυθούν στους δρόμους τη μεγάλη αυτή μέρα κάτω από τις ένδοξες σημαίες του ΚΚΕ και του ΕΑΜ για να γιορτάσουν την ανάσταση της Ελλάδας και να υποδεχτούν την Εθνική μας κυβέρνηση… Εμπρός λοιπόν Αθηναίοι, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ προστάζουν. Όλοι στους δρόμους πειθαρχικοί, χαρούμενοι, πολιτισμένοι να χαιρετίσουμε τη Λευτεριά μας».
Όσο όμως και αν έδειχναν φιλικοί οι ΕΑΜίτες, οι ανησυχίες της ηγεσίας της Μεγάλης Βρετανίας δεν μπορούσαν να κατασιγάσουν σχετικά με το πολιτικό μέλλον της Ελλάδας και τον κίνδυνο να χαθεί η επιρροή της επί των ελληνικών πραγμάτων. Η αγγλική παρουσία και επιρροή στην Ελλάδα ανάγεται από την περίοδο της επανάστασης του ’21, με διακυμάνσεις μέχρι την οριστική της επικράτηση. Το δίδυμο του βασιλιά Γεωργίου Β’ και του Ιωάννη Μεταξά ήταν ένα καθαρό δικό της δημιούργημα. Ως μία θαλάσσια κραταιά δύναμη, η Αγγλία θεωρούσε την Ελλάδα μια σημαντική γεωστρατηγική βάση στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.
Κανένας κοινωνικός προφήτης πριν από την έναρξη του παγκοσμίου πολέμου δεν μπορούσε να προβλέψει τη μεγάλη ανάπτυξη του κινήματος του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ στην κατεχόμενη από τον Άξονα Ελλάδα, που άλλαζε το πολιτικό σκηνικό και γέμιζε με μεγάλη ανησυχία τη βρετανική ηγεσία.
Ο μυστικός απεσταλμένος στην κατεχόμενη Ελλάδα Άγγλος συνταγματάρχης Κρις Γουντχάουζ παρατήρησε την ανάπτυξη «με ραγδαίο ρυθμό» του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στη διάρκεια του 1943 «είτε το υποστήριζαν οι Βρετανοί είτε όχι, ακλόνητο από τις επιθέσεις και την προπαγάνδα των Γερμανών, ακλόνητο και από αυτήν ακόμα τη διάλυση της Γ’ Διεθνούς».
Τις ίδιες ακριβώς ανησυχίες διατύπωνε το σύνολο σχεδόν του αστικού πολιτικού κόσμου που συνασπίστηκε περί την Αγγλία – ακόμα και τα φιλογερμανικά και φιλοναζιστικά στοιχεία, προκειμένου να μην επικρατήσει στην Ελλάδα το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ.
Η αγγλική ηγεσία, επιβεβαιώνοντας την πολιτική (ΕΑΜ) και στρατιωτική (ΕΛΑΣ) υπεροχή του αριστερού αντιστασιακού κινήματος στην κυρίως Ελλάδα, ανησύχησε σοβαρά και άρχισε να της γίνεται έμμονη ιδέα το ελληνικό ζήτημα. Από τον Σεπτέμβριο του 1943 η βρετανική κυβέρνηση έκανε σκέψεις για την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων στην Ελλάδα, όχι για να πολεμήσουν εναντίον των Γερμανών αλλά για την επιβολή «του νόμου και της τάξης».
Την άνοιξη του 1944 ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ έστελνε το εξής σημείωμα στον υπουργό Εξωτερικών Άντονι Ίντεν: «Οι απόψεις μου σχετικά με τις βρετανικές δυνάμεις στην Ελλάδα δεν προχώρησαν πέραν από τη διάθεση 5.000 ανδρών για να σταθεροποιήσουν τα πράγματα στην Αθήνα και μερικών ιλών αρμάτων μάχης για να διαφυλάξουν τις εισόδους προς την πρωτεύουσα. Βασική προϋπόθεση είναι ότι οι Γερμανοί θα έχουν αποχωρήσει ή θα είναι σε πλήρη διαδικασία αποχώρησης. Ως εκ τούτου δεν θα πάμε εκεί για να πολεμήσουμε τους Γερμανούς, αλλά μόνο για να βοηθήσουμε τη διατήρηση της τάξης…»
Τσόρτσιλ 5/11/1944: Περιμένω οπωσδήποτε μια σύγκρουση με το ΕΑΜ και δεν πρέπει να την αποφύγουμε, υπό τον όρο ότι έχουμε επιλέξει το κατάλληλο έδαφος
Τρεις ημέρες μετά, ο Ίντεν απάντησε στον Τσόρτσιλ: «Συμφωνώ απολύτως με την υπόδειξη στο σημείωμά σας της 21ης Μαΐου, ότι μία δύναμη περί τους 5.000 άνδρες θα πρέπει να σταλεί στην Ελλάδα τη στιγμή της γερμανικής αποχώρησης. Μπορεί να αντιταχθεί ότι αν μία αντιπροσωπευτική ελληνική κυβέρνηση μπορέσει να σχηματιστεί και οι ανταρτικές δυνάμεις στην Ελλάδα αναδιοργανωθούν σ’ έναν εθνικό στρατό, ο κίνδυνος ενός πραξικοπήματος του ΕΑΜ τη στιγμή της γερμανικής αποχώρησης θα απομακρυνθεί. Νομίζω ότι μία τέτοια πρόβλεψη θα είναι πάρα πολύ αισιόδοξη και ότι θα είναι αδύνατο να αλλάξουμε τα σχέδιά μας. Οι εξτρεμιστές του ΕΑΜ δεν θα εγκαταλείψουν με τη θέληση τους την πρόθεσή τους να καταλάβουν την εξουσία».
Οι Άγγλοι ενημέρωσαν τους συμμάχους τους, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, ότι προτίθενται να στείλουν βρετανικές δυνάμεις στην Ελλάδα και εκείνες με διπλωματική αβρότητα συμφώνησαν.
Τώρα τα χέρια του Τσόρτσιλ είχαν λυθεί: το ΕΑΜ, φιλειρηνικό ή επαναστατικό, έπρεπε να εξουδετερωθεί ως ένας αντίπαλος των βρετανικών σχεδιασμών.
Στις 5 Νοεμβρίου, 23 μέρες μετά την απελευθέρωση της Αθήνας και ελάχιστες μέρες μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την κυρίως Ελλάδα, ο Τσόρτσιλ έγραψε στον Ίντεν: «Κατά τη γνώμη μου, αφού έχουμε πληρώσει το αναγκαίο τίμημα στη Ρωσία για ελευθερία δράσης στην Ελλάδα, δεν θα πρέπει να διστάσουμε να χρησιμοποιήσουμε βρετανικές δυνάμεις προς υποστήριξη της Βασιλικής Ελληνικής Κυβέρνησης υπό τον κ. Παπανδρέου. Αυτό συνεπάγεται ότι βρετανικές δυνάμεις θα πρέπει βεβαίως να επέμβουν ώστε να τιθασεύσουν παράνομες ενέργειες. Βέβαια ο κ. Παπανδρέου μπορεί να κλείσει τις εφημερίδες του ΕΑΜ, αν αυτές κάνουν έκκληση για απεργία. Περιμένω οπωσδήποτε μια σύγκρουση με το ΕΑΜ και δεν πρέπει να την αποφύγουμε, υπό τον όρο ότι έχουμε επιλέξει το κατάλληλο έδαφος».