Παναγιώτης Ξοπλίδης
Οι πρόσφατες προεδρικές εκλογές στη Βενεζουέλα, με τις καταγγελίες της δεξιάς αντιπολίτευσης για νοθεία, συγκρούσεις στους δρόμους, διπλωματικές διεργασίες εν μέσω ενός ευρύτερου γεωπολιτικού χάους, επιδείνωσαν την πολύπλευρη και βαθιά κρίση στην οποία είχε ήδη περιέλθει η χώρα εδώ και χρόνια. Παρόμοιες συνθήκες (αμφισβήτηση εκλογικών αποτελεσμάτων, κοινωνική αναταραχή, ανθρωπιστική κρίση) υπάρχουν σε πλήθος χωρών στον πλανήτη, ωστόσο η περίπτωση της Βενεζουέλας απασχολεί πολύ περισσότερο τα ΜΜΕ, όσο και την συζήτηση στην αριστερά διεθνώς. Καθώς ηγήθηκε της προσπάθειας αυτού που αποκαλέστηκε “σοσιαλισμός του 21ου αιώνα” μέσω του τσαβισμού, ενός ιδιόμορφου λαϊκού κινήματος που έγινε κυβέρνηση και καθεστώς, η περίπτωση της Βενεζουέλας δεν μπορεί να επικεντρωθεί σε ζητήματα όπως η “νοθεία” και η “βία”, όπως προσπαθούν να επιβάλλουν όσοι μίσησαν και φοβήθηκαν τον τσαβισμό. Η τοποθέτηση της αριστεράς πάνω στην ατζέντα που επιθυμεί ο αντίπαλος είναι εξ αρχής λάθος. Η εκτίμηση για το νέο σκηνικό που διαμορφώνεται απαιτεί μια συνολική εκτίμηση της πορείας αυτού του ρεύματος που συμπληρώνει 35 χρόνια ελπίδας, μεγάλων στιγμών λαϊκής κινητοποίησης, επιτευγμάτων αλλά και απογοητεύσεων και εκφυλισμού.
Από το Caracazo στο τηλεοπτικό πραξικόπημα. Η γέννηση του ριζοσπαστικού τσαβισμού
Το 1989, στη Βενεζουέλα έλαβε χώρα μια λαϊκή εξέγερση, γνωστή ως Caracazo, καθώς στην πρωτεύουσα της χώρας, οι καταπιεσμένες μάζες εξεγέρθηκαν ενάντια στο σχέδιο οικονομικής λιτότητας του ΔΝΤ, το οποίο εφαρμόστηκε από τη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση του προέδρου Κάρλος Αντρές Πέρεζ. Για δεκαετίες η Βενεζουέλα, που μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν πλουσιότερη από ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ισπανία και η Ελλάδα, προβαλλόταν ως όαση σταθερότητας και ευημερίας σε μια Λατινική Αμερική που κυριαρχούσαν δικτατορίες και φτώχεια, με ένα σύστημα εναλλαγής στην κυβερνητική εξουσία ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατική Δημοκρατική Δράση (AD) και το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (COPEI). Όμως, στη δεκαετία του ‘80, μετά την πετρελαϊκή κρίση, το δημόσιο χρέος εκτοξεύτηκε και σχεδόν το μισό του εθνικού εισοδήματος πήγαινε για την εξυπηρέτηση αυτού, με συνεχείς υποτιμήσεις του νομίσματος. Σε μια πλούσια πετρελαιοπαραγωγό χώρα, το 80% των Βενεζουελάνων ζούσε σε επίπεδο κάτω από τα όρια της φτώχειας. Τις προεδρικές εκλογές του 1988 κέρδισε ο Κάρλος Αντρές Πέρεζ της AD υποσχόμενος ότι δεν θα ενδώσει στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και στο ΔΝΤ. Ωστόσο, λίγες μόνο εβδομάδες μετά την ορκωμοσία του στις αρχές του 1989, έσπευσε να υπογράψει ένα πακέτο μέτρων με το ΔΝΤ με αντάλλαγμα δάνειο 4,5 δισ. δολαρίων. Οι όροι ήταν η κατάργηση όλων των επιδοτήσεων σε είδη πρώτης ανάγκης, κάθε ελέγχου στις τιμές και αύξηση της τιμής των καυσίμων.
Η εξέγερση ξεκίνησε τα χαράματα της Δευτέρας 27 Φλεβάρη, την ώρα που εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι, κατέβαιναν από τις φτωχογειτονιές της πόλης προς το κέντρο για να πιάσουν δουλειά. Οι τιμές των εισιτηρίων είχαν αυξηθεί, όχι στο 30% που είχε ανακοινώσει η κυβέρνηση, αλλά πολύ περισσότερο. Οι εργάτες μαζί με φοιτητές οργάνωσαν άμεσα καθιστικές διαμαρτυρίες και αποκλεισμούς δρόμων. Ήταν η σπίθα που προκάλεσε την μεγαλύτερη κοινωνική έκρηξη που γνώρισε η Βενεζουέλα για δεκαετίες. Οδοφράγματα και συγκρούσεις με την αστυνομία επεκτάθηκαν σε κάθε γωνιά του Καράκας, Παράλληλα ξέσπασε ένα τεράστιο κύμα λεηλασιών καταστημάτων με στόχο πολυτελή εμπορικά κέντρα, σούπερ-μάρκετ, ακόμα και φορτηγά που μετέφεραν εμπορεύματα. Είδη πρώτης ανάγκης, τρόφιμα, γάλα και άλλα στοιχειώδη λεηλατήθηκαν αλλά και είδη πολυτελείας που οι φτωχοί έβλεπαν μόνο στις τηλεοπτικές σαπουνόπερες. Το απόγευμα της 28ης Φλεβάρη ο πρόεδρος Πέρεζ ανακοίνωσε την επιβολή κατάστασης πολιορκίαςκαι την αναστολή άρθρων του Συντάγματος. Ο στρατός και η αστυνομία άρχισε να ανοίγει συστηματικά πυρ και να εισβάλει στις φτωχογειτονιές. Μερικά χρόνια μετά, μια έρευνα διαπίστωσε ότι ο στρατός και η αστυνομία έριξαν 4 εκατομμύρια σφαίρες για να καταστείλουν την εξέγερση. Ο επίσημος απολογισμός ανέφερε 297 νεκρούς, αλλά είναι κοινό μυστικό ότι ο πραγματικός αριθμός ήταν πολύ μεγαλύτερος, χιλιάδες άνθρωποι, πολλοί εξ αυτών, θαμμένοι σε κρυφούς ομαδικούς τάφους.
Αυτή η συγκλονιστική εξέγερση και η βαρβαρότητα της καταστολής της, ελάχιστα είχαν τότε απασχολήσει τον πλανήτη. Ήταν η περίοδος που στην Ευρώπη έπεφτε το τείχος του Βερολίνου και αλυσιδωτά κατέρρεαν τα καθεστώτα του “υπαρκτού σοσιαλισμού”. Όλοι μιλούσαν για το τέλος του κομμουνισμού και την ολοκληρωτική επικράτηση του καπιταλισμού. Κανένας τότε δεν ασχολήθηκε με το Caracazo, ωστόσο αυτή η εξέγερση στην πρωτεύουσα της Βενεζουέλας θα ήταν ένα σημείο καμπής για την πορεία όχι μόνο της χώρας αλλά και όλης της Λατινικής Αμερικής στις επόμενες δεκαετίες. Χωρίς το Caracazo, δεν θα υπήρχε το “φαινόμενο Τσάβες” και το κύμα της “ροζ παλίρροιας” που θα σαρώσει την Λατινική Αμερική στη συνέχεια.
Η “τάξη” είχε αποκατασταθεί στο Καράκας μετά την καταστολή, τίποτα όμως δεν ήταν το ίδιο. Το πολιτικό σύστημα θρυμματίστηκε και τα δύο μεγάλα κόμματα κατέρρευσαν από κοινού. Το λαϊκό κίνημα άρχισε να οργανώνεται και να δυναμώνει. Στην πρώτη επέτειο της εξέγερσης ο στρατός διέλυσε εκ νέου μια τεράστια διαδήλωση στους δρόμους του Καράκας. Παράλληλα οργανώθηκε ένα δίκτυο κατώτερων αξιωματικών που ονομαζόταν MBR-200. Ένας από τους ηγέτες αυτού του δικτύου ήταν ο Ούγκο Τσάβες, αξιωματικός των αλεξιπτωτιστών. Η σχέση χαμηλόβαθμων στρατιωτικών με την Αριστερά δεν ήταν ένα καινούργιο φαινόμενο στην ιστορία της χώρας και συνολικά στην Λατινική Αμερική καθώς μερίδα του στρατού επηρεάζονταν από τις ιδέες της. Στις 4 Φλεβάρη του 1992, ο Τσάβες τέθηκε επικεφαλής μιας απόπειρας πραξικοπήματος, με κομμάτια του στρατού να συνεργάζονται με το μαζικό κίνημα για να ανατρέψουν το καθεστώς. Η κίνηση απέτυχε και ο Τσάβες θα φυλακιστεί για δυο χρόνια, δηλώνοντας όμως ότι το κίνημα ηττήθηκε “για την ώρα”. Η επίπλαστη κοινοβουλευτική δημοκρατία ήταν τόσο μισητή στο λαό, ώστε ο Τσάβες μέσα σε μια μέρα να γίνει ο πιο δημοφιλής ηγέτης ενός ρεύματος που κυριαρχούσε στους δρόμους, αλλά δεν έβρισκε τρόπο πολιτικής διεξόδου.
Το 1998 ο Τσάβες εκλέχτηκε πρόεδρος. Η πορεία προς την εξουσία μέχρι τότε, είχε περισσότερα κοινά στοιχεία με το φαινόμενο του Περόν στην Αργεντινή και λιγότερο με αυτό του Αλιέντε στη Χιλή, απείχε δε έτη φωτός από τις επαναστατικές διαδικασίες που στη Λατινική Αμερική είχαν επικρατήσει με ένοπλο τρόπο μόνο στην Κούβα και πρόσκαιρα στη Νικαράγουα, σε μια άλλη εποχή που μετά την πτώση και της ΕΣΣΔ το 1991 έμοιαζε πολύ μακρινή. Η πρώτη περίοδος διακυβέρνησης Τσάβες ήταν ασταθής και χωρίς βαθιές ριζοσπαστικές τομές. Το Κίνημά για την Πέμπτη Δημοκρατία (MVR), το προσωποπαγές κόμμα του, που δημιουργήθηκε βιαστικά πριν τις εκλογές δεν διέθετε ισχυρές δομές σε ένα κρατικό μηχανισμό που για 4 δεκαετίες είχε διαβρωθεί πλήρως από το προηγούμενο σύστημα εξουσίας. Ο Τσάβες στηρίζονταν σε δύο πυλώνες: στον στρατό, από τον οποίο προέρχονταν και θα μείνει πιστός σε όλη την διάρκεια της εποχής του τσαβισμού, και στις ομάδες “μπολιβαρικών κύκλων”, αυτοοργανωμένων επιτροπών που δημιουργήθηκαν σε γειτονιές με τη συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων Βενεζουελάνων.
Τα βήματα του Τσάβες ήταν προσεχτικά για να μην προκαλέσει την βίαιη αντίδραση της τοπικής αστικής τάξης και των ΗΠΑ. Σε αυτά τα πρώτα χρόνια, ο Τσάβες καλούσε επενδυτές από τη Wall Street να έρθουν στη Βενεζουέλα, ενώ κράτησε στην θέση της την Υπουργό Οικονομικών του προηγούμενου προέδρου. Προχώρησε σε μεταρρύθμιση του Συντάγματος, η οποία εγκρίθηκε με δημοψήφισμα τον Δεκέμβριο του 1999, εγκαθιδρύοντας την “Μπολιβαριανή Δημοκρατία της Βενεζουέλας”. Σε πρόωρες εκλογές στις 30 Ιουλίου 2000 επανεκλέχθηκε θριαμβευτικά χωρίς καμία αμφισβήτηση. Στις 13 Νοεμβρίου 2001, ο Τσάβες υπέγραψε τον νόμο για τη γη και τον νόμο για τους υδρογονάνθρακες, μια ριζοσπαστική τομή που αμφισβητούσε ευθέως την νεοφιλελεύθερη πολιτική και την δύναμη των ντόπιων καπιταλιστών. Η εργοδοτική οργάνωση Fedecamaras, με πρόεδρο τον Πέδρο Καρμόνα, διαμαρτυρήθηκε για τα “πλήγματα κατά της ελεύθερης αγοράς” και ξεκίνησε μια εκστρατεία υπονόμευσης της κυβέρνησης με τη συμμαχία της Καθολικής Εκκλησίας, των ιδιωτικών ΜΜΕ και της Συνομοσπονδίας Εργατών της Βενεζουέλας (CTV). Η CTV ήταν μια απόλυτα διεφθαρμένη οργάνωση, όργανο επί δεκαετίες της σοσιαλδημοκρατικής Δημοκρατικής Δράσης, η οποία διαπραγματεύονταν τις συλλογικές συμβάσεις με τους εργοδότες, με μισθούς πείνας για τους εργάτες έναντι πλουσιοπάροχων ανταλλαγμάτων προς τα ηγετικά της στελέχη. Ο σοσιαλδημοκράτης ηγέτης της Κάρλος Ορτέγκα, στις 5 Μαρτίου 2002 υπέγραψε με τον Καρμόνα και την Καθολική Εκκλησία ένα εθνικό συμβόλαιο διακυβέρνησης με στόχο “τη δημοκρατική και συνταγματική έξοδο”. Αυτή η συμμαχία περιγράφτηκε από τα ΜΜΕ ως «κοινωνία των πολιτών», ακολουθώντας τα φληναφήματα του δυτικού καπιταλισμού και της πολιτικής θεωρίας της περιόδου. Fedecamaras, CTV, Εκκλησία, ΜΜΕ και το μεγαλύτερο μέρος της μεσαίας τάξης επιδίωκαν να δημιουργήσουν μια τεχνητή κατάσταση ακυβερνησίας και οικονομικής αποσταθεροποίησης με επίκεντρο την τύχη της μεγαλύτερης εταιρείας της χώρας, της Petroleόs de Venezuela SA. Η PDVSAήταν μια ανώνυμη εταιρεία με μοναδικό μέτοχο το κράτος. Διοικούνταν από μια ομάδα σαράντα ανώτερων στελεχών, η οποία ευνοούσε τα ξένα συμφέροντα, παραβιάζοντας ακόμα και τους κανόνες του ΟΠΕΚ, αυξάνοντας την παραγωγή και πωλώντας κάτω του κόστους. Από το 75% των συνολικών κερδών που καταβάλλονταν στο κράτος πριν από μια εικοσαετία, το 2002 έφτασε να καταβάλλει μόλις το 30%. Η PdVSA ήταν κρατική από την ίδρυση της το 1976, έχοντας όμως συμπράξεις με μεγάλες εταιρίες του χώρου (Chevron, BP, Total, Repsol-YPF, κτλ). Το ποσοστό που έπαιρνε το κράτος για κάθε βαρέλι που εξόρυσσαν ιδιωτικές εταιρίες ήταν 16,6% της τελικής του τιμής, ενώ πολλές φορές «για να δοθούν κίνητρα» δεν ξεπερνούσε το 1%. Ο νέος νόμος για τους υδρογονάνθρακες απαιτούσε μεγαλύτερα ποσοστά εσόδων του κράτους για κάθε βαρέλι, στο 30%.Ο Τσάβες προσπάθησε επίσης να αλλάξει τον πρόεδρο και το Διοικητικό Συμβούλιο, προκαλώντας την αντίδραση των τεχνοκρατών που πρόβαλαν την “ανεξαρτησία απέναντι στην πολιτικοποίηση”, επικαλούμενοι την «αξιοκρατία» τους. Η «κοινωνία των πολιτών» πήρε το μέρος τους κυρήσοντας εθνική απεργία στις 9 και 10 Απριλίου, την οποία είχαν καλέσει από κοινού η CTVκαι η Fedecamaras για να “υπερασπιστούν” την PDVSA. Στις 11 Απριλίου κηρύχθηκε γενική απεργία διαρκείας και το πρωί της ίδιας μέρας μεγάλη διαδήλωση πορεύθηκε προς την έδρα της PDVSA. Η διαδήλωση όμως έφθασε σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων από το Προεδρικό Μέγαρο, όπου ήδη βρίσκονταν δεκάδες χιλιάδες τσαβιστές, ορισμένοι οπλισμένοι με μπαστούνια και πέτρες. Ακολούθησε μια προβοκάτσια, οργανωμένη από παραστρατιωτικές δυνάμεις. Μυστηριώδεις ελεύθεροι σκοπευτές, που βρίσκονταν στις στέγες πολυκατοικιών, πυροβόλησαν προς τους διαδηλωτές της αντιπολίτευσης προκαλώντας γενικευμένη σύγκρουση με 15 νεκρούς και 350 τραυματίες (από τους οποίους οι 157 από πυροβόλο όπλο) με τα ιδιωτικά ΜΜΕ να αποδίδουν την ευθύνη στους οπαδούς του Τσάβες. Ένας στρατηγός ανακοίνωσε ότι ο στρατός δεν θα υπακούει πλέον στον πρόεδρο και ακολούθησε η διοίκηση της Εθνοφρουράς με ανακοινωθέν που μεταδιδόταν κάθε είκοσι λεπτά στην τηλεόραση κατά τη διάρκεια των επόμενων τριάντα έξι ωρών. Αργότερα αποδείχθηκε ότι το διάγγελμα των στρατηγών που ανακοίνωνε την κατάλυση της κυβέρνησης και μιλούσε για νεκρούς, ήταν μαγνητοσκοπημένο 2 ώρες πριν ξεσπάσουν τα επεισόδια! Ο Καρμόνα, ο ηγέτης της Ένωσης των Βιομηχάνων, ανακηρύχθηκε Πρόεδρος στις 12 Απριλίου, διαλύοντας την Εθνοσυνέλευση και καθαιρώντας τους εκλεγμένους κυβερνήτες και δημάρχους. Οι πρεσβευτές των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ισπανίας στο Καράκας έσπευσαν να χαιρετίσουν τον de facto πρόεδρο, ενώ ξεκινούσε κύμα καταστολής και συλλήψεων τσαβιστών. Όμως, ο λαός της Βενεζουέλας, όπως και με το Caracazo, ήταν και πάλι αυτός που θα αλλάξει τον ρου της ιστορίας. Ο Τσάβες αν και είχε παραδοθεί χωρίς αντίσταση, για να αποφύγει ένα λουτρό αίματος, δεν είχε παραιτηθεί. Στις 13 Απριλίου, οι οπαδοί του, κατά εκατοντάδες χιλιάδες, κατέλαβαν τους δρόμους και τις πλατείες όλης της χώρας. Το απόγευμα, η προσωπική φρουρά του Τσάβες ανακατέλαβε το Προεδρικό Μέγαρο. Στρατιωτικοί διοικητές πιστοί στον Τσάβες ανέκτησαν τον έλεγχο όλων των μονάδων. Το πραξικόπημα αποδείχθηκε φιάσκο και χαρακτηρίστηκε ως το “πρώτο τηλεοπτικό πραξικόπημα της ιστορίας”,καθώς όλα τα κανάλια της χώρας δεν έδειξαν ούτε μία εικόνα της λαϊκής αντίδρασης, παίζοντας επί δύο μέρες πρόγραμμα- κονσέρβα με σαπουνόπερες και καρτούν, ώστε να περάσουν την εικονική πραγματικότητα της πλήρους επικράτησης του νέου καθεστώτος.
Η κατάρρευση της χούντας και η θριαμβευτική επιστροφή του Τσάβες έδωσε νέα πνοή στην διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης της κυβέρνησης του. Οι αντίπαλοι του, η ντόπια αστική τάξη και οι ΗΠΑ, δεν μπόρεσαν επί χρόνια να αμφισβητήσουν ξανά την εξουσία του.
Ο τσαβισμός ως κυβέρνηση. Επιτεύγματα και όρια
“Δεν είναι ούτε σοσιαλιστική ούτε κομμουνιστική, αφού είναι στο πλαίσιο του καπιταλισμού, αλλά ριζοσπαστική και εισάγει βαθιές αλλαγές οικονομικής διάρθρωσης“, δήλωνε ο τσαβιστής υπουργός Προεδρίας Ραφαέλ Βάργκας για την διαδικασία της μπολιβαριανής επανάστασης, όπως ονομάστηκε το καθεστώς του Τσάβες σε ανάμνηση του Σιμόν Μπολιβάρ, του ηγέτη της Ανεξαρτησίας της Λατινικής Αμερικής στις αρχές του 19ου αιώνα. Η επιλογή της φιγούρας του Μπολιβάρ σαν σύμβολο της διαδικασίας αντανακλά τα χαρακτηριστικά της. Ο Μπολιβάρ ήθελε να εγκαταστήσει μια προοδευτική αστική δημοκρατία στη Λατινική Αμερική, εμπνευσμένος από τις ιδέες της Γαλλικής και της Αμερικάνικης επανάστασης στην πρώτη φάση του καπιταλισμού της περιόδου μάχης κατά της φεουδαρχίας. Η απόρριψη από τις μάζες των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, που είχαν οδηγήσει την περιοχή στην καταστροφή, οδήγησε σε μια πατριωτική στροφή που αναζητούσε μια ηρωική μορφή από το παρελθόν. Οι αναφορές στον σοσιαλισμό ήταν περισσότερο διακηρυκτικές, αν και η εργατική τάξη και ο λαός έσπρωχναν προς αυτή την κατεύθυνση. Η δεύτερη περίοδος της τσαβιστικής κυβέρνησης από το 2002 ως το 2013 βρίσκονταν σε εξάρτηση από την τάση της ταξικής πάλης στη Βενεζουέλα, η οποία ώθησε την κυβέρνηση σε πρωτοφανέρωτες φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις. Ανάλογη ήταν η εικόνα και στις άλλες λατινοαμερικάνικες χώρες όπου είχαν επικρατήσει οι κυβερνήσεις της ροζ παλίρροιας. Είναι ενδεικτικό, ότι όπου αυτές οι κυβερνήσεις ήταν αποτέλεσμα μεγάλων λαϊκών εξεγέρσεων (Βολιβία, Εκουαδόρ, Αργεντινή) οι παραχωρήσεις στο μαζικό κίνημα ήταν εξαιρετικά σημαντικές. Αντίθετα, όπου ήταν αποτέλεσμα μιας “ομαλής” κοινοβουλευτικής διαδικασίας (Βραζιλία, Χιλή) οι προοδευτικές κυβερνήσεις έμειναν κυρίως σε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, συμβιβασμένες εξ αρχής εντός του αστικοδημοκρατικού πολιτικού καθεστώτος.
Η ταξική σύγκρουση στη Βενεζουέλα ήταν ο κινητήριος μοχλός των επιτευγμάτων που πέτυχε ο τσαβισμός στα πρώτα 15 χρόνια. Η φτώχεια μειώθηκε περίπου στο μισό, από 50,5% του πληθυσμού το 1998 στο 26% στα τέλη του 2008, ενώ η απόλυτη φτώχεια έπεσε από το 23,4% το 1999 στο 8,5% το 2011. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ υπερδιπλασιάστηκε, ενώ η ανεργία μειώθηκε περίπου στο μισό.Παράλληλα, οι δαπάνες για υγεία και παιδεία αυξήθηκαν με ειδικά προγράμματα για τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού. Τα πιο δημοφιλή ήταν οι Missiones (Αποστολές) και το Barrio Adentro(Μέσα στην παραγκούπολη), που περιλάμβανε δημιουργία ιατρείων μέσα στις φτωχογειτονιές, τα οποία επανδρωνόταν με γιατρούς από την Κούβα. Άλλα προγράμματα περιλάμβαναν μαζική κατασκευή εργατικών κατοικιών, εκπαιδευτικές αποστολές για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού κ.α. Οι εργαζόμενοι της Βενεζουέλας είχαν για πρώτη φορά καταφέρει να κερδίσουν τμήμα του τεράστιου πετρελαϊκού πλούτου της χώρας, δείχνοντας ότι η ανυπακοή στις επιταγές των ισχυρότερων είναι ο μόνος δρόμος για βελτίωση των συνθηκών ζωής σε μια περίοδο που σχεδόν σε όλο τον πλανήτη γινόταν μαζικές περικοπές σε μισθούς και δικαιώματα. Στην εξωτερική πολιτική ο Τσάβες προώθησε την ALBA (Μπολιβαριανή Συμμαχία των Λαών της Αμερικής), μια οικονομική συνεργασία, η οποία ξεκινώντας από την Κούβα και τη Βενεζουέλα, έφτασε να περιλαμβάνει οχτώ χώρες, μεταξύ αυτών τις μεγαλύτερες καπιταλιστικές οικονομίες της περιοχής, την Αργεντινή και τη Βραζιλία. Η διεθνής πολιτική του τσαβισμού είχε και ιδεολογική διάσταση καθώς ο Τσάβες μιλούσε για τη δημιουργία μιας νέας αριστεράς γύρω από αυτό που ονόμασε “σοσιαλισμό του 21ου αιώνα”. Σχεδίαζε μάλιστα να δημιουργήσει μια νέα Διεθνή, η οποία όμως ως συμμέτοχους είχε κυρίως τα κυβερνητικά κόμματα της Λατινικής Αμερικής και προοδευτικές “προσωπικότητες” από τη Δύση. Παρουσιάζονταν ως “εναλλακτική στον νεοφιλελευθερισμό” και στάθηκε πράγματι ως αντίβαρο στο καπιταλιστικό μοντέλο που κυριάρχησε από τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, αλλά ποτέ δεν αμφισβήτησε τα θεμέλια του συστήματος, την ιδιοκτησία και τις παραγωγικές σχέσεις. Οι αναφορές στον σοσιαλισμό προσπαθούσαν να τον απομακρύνουν από τον μαρξισμό και πολύ περισσότερο από την επαναστατική στρατηγική του Λένιν. Οι ιδεολογικές αναφορές του “σοσιαλισμού του 21ου αιώνα” είχαν μάλλον μεγαλύτερη σχέση με παρωχημένες θεωρίες εξάρτησης και υπανάπτυξης του 20ου αιώνα, ενώ από τον 21ο περισσότερα δανείζονταν από θολές μεταμοντέρνες αντιλήψεις που έχουν “εξαφανίσει” την σύγχρονη εργατική τάξη.
Αυτός ο σοσιαλισμός του 21ου αιώνα δεν διέφερε πολύ από την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία, η οποία ως κυβέρνηση, ακόμα και στις πλέον ριζοσπαστικές στιγμές της, συνέχισε να επιδιώκει την ταξική συμφιλίωση, χωρίς να περιορίζει το αστικοδημοκρατικό καθεστώς. Το ωθούσε προς μια προοδευτική κατεύθυνση, χωρίς να ξεπερνά τα όριά του. Στην ομιλία του μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος το 2002 ο Τσάβες κάλεσε σε “εθνική ενότητα” προσπαθώντας να κάνει κινήσεις συμφιλίωσης με την αντιπολίτευση. Ο λαομίσητος Καρμόνα τέθηκε απλά σε κατ’ οίκον περιορισμό, από όπου θα αποδράσει εύκολα προς την Κολομβία.
Η οικονομία της χώρας παρέμεινε καπιταλιστική, καθώς ο Τσάβες προσπάθησε να εφαρμόσει το μοντέλο της “παράλληλης οικονομίας”, δημιουργώντας “σοσιαλιστικές δομές” παράλληλα με αυτές της “ελεύθερης αγοράς”. Δεν έγινε ποτέ μαζική αναδιανομή της γης απαλλοτριώνοντας έστω μέρος των τεράστιων εκτάσεων που κατέχουν ακόμα τσιφλικάδες και εταιρείες. Ο “νόμος για τη γη” που εισήγαγε, έδινε την δυνατότητα απαλλοτρίωσης μόνο των “μη καλλιεργούμενων” γαιών. Προωθήθηκε η δημιουργία μικρών συνεταιρισμών, παράλληλα με τις μεγάλες φάρμες, αφήνοντας στον ιδιωτικό έλεγχο τα αγροτικά προϊόντα που η καλλιέργεια και η επεξεργασία τους χρειάζεται μηχανολογικό εξοπλισμό, όπως η ζάχαρη και το γάλα. Όσον αφορά την διανομή των αγαθών, η κυβέρνηση εθνικοποίησε κάποιες μικρές αλυσίδες super market και δημιούργησε κάποιες άλλες. Το μεγαλύτερο όμως μέρος της αγοράς τροφίμων εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να ελέγχει η αλυσίδα Polar, της πανίσχυρης οικογένειας Μεντόζα. Στα 15 χρόνια της κυβέρνησης Τσάβες, το 71% της παραγωγής παρέμενε ακόμα σε ιδιωτικά χέρια, όταν π.χ. στη Πορτογαλία μετά την Επανάσταση των Γαρυφάλλων το 1974, μέσω της εθνικοποίησης των τραπεζών, το 80% της οικονομίας πέρασε στο δημόσιο, ενώ είχε κι εκεί διατηρηθεί το καπιταλιστικό πλαίσιο και η κοινοβουλευτική αστική δημοκρατία.Το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού εμπορίου της Βενεζουέλας ελέγχεται από το ιδιωτικό κεφάλαιο. Ο Τσάβες επέβαλε έλεγχο των τιμών σε βασικά προϊόντα με τη λογική ότι υπάρχει μια “δίκαιη τιμή” που επιτρέπει ένα λογικό ποσοστό κέρδους. Η απάντηση των καπιταλιστών ήταν να σταματήσουν να παράγουν τα προϊόντα που θεωρούσαν ότι δεν τους προσφέρουν σημαντικό περιθώριο κέρδους, οδηγώντας σε ελλείψεις βασικών προϊόντων. Ο τραπεζικός τομέας παρέμεινε ανέγγιχτος και μόνο μετά την κρίση του 2008, η κυβέρνηση εθνικοποίησε τράπεζες που ήταν στα πρόθυρα χρεοκοπίας λόγω “κακών επενδύσεων”. Οι εθνικοποιήσεις, όπως αυτή της ισπανικής Santander, έγιναν με αποζημίωση, και μάλιστα σε υψηλές τιμές. Την ίδια στιγμή, εγγυήθηκε μια θέση για κάποιες μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, ακόμη και για αμερικανικές, όπως η Halliburton, η οποία ήταν προνομιακός εταίρος της κρατικής εταιρείας πετρελαίου της Βενεζουέλας, PDVSA και στα χρόνια του τσαβισμού.
Ωστόσο, από το 2002 ως το 2014 η οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται, δίνοντας την υλική βάση που επέτρεψε στον Τσάβες και το κόμμα του να κερδίζει τις εκλογές τη μία μετά την άλλη, με πρωτοφανή ποσοστά συμμετοχής και ψήφων στην ιστορία της Βενεζουέλας. Εκμεταλλεύτηκε τον ευρύτερο κύκλο της οικονομικής επέκτασης του καπιταλισμού διεθνώς μεταξύ 2002 και 2008, ενώ η έκρηξη της τιμής του πετρελαίου συνέβαλε σε μια περίοδο οικονομικής ευημερίας που βασίστηκε στην εκμετάλλευση της μοναδικής βιομηχανίας που διαθέτει η χώρα,τη βιομηχανία πετρελαίου.
Η εποχή Μαδούρο. Το “διαρκές πραξικόπημα”, εξωγενές αλλά και εσωτερικό
Αυτή η εποχή έφτασε στο τέλος της με τον πρόωρο θάνατο του Τσάβες. Η κηδεία του, όπου ακόμα και τα δυτικά ΜΜΕ -που τον μισούσαν- παραδέχτηκαν ότι παρακολούθησαν δύο εκατομμύρια πολίτες, ήταν το συμβολικό κλείσιμο αυτής της περιόδου του τσαβισμού. Ο διάδοχος του Νίκολας Μαδούρο θα βρεθεί εξ αρχής υπό πίεση, καθώς στις πρώτες του εκλογές το 2014 επικράτησε με το οριακό ποσοστό του 50,75% έναντι 48,98% του υποψηφίου της Δεξιάς. Ο Τσάβες δήλωνε ότι “η επανάσταση δεν εξαρτάται από ένα άτομο”, ωστόσο ήταν φανερό ότι η μπολιβαριανή διαδικασία ήταν σε μεγάλο βαθμό προσωποπαγής και δεν υπήρχε διάδοχη κατάσταση με το ηθικό και πολιτικό κύρος του. Από το 2014 η Βενεζουέλα βρίσκεται σε μια κατάσταση “διαρκούς πραξικοπήματος”, με αλλεπάλληλες προσπάθειες της δεξιάς αντιπολίτευσης να ανατρέψει τον Μαδούρο, με την άμεση συνεργασία των ΗΠΑ καθώς μόνο κατά τη διάρκεια του 2014, επί προεδρίας του “προοδευτικού” Ομπάμα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ δαπάνησε 18 εκατ. δολάρια για την χρηματοδότηση αντικυβερνητικών ομάδων στη Βενεζουέλα. Ακολούθησε ένας οικονομικός πόλεμος με επιβολή εμπάργκο, όχι μόνο από τις ΗΠΑ, αλλά και από την ΕΕ σε μια περίοδο διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης και ραγδαίας πτώσης της τιμής του πετρελαίου. Αυτή η νέα κατάσταση θα αντιμετωπίζονταν είτε με μια νέα επιθετική ριζοσπαστική τομή και ρήξη ή με παραχωρήσεις προς το κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό. Ο Μαδούρο προτίμησε το δεύτερο, με αυταπάτες για “ειρηνικό διάλογο” και “υγιή επιχειρηματικότητα”, δίνοντας αυτοπεποίθηση στα σχέδια ανατροπής του τσαβισμού μέσω πραξικοπήματος ή εκλογών.
Η πτώση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου ανέδειξε την αδυναμία απεξάρτησης της χώρας από την μοναδική της βιομηχανία. Σε μια εποχή κατάρρευσης της τιμής, η πετρελαϊκή βιομηχανία της Βενεζουέλας δεν μπόρεσε να αντιδράσει καθώς το μεγαλύτερο μέρος των κοιτασμάτων της χώρας αποτελείται από βαρύ μείγμα αργού πετρελαίου, το οποίο παρουσιάζει δυσκολίες στην επεξεργασία. Απαιτεί ανάπτυξη έρευνας και τεχνολογίας ώστε να μπορεί η επεξεργασία να είναι συμφέρουσα, κάτι που η Βενεζουέλα δεν κατάφερε να αναπτύξει. Παράλληλα, οι ελλείψεις βασικών προϊόντωνχρησιμοποιήθηκαν για να μειώσουν την υποστήριξη στην κυβέρνηση, καθώς οι καπιταλιστές (που σε μεγάλο βαθμό τις προκαλούσαν) τις παρουσίαζαν ως αποτυχία της κρατικής παρέμβασης στις τιμές.
Η οικονομική κρίση (με κατάρρευση του ΑΕΠ και του κατά κεφαλή εισοδήματος) συνοδεύτηκε με κοινωνική και ανθρωπιστική. Εκατομμύρια Βενεζουελάνοι μετανάστευσαν στο εξωτερικό, με τα διεθνή ΜΜΕ να υπερπροβάλουν αυτό το φαινόμενο, το όποιο όμως δεν διέφερε δραματικά από ανάλογες φυγές σε χώρες επιβολής μέτρων ΔΝΤ (Ελλάδα) ή καπιταλιστικής παλινόρθωσης στην Ανατολική Ευρώπη (όπου εκατομμύρια μετανάστες έγιναν φθηνό εργατικό δυναμικό στην Δυτική). Τα ίδια ΜΜΕ μεγεθύνουν και την επιρροή της δεξιάς αντιπολίτευσης, αν και ποτέ δεν κατάφερε να αποκτήσει παλλαϊκά χαρακτηριστικά κινητοποιώντας στον δρόμο με τον ίδιο τρόπο που μπορούσε ο τσαβισμός. ΗΠΑ, ΕΕ και η δεξιά αντιπολίτευση μιλούσαν για νοθεία σε όλες τις εκλογές, πριν ακόμη προσέλθει ο πρώτος ψηφοφόρος στις κάλπες. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η αντιπολίτευση της Στρογγυλής Τράπεζας Δημοκρατικής Ενότητας (MUD) έχει ενισχυθεί, ωστόσο η συνεργασία με την Ουάσιγκτον και οι παλινωδίες της δεν την κάνουν ελκυστική στην εργατική τάξη που στρέφεται περισσότερο στην απάθεια και την εκλογική αποχή. Το αποκορύφωμα της περιόδου του “διαρκούς πραξικοπήματος” ήταν η προσπάθεια του Χουάν Γκουαϊδό να εμφανιστεί ως “νόμιμος πρόεδρος της χώρας. Τον Φεβρουάριο του 2019, ως επικεφαλής του κοινοβουλίου της Βενεζουέλας, επικαλέστηκε ρήτρα του συντάγματος που ορίζει ότι σε περίπτωση κενού στην προεδρία- κάτι που η αντιπολίτευση υποστήριζε ότι υπήρχε, λέγοντας ότι ο Μαδούρο νόθευσε τις εκλογές του 2018- τότε μπορούσε να αναλάβει την εξουσία. Ο Τραμπ και περισσότερες από 50 χώρες, ανάμεσα τους και η Ελλάδα, αναγνώρισαν τον Γκουαϊδό ως μεταβατικό πρόεδρο. Τον Απρίλιο του 2019 έγινε μια αποτυχημένη προσπάθεια για πρόκληση στρατιωτικής εξέγερσης στα σύνορα με την Κολομβία, όπου είχαν στηθεί τηλεοπτικά συνεργεία από όλο τον πλανήτη. Ήταν ακόμα ένα φιάσκο, ανάλογο του “τηλεοπτικού πραξικοπήματος” το 2002 καθώς το πλήθος των δημοσιογράφων και του επιτελείου τους αποδείχθηκε μεγαλύτερο από τους “στασιαστές”, ενώ στο Καράκας ο λαός δεν ακολούθησε τις εκκλήσεις στήριξης της τηλεοπτικής εξέγερσης. Ο Γκουαϊδό, συνεχίζοντας να παριστάνει τον πρόεδρο εγκατέλειψε τη χώρα, έκανε καριέρα με περιοδείες στις δυτικές πρωτεύουσες και είχε ένα πολιτικό τέλος ταιριαστό με την εποχή των εικονικής πραγματικότητας που τον ανέδειξε ως “λαοπρόβλητο ηγέτη”. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης στη Βενεζουέλα τον καθαίρεσαν μέσω τηλεδιάσκεψης στην πλατφόρμα Zoom! Όμως αυτή η γραφική μορφή στάθηκε οδυνηρή για τον λαό καθώς η “προσωρινή κυβέρνηση” είχε τον έλεγχο ενός σημαντικού μέρους της περιουσίας της Βενεζουέλας που βρισκόταν σε ξένα εδάφη. Εν μέσω της κρίσης της πανδημίας, η Τράπεζα της Αγγλίας δέσμευσε τη μεταφορά ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων σε χρυσό, που άνηκαν στην Κεντρική Τράπεζα της Βενεζουέλας και φυλάσσονταν στο Λονδίνο. Η κυβέρνηση Μαδούρο είχε έρθει σε συμφωνία με τον ΟΗΕ ώστε να λάβει μόνο τρόφιμα και φάρμακα αυτής της αξίας, αλλά Βρετανός δικαστής εξέδωσε απόφαση που υποστήριζε ότι η κυβέρνηση της Βενεζουέλας δεν έχει δικαίωμα στον χρυσό που φυλάσσεται στην Τράπεζα της Αγγλίας, με επιχείρημα ότι η βρετανική κυβέρνηση αναγνώριζε ως ηγέτη της Βενεζουέλας τον Γκουαϊδό.
Αυτές οι άγαρμπες επεμβάσεις ελάχιστα βοήθησαν τελικά την δεξιά αντιπολίτευση, η οποία άλλαξε στρατηγική ενόψει των πρόσφατων προεδρικών εκλογών. Ο Μαδούρο είχε ανοίξει μια διαδικασία συμφιλίωσης που κατέληξε σε μια συμφωνία μεταξύ των πολιτικών μπλοκ της κυβέρνησης με την αντιπολίτευση της MUD. Οι εκλογές διεξήχθησαν με τη συμμετοχή της ολιγαρχικής ακροδεξιάς αντιπολίτευσης, ενώ οι ΗΠΑ μείωσαν τις πολύ σκληρές κυρώσεις στη Βενεζουέλα, επιτρέποντας στα βορειοαμερικανικά και ευρωπαϊκά πετρελαϊκά μονοπώλια να επανέλθουν πλήρως στη χώρα. Η αλλαγή στάσης των ΗΠΑ ήταν αποτέλεσμα των συνθηκών που επέβαλε το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, ο οποίος επηρέασε την ενεργειακή ζήτηση παγκοσμίως. Οι εκλογές αποτελούσαν μέρος μιας ευρύτερης συμφωνίας που περιλάμβανε τους όρους για μια πιθανή μετάβαση στη Βενεζουέλα σε περίπτωση νίκης της αντιπολίτευσης. Ωστόσο, η “δημοκρατική” διέξοδος μοιάζει απίθανη σε μια εποχή παγκόσμιας αστάθειας που επιτρέπει πολλούς ελιγμούς ακόμα και σε περιφερειακές χώρες. Η κυβέρνηση Μαδούρο κέρδισε από αυτή τη συμφωνία με τρόπο που της επιτρέπει να συνεχίσει, προβάλλοντας τον εαυτό της ως ασφαλέστερο συνομιλητή από την ετερόκλητη αντιπολίτευση. Ο Μαδούρο προσπαθεί να ισορροπήσει στο πλαίσιο της διεθνούς διαμάχης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, διατηρώντας σταθερή την συμμαχία του με τον στρατό αλλά και ένα σημαντικό νέο στρώμα από ντόπιους εκατομμυριούχους επιχειρηματίες που στηρίζουν το καθεστώς του. Η ακροδεξιά αντιπολίτευση στηρίζεται στο εξωτερικό και η ηγέτιδα της Μαρία Κορίνα Μασάδο έφτασε στο σημείο να ζητήσει από τις ΗΠΑ στρατιωτική εισβολή στη Βενεζουέλα.
Οι χαμένες ευκαιρίες του τσαβισμού και η κρίση του
Όμως ο μεγαλύτερος εχθρός του τσαβισμού, και ειδικά της αρχικής ριζοσπαστικής εκδοχής του, ήταν εσωτερικός. Η μπολιβαριανή διαδικασία στη Βενεζουέλα δεν προχώρησε ποτέ σε επαναστατικές τομές, η εμπλοκή των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων ήταν καίρια όταν κινδύνευσε το εγχείρημα, ωστόσο η συμμετοχή του στον έλεγχο και την διαχείριση της διαδικασίας στάθηκε αδύναμη. Αντίθετα δημιουργήθηκε μια νέα γραφειοκρατία που ονομάστηκε Boligarchs (Μπολιβαριανοί ολιγάρχες) ή αλλιώς Boli-bourgeois (Μπολιβαριανή μπουρζουαζία), ένα κοινωνικό στρώμα από στελέχη του κρατικού μηχανισμού, καθώς και τμήματα της παλιάς αστικής τάξης που τελικά έκριναν ότι είναι καλύτερο για τα συμφέροντα τους να συνεργαστούν με το καθεστώς. Οι θεσμοί “λαϊκής συμμετοχής” (κοινοτικά συμβούλια, συνεταιρισμοί, Μπολιβαριανοί κύκλοι κτλ) αφορούσαν τοπικά ζητήματα και διατηρήθηκε η λογική ότι τα “μεγάλα ζητήματα” διαχειρίζονται μόνο από ειδικούς. Οι προσπάθειες εργατικού έλεγχου σε επιχειρήσεις, έγιναν μάλιστα συνήθως σε σύγκρουση με το καθεστώς, όπως π.χ. στη χαλυβουργία Sidor και στη δημόσια επιχείρηση ηλεκτρισμού. Δημιουργήθηκαν επίσης ομάδες ένοπλης περιφρούρησης της μπολιβαριανής διαδικασίας. Αυτές όμως αναπτύχθηκαν μετά το 2014 κι έδρασαν τελικά ως κυβερνητικές πολιτοφυλακές χωρίς αυτοτέλεια. Στη βάση του εργατικού κινήματος αναπτύχθηκαν νέα ταξικά συνδικάτα που συσπειρώθηκαν στην UNETE (Unión Nacional de Trabajadores) στη θέση της αστικοποιημένης Ένωσης που συνδιοργάνωσε την απόπειρα πραξικοπήματος το 2002. Ωστόσο, και πάλι δεν κατάφεραν, παρά τη ριζοσπαστικοποίηση τους να δημιουργήσουν συνθήκες πραγματικού εργατικού ελέγχου σε ανεξαρτησία από την κυβέρνηση.
Η Βενεζουέλα ήταν μια χώρα χωρίς ιστορική παράδοση εργατικού και αγροτικού κινήματος, σε αντίθεση με χώρες όπως η Βολιβία και η Αργεντινή. Δεν υπήρχαν σημαντικοί εργατικοί αγώνες, τα συνδικάτα ήταν μικρά σε μέγεθος ενώ και η επαναστατική αριστερά ήταν επίσης πολύ πιο αδύναμη από τις γειτονικές χώρες. Αυτή η έλλειψη πολιτικής εμπειρίας καλύφθηκε από την συγκλονιστική παρουσία του λαού στους δρόμους και από την εμβληματική μορφή του Τσάβες. Ο θάνατος του σε σημαντικό βαθμό συνέπεσε και με το τέλος της πολιτική διαδικασίας που ξεκίνησε, αν και η δυναμική της παρέμεινε και για τα επόμενα χρόνια. Η άφιξη του Μαδούρο ως επικεφαλής της κυβέρνησης αντανακλούσε την αδυναμία να πραγματοποιηθεί μια τομή εκτός του καπιταλιστικού συστήματος. Στα χρόνια του Μαδούρο, η ασυμμετρία μεταξύ της πραγματικής λαϊκής συμμετοχής και μιας προσωποκεντρικής πολιτικής διαδικασίας κατέληξε στον εκφυλισμό ενός είδους αριστερού βοναπαρτισμού.
Οι αντιφάσεις όμως προϋπήρχαν και είναι λάθος να αποδίδονται σε επιλογές προσώπων. Στη Βενεζουέλα δεν υπήρξε ποτέ εφαρμογή ενός “κομμουνιστικού μοντέλου”, όπως φωνασκούν ακροδεξιοί, φασίστες, νεοφιλελεύθεροι ή καταγγέλλουν τα διεθνή ΜΜΕ. Υπήρξε μια ιδιότυπη μορφή ενός “τρίτου δρόμου προς τον σοσιαλισμό”, που περιλάμβανε σημαντικές προοδευτικές κατακτήσεις, κοινωνική πολιτική, μείωση των ανισοτήτων, θεσμούς λαϊκής συμμετοχής. Πολλά από αυτά τα μέτρα δεν διέφεραν από τις παραχωρήσεις που αναγκάστηκε να δώσει η σοσιαλδημοκρατία στην Δύση, όμως σε μια χώρα όπως η Βενεζουέλα έμοιαζαν με επαναστατική διαδικασία καθώς απαιτούσαν μια άνευ προηγουμένου σύγκρουση με την αστική τάξη και το διεθνές κεφάλαιο. Το 2002 ήταν η πιο κρίσιμη περίοδος για την μπολιβαριανή διαδικασία, καθώς φαίνεται ότι υπήρχαν οι συνθήκες για επαναστατική τομή. Η αστική τάξη μετά από ανεπιτυχείς απόπειρες ανατροπής του καθεστώτος αδυνατούσε να χειραγωγήσει τον εξεγερμένο λαό, αλλά και τον στρατό. Οι εργαζόμενοι είχαν νιώσει την δύναμή τους αποτρέποντας το πραξικόπημα και τα μεσαία στρώματα ήταν διαιρεμένα, με ένα κομμάτι τους να υποστηρίζει την κυβέρνηση. Ακόμα και το διεθνές περιβάλλον ήταν ευνοϊκό καθώς είχε ήδη ξεκινήσει το κύμα λαϊκών εξεγέρσεων στην Λατινική Αμερική με αμφισβήτηση του νεοφιλελευθερισμού. Την δεδομένη στιγμή ο Τσάβες είχε ίσως την ευκαιρία να προχωρήσει τουλάχιστον σε βάθεμα της μπολιβαριανής διαδικασίας με απαλλοτρίωση των περιουσιών όσων συμμετείχαν στην προσπάθεια ανατροπής της κυβέρνησης, με μαζικές εθνικοποιήσεις βασικών κλάδων της οικονομίας, με ενίσχυση των θεσμών λαϊκής συμμετοχής για να έχουν ουσιαστικά αποφασιστικό ρόλο.
Το σύνταγμα της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας της Βενεζουέλας αποτύπωσε πολλές κατακτήσεις του λαϊκού παράγοντα, την ίδια στιγμή ωστόσο διασφάλισε και ότι πρόκειται για την συνέχεια μιας αστικής δημοκρατίας: “Τα κοιτάσματα ορυκτών και υδρογονανθράκων […] αποτελούν αγαθά της δημόσιας περιουσίας”, “Καθένας έχει δικαίωμα σε μια κατάλληλη κατοικία, ασφαλή, άνετη, υγιεινή”, “Η υγεία αποτελεί θεμελιώδες κοινωνικό δικαίωμα, υποχρέωση του κράτους”, “Κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε έναν επαρκή μισθό που να του επιτρέπει να ζει με αξιοπρέπεια και να καλύπτει τις βασικές υλικές, κοινωνικές και πνευματικές ανάγκες του”, “Η εκπαίδευση είναι ανθρώπινο δικαίωμα και θεμελιώδες κοινωνικό χρέος. Είναι δημοκρατική, υποχρεωτική και δωρεάν”. Αυτές τις κατακτήσεις ο σύγχρονος ολοκληρωτικός καπιταλισμός δεν τις ανέχεται, γι’ αυτό και καταργούνται ή γίνονται εμπορεύματα στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού. Τα όρια του τσαβισμού καθορίζονται από το ίδιο Σύνταγμα: “Το κράτος προωθεί την ιδιωτική πρωτοβουλία”, “Κατοχυρώνεται το δικαίωμα της ιδιοκτησίας”, ”Το κράτος, από κοινού με την ιδιωτική πρωτοβουλία, προωθεί την αρμονική ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας”.
Αυτό που απουσίαζε για να υπάρξει μια άλλη εξέλιξη και τομή με την αστική δημοκρατία ήταν ένας μαζικός πολιτικός φορέας που θα έβαζε το ζήτημα της ανατροπής του συστήματος με συγκεκριμένο τρόπο. Ο ίδιος ο Τσάβες δεν είχε ποτέ ένα επαναστατικό σχέδιο, ριζοσπαστικοποιήθηκε σταδιακά μέσα από ένα εμπειρικό δρόμο, ακολουθώντας τις διαθέσεις του λαού αλλά και ως αντίδραση στις αλλεπάλληλες προσπάθειες ανατροπής και υπονόμευσης του από την αστική τάξη και τις ΗΠΑ. Η σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό και τον καπιταλισμό ήταν ηρωική αλλά και ατελής. Ο Μπολιβάρ υπερίσχυε του Μαρξ, η υπεράσπιση της ενιαίας πατρίδας σε βάρος μιας εργατικής τάξης που είδε τη ζωή της να βελτιώνεται σημαντικά αλλά πάντα με ψευδαισθήσεις, όπως η “συμμόρφωση” του κεφαλαίου με μικρότερα κέρδη. Όπως αποδείχθηκε τα επόμενα χρόνια,η αστική τάξη και κυρίως οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις εξακολούθησαν να έχουν την δυνατότητα να δημιουργούν συνθήκες κρίσης και φτωχοποίησης του λαού, αναιρώντας τις κατακτήσεις.
Τσαβισμός και αριστερά
Μετά τις προσπάθειες ανατροπής της κυβέρνησης, ο Τσάβες προχώρησε στην δημιουργία ενός νέου κόμματος, που το χαρακτήρισε “επαναστατικό”, προσπαθώντας να ενοποιήσει όλα τα κόμματα που στήριζαν την κυβέρνηση. Ήταν το PSUV (Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα Βενεζουέλας) το οποίο μαζικοποιήθηκε πολύ γρήγορα, φτάνοντας στο αποκορύφωμα του να έχει 5,7 εκ. Μέλη. Ο πρώτος τσαβισμός χαρακτηρίστηκε από την προσπάθεια ένταξης αριστερών ομάδων και κομμάτων, ένα από τα σημαντικότερα ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Βενεζουέλας. Ο Τσάβες πίεσε τους πάντες να διαλυθούν για να ενταχθούν στο PSUV. Ωστόσο, οι πολιτικές εκπροσωπήσεις του ριζοσπαστικού τσαβισμού αναπτύχθηκαν κι εκτός αυτού του πλαισίου, σε αριστερές και κομμουνιστικές οργανώσεις, όπως το Marea Socialista (που εντάχθηκε τελικά στο PSUV) και το ΚΚΒ που διατήρησε την οργανωτική του αυτοτέλεια και ανεξαρτησία, παρέχοντας κριτική στήριξη στην κυβέρνηση ή συμμετέχοντας από κοινού με το PSUV στον εκλογικό Μεγάλο Πατριωτικό Πόλο.
Στην εξέλιξη του, το PSUV έχασε σταδιακά τα ριζοσπαστικά του χαρακτηριστικά, ακολουθώντας επιλογές της κυβέρνησης. Έτσι, μετατράπηκε σε μεγάλο βαθμό σε ένα απονεκρωμένο γραφειοκρατικό μηχανισμό, εμποδίζοντας κάθε κριτική φωνή και ανοιχτή συζήτηση. Αυτή η γραφειοκρατία μεταφέρθηκε και στο εργατικό κίνημα δεμένη με τη μπολιβαριανή μπουρζουαζία και προσπαθεί να σταματήσει ανεξάρτητους ταξικούς αγώνες (π.χ. για Συλλογικές Συμβάσεις) χρησιμοποιώντας τον εκβιασμό “όποιος είναι ενάντια στην κυβέρνηση είναι με τους ιμπεριαλιστές”.Ο πλουτισμός πολλών στελεχών έγινε μισητός, δίνοντας πάτημα στην αντιπολίτευση να κατηγορεί την κυβέρνηση για διαφθορά και με αυτό τον τρόπο να αποσπάει κυρίως μεσαία στρώματα. Τα τελευταία χρόνια, το PSUV και ο κρατικός μηχανισμός έχουν στραφεί ξεκάθαρα ενάντια σε κάθε αριστερή και ταξική φωνή με στοχευμένη προσπάθεια να διαλύσουν το ΚΚΒ και κάθε αριστερή οργάνωση που ασκεί κριτική. Ακόμα και οι υποστηριχτές της κυβέρνησης αναγνωρίζουν ότι υπάρχουν εκατοντάδες πολιτικοί κρατούμενοι, οι οποίοι δεν προέρχονται μόνο από τις οργανώσεις της δεξιάς αντιπολίτευσης, αλλά και από την αριστερά και το εργατικό κίνημα. Τα ανεξάρτητα κομμουνιστικά και αριστερά κόμματα πρακτικά έχουν τεθούν εκτός νόμου, δικαστικές αποφάσεις διασπούν και διαλύουν οργανώσεις, ενώ καταγγέλλεται και πλήθος απολύσεων εργαζομένων από κρατικές εταιρίες επειδή ήταν υποψήφιοι σε αριστερά κόμματα ή προσπάθησαν να οργανώσουν αγώνες. Όλα αυτά είναι αδύνατο να επιβεβαιωθούν στην ολότητα τους, ωστόσο είναι σαφές ότι την ευθύνη για το πολιτικό κλίμα που έχει επιβληθεί σε βάρος της αριστεράς στη Βενεζουέλα, την έχει η κυβέρνηση και οι θεσμοί που ελέγχει.
Η ρωγμή που άνοιξε πρέπει να διευρυνθεί
Για την διεθνή κομμουνιστική αριστερά η στάση προς τον τσαβισμό και τη Βενεζουέλα δεν μπορεί να είναι αμυντική και αμήχανη. Τα ζόμπι του σύγχρονου καπιταλισμού και της ακροδεξιάς χρησιμοποιούν την κρίση της Βενεζουέλας ως βασικό επιχείρημα για να μιλήσουν ξανά για “οριστική αποτυχία του σοσιαλισμού”. Ηγέτες όπως ο Μιλέι και ο Μητσοτάκης μιλούν για “δικτατορία” και “πείνα” στην Βενεζουέλα, όταν ακόμα και στην παρούσα φάση κρίσης και εκφυλισμού του τσαβισμού, η πρόσβαση σε δημόσια αγαθά, στέγη, παιδεία, υγεία για την κοινωνική πλειοψηφία είναι πιο ελεύθερη και φθηνή σε σχέση με χώρες πολύ πιο προηγμένες. Η κομμουνιστική, επαναστατική αριστερά υπερασπίζεται τον λαό της Βενεζουέλας από τις επιθέσεις των ιμπεριαλιστικών κέντρων και του κεφαλαίου, υπερασπίζεται όσες κατακτήσεις κινδυνεύουν να χαθούν. Την ίδια στιγμή ωστόσο, το παράδειγμα της Βενεζουέλας αναδεικνύει με τον πιο έντονο τρόπο ότι είναι πιο αναγκαίο από ποτέ η εργατική τάξη να διεκδικήσει κατάργηση της αστικής ιδιοκτησίας και των εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής, όσων δεν τόλμησε ποτέ να θίξει ο τσαβισμός. Ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν είναι ίδιος, ούτε με αυτόν που ήταν 30 χρόνια πριν, όταν ξεκίναγε το εγχείρημα του τσαβισμού. Η ρωγμή που άνοιξε στη Βενεζουέλα είναι ακόμα ανοιχτή και δεν θα κριθεί εκεί, αλλά σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Αν θα διευρυνθεί, για να γίνει ξανά επικίνδυνη, θα είναι υπόθεση της εργατικής τάξης και των κομμουνιστών διεθνώς.