Γιώργος Μουρμούρης
Οι χώρες της ΕΕ ορθώνουν τείχη στους κατατρεγμένους ενώ παζαρεύουν εργάτες-σκλάβους με τρίτες χώρες
Η είδηση ότι η Γερμανία κλείνει τα σύνορά της προχωρώντας σε δειγματοληπτικούς ελέγχους στα οχήματα που εισέρχονται στο έδαφός της από όλες τις όμορες χώρες, στο πλαίσιο σκλήρυνσης της μεταναστευτικής της πολιτικής, έσκασε σαν κεραυνός – αλλά όχι εν αιθρία – στο ούτως η άλλως κλυδωνιζόμενο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Επισήμως, η τρικομματική κυβέρνηση του «σοσιαλιστή» Όλαφ Σολτς απέδωσε την ενέργεια αυτή στην ανάγκη ελέγχου της παράτυπης μετανάστευσης, με αφορμή την αιματηρή επίθεση στην πόλη Ζόλινγκεν με δράστη έναν 26χρονο Σύριο πρόσφυγα του οποίου το αίτημα ασύλου είχε απορριφθεί. Οι αιτίες όμως είναι πολύ βαθύτερες, αντικατοπτρίζοντας την ουσία της αντιμεταναστευτικής πολιτικής της ΕΕ.
Λίγες ημέρες μετά την αιματηρή επίθεση στο Ζόλινγκεν το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) θριάμβευσε στις κρατιδιακές εκλογές στη Θουριγγία, αποσπώντας το 32,8% των ψήφων. Στον αντίποδα, οι συνιστώσες του τρικομματικού κυβερνητικού συνασπισμού καταβαραθρώθηκαν: Το SPD περιορίστηκε στο 6%, ενώ οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι του FDP έμειναν εκτός του τοπικού κοινοβουλίου. Η εξέλιξη αυτή σήμανε συναγερμό στο επιτελείο του καγκελαρίου Σολτς, του οποίου η δημοτικότητα έχει περιοριστεί σε μόλις 18%-20%. Και, μπροστά στην άνοδο της ακροδεξιάς, ο Σολτς αντέδρασε όπως όλοι οι επικεφαλής των ανά την Ευρώπη αστικών κομμάτων, ανεξαρτήτως πολιτικού προσανατολισμού: Ενσωματώνοντας σε επίπεδο κυβερνητικής πρακτικής και κρατικών πολιτικών τα προτάγματά της. Μια πρακτική αδιέξοδη που, όπως έχει πολλάκις αποδειχθεί, ενισχύει περαιτέρω την ακροδεξιά. Το «μπλόκο» άλλωστε στα γερμανικά σύνορα απλώς θα ενισχύσει τα δίκτυα των διακινητών, οι οποίοι θα καταστούν απαραίτητοι για την καθοδήγηση ομάδων μεταναστών μέσω δασικών ή αγροτικών διαδρομών που μετά βεβαιότητος θα δημιουργηθούν. Και όσο η παράτυπη μετανάστευση δεν θα μειώνεται, τόσο η ακροδεξιά θα απαιτεί ολοένα σκληρότερα μέτρα, σε έναν φαύλο κύκλο σκλήρυνσης του πολιτικού σκηνικού και συντηρητικοποίησης της κοινωνίας, με θύματα πρώτα τους μετανάστες και κατόπιν τα λαϊκά δικαιώματα και ελευθερίες.
Δεν υπαγορεύει όμως μόνο η πολιτική αριθμητική του SPD και των συμμάχων του τη σκλήρυνση της μεταναστευτικής πολιτικής της Γερμανίας. Γιατί, την ώρα που ολόκληρη η Ευρώπη ασχολούταν με τους κλυδωνισμούς στη ζώνη Σένγκεν και ο Βίκτορ Όρμπαν «καλωσόριζε» το Βερολίνο στο κλαμπ των «σκληρών» της ΕΕ, η γερμανική κυβέρνηση προχωρούσε στη σύναψη συμφωνιών για νόμιμη μετανάστευση εργατικού δυναμικού από χώρες όπως η Κένυα, στις 14 Σεπτέμβρη, και το Ουζμπεκιστάν, την αμέσως επόμενη ημέρα. Στις 11 Σεπτέμβρη άλλωστε ο Γερμανός καγκελάριος προειδοποιούσε από το βήμα της Μπουντεσταγκ ότι η γερμανική οικονομία βρίσκεται ενώπιον ενός «μεγάλου οικονομικού προβλήματος, που σχετίζεται με τη γήρανση του εργατικού δυναμικού», υπογραμμίζοντας την ανάγκη για ελεγχόμενη μετανάστευση ώστε στη χώρα να φτάσουν περισσότεροι ειδικευμένοι εργάτες. «Δεν υπάρχει χώρα στον κόσμο με συρρικνούμενο εργαζόμενο πληθυσμό που να έχει οικονομική ανάπτυξη. Αυτή είναι η αλήθεια με την οποία βρισκόμαστε αντιμέτωποι», είπε. «Το άνοιγμα στον κόσμο είναι επομένως απαραίτητο. Αλλά το άνοιγμα στον κόσμο δεν σημαίνει ότι όποιος θέλει μπορεί να έρθει. Πρέπει να μπορούμε να επιλέξουμε ποιος θα έρθει στη Γερμανία». Σε αυτή τη φράση του Γερμανού καγκελαρίου κρύβεται η ουσία της πρόσφατης αλλαγής πολιτικής του Βερολίνου, και ευρύτερα της αντιμεταναστευτικής πολιτικής της ΕΕ.
Η αντιμεταναστευτική στροφή του Βερολίνου αποτελεί «ώριμο φρούτο» και όχι «κεραυνό εν αιθρία».
Όταν το 2015 η Γερμανία αποφάσιζε να υποδεχτεί δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες (όσους βεβαίως έφτασαν ζωντανοί ως την κεντρική Ευρώπη) με σύνθημα το περίφημο «θα τα καταφέρουμε» της Άγκελα Μέρκελ, το Βερολίνο ηγεμόνευε στην ΕΕ σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Είναι ενδεικτικό ότι όσο η Γαλλία πάσχιζε να ανακάμψει από την καπιταλιστική κρίση του 2007-2008 και την συνακόλουθη κρίση χρέους της Ευρωζώνης, καταγράφοντας ρυθμούς ανάπτυξης 0,2% το 2014, 1% το 2015 και 1,2% το 2016, η γερμανική οικονομία αναπτυσσόταν με 1,9%, 1,7% και 1,9%, αντίστοιχα. Ωστόσο οι γερμανικές επιχειρήσεις και η γερμανική οικονομία εν συνόλω, αντιμετώπιζαν ένα κολοσσιαίο πρόβλημα: Τη γήρανση του πληθυσμού και τη συνακόλουθη έλλειψη (φθηνών) εργαζομένων, τόσο ειδικευμένων όσο και ανειδίκευτων. Το προσφυγικό κύμα από τη Συρία αποτέλεσε «μάνα εξ ουρανού» για τους Γερμανούς βιομηχάνους και την πολιτική ηγεσία της χώρας, καθώς πολλοί εκ των προσφύγων είχαν λάβει κάποιας μορφής εκπαίδευση στη χώρα καταγωγής τους πριν το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου και επομένως, με κάποια προγράμματα επανακατάρτισης, ήταν δυνατό να απορροφηθούν από την αγορά εργασίας της χώρας. Πράγματι, έως το 2023 το 50% περίπου των προσφύγων από τη Συρία εκτιμάται ότι είχε καταφέρει να βρουν δουλειά, παρά τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπιζαν όπως η μη γνώση Γερμανικών, η μη αναγνώριση προσόντων και τίτλων, οι διακρίσεις και η γραφειοκρατία. Το 2016 υπολογιζόταν ότι το προσφυγικό κύμα της περιόδου θα μπορούσε να ενισχύσει το γερμανικό ΑΕΠ κατά 0,3% – 0,5% σε ετήσια βάση.
Σήμερα ωστόσο η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική. Ο πόλεμος στην Ουκρανία πλημμύρισε τη Γερμανία με δεκάδες χιλιάδες εργαζομένους υψηλής ειδίκευσης, οι οποίοι από πολιτισμικής άποψης βρίσκονται πιο κοντά στο «ευρωπαϊκό ιδεώδες» – και ως εκ τούτου είναι προτιμητέοι από τις επιχειρήσεις. Υπολογίζεται ότι από το 2022 το Βερολίνο έχει παραχωρήσει άσυλο σε περίπου 1 εκατομμύριο Ουκρανούς πρόσφυγες. Αλλά και η γερμανική οικονομία δεν είναι αυτή που ήταν παλαιότερα: Η ενεργειακή κρίση, η πτώση της ζήτησης από την Κίνα, ο καλπάζων πληθωρισμός και τα υψηλά επιτόκια βύθισαν την άλλοτε «ατμομηχανή» της Ευρώπης σε ύφεση το 2023, με τις εκτιμήσεις για το 2024 να προβλέπουν οριακή ανάπτυξη 0,1%. Η εικόνα αυτή στο επίπεδο της οικονομίας αλληλεπιδρά με την πολιτική, όπου το ακροδεξιό AfD, με «σημαία» την αντιμεταναστευτική-αντιπροσφυγική ρητορική, εκτινάχθηκε στο 10,3% στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2021, ενώ στις τοπικές εκλογές του 2022-2023 ξεπέρασε το 20% σε πολλά κρατίδια της ανατολικής κυρίως Γερμανίας.
Υπό το πρίσμα όλων των παραπάνω, η στροφή του Βερολίνου σε μια πιο σκληρή (αντι)μεταναστευτική πολιτική αποτελεί «ώριμο φρούτο» και όχι «κεραυνό εν αιθρία». Η Γερμανία πλέον ευθυγραμμίζεται με την πολιτική πολλών άλλων κρατών-μελών της ΕΕ, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης, που από τη μία ορθώνουν τείχη έναντι προσφύγων και μεταναστών και από την άλλη «παζαρεύουν» με διάφορες κυβερνήσεις και αντιδραστικά καθεστώτα την αποστολή εκπαιδευμένων και πειθαρχημένων εργατών, των σύγχρονων γκασταρμπάιτερ, που δεν θα λειτουργούν πέρα και έξω από το πλαίσιο που ορίζουν οι διακρατικές συνθήκες. Όσο για τους πρόσφυγες και μετανάστες που θα ξεμένουν χωρίς άσυλο ή άλλα έγγραφα εντός της Ευρώπης-φρούριο, θα αντιμετωπίζονται ως υποπροϊόντα της παραγωγικής διαδικασίας, μετατρεπόμενοι σε μπαλάκι του πινγκ πονγκ μεταξύ των κρατών μελών ή των δορυφόρων τους: Το μοντέλο της Ιταλίας, που εξορίζει τους αιτούντες άσυλο στην Αλβανία, φαντάζει ολοένα και πιο θελκτικό…