Γιώργος Μουρμούρης
«Τη θάλασσα, τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;» διερωτόταν ο Σεφέρης. Η θάλασσα, σήμα κατατεθέν του μεσογειακού τοπίου και βασικό προϊόν (και) του ελληνικού τουρισμού, μοιάζει πια ο μοναδικός πόρος που μένει ανεξάντλητος – αν και όχι απρόσβλητος – από τον υπερτουρισμό. Γιατί όλοι οι άλλοι – εργαζόμενοι, κάτοικοι, πόλεις, υποδομές, δίκτυα ύδρευσης και ηλεκτρισμού, δάση, παραλίες και υδροβιότοποι – όχι απλώς θυσιάζονται στα πόδια των τουριστών που καλούνται να «ζήσουν τον μύθο τους στην Ελλάδα», αλλά κυριολεκτικά εξαντλούνται και στερεύουν.
Η λειψυδρία ήδη χτυπά την πόρτα όχι μόνο των Κυκλάδων ή της ανατολικής Κρήτης, αλλά και προορισμών που δεν στερούνται βροχοπτώσεων, όπως η Κέρκυρα και η Χαλκιδική. Τα υπερφορτωμένα δίκτυα ηλεκτρισμού λυγίζουν κάτω από τους τερατώδεις όγκους ενέργειας που απαιτεί η ψύξη της τουριστικής βιομηχανίας – ξανά στην Κέρκυρα τις τελευταίες ημέρες σημειώθηκαν αλλεπάλληλα black out. Εργαζόμενοι σε τουρισμό και εστίαση, έχοντας «γράψει» ήδη τουλάχιστον δύο με τρεις μήνες υπερεντατικής δουλειάς «ήλιο με ήλιο», συχνά χωρίς ρεπό και άδειες, αντιμετωπίζουν ήδη εξαντλημένοι τον Γολγοθά του Αυγούστου. Μικρές και μεγάλες πόλεις της χώρας, από τις πρωτεύουσες μικροσκοπικών νησιών του Αιγαίου ως τις μεγαλουπόλεις της Κρήτης και φυσικά την Αθήνα, λυγίζουν υπό το βάρος των δεκάδων χιλιάδων τουριστών που στριμώχνονται στα στενά σοκάκια ή πλημμυρίζουν το εμπορικό τρίγωνο της πρωτεύουσας. Και ο φυσικός πλούτος γίνεται βορρά στα «τακτοποιημένα» ομπρελοκαθίσματα και των διαφόρων ειδών καθωσπρέπει ή λούμπεν επιχειρηματιών που πουλάνε φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Ο τουρισμός αποτελούσε ανέκαθεν ένα από τα «βαριά χαρτιά» του ελληνικού καπιταλισμού και οι τοπικές κοινωνίες καλούνταν να προσαρμοστούν στον ρόλο του γραφικού «άλλου» που όταν δεν (εξ)υπηρετεί και δεν σερβίρει υφίσταται μόνο ως φολκλόρ ντεκόρ. Αλλά και αυτές από την πλευρά τους, βγαίνοντας σε ένα ξέφωτο ρευστότητας (ακόμα και πλουτισμού) μετά από δεκαετίες μόχθου και σκληρής φτώχειας, συνήθισαν να ορίζουν αναλόγως τις ιεραρχήσεις και τις αντιλήψεις τους, πουλώντας συνειδητά από καλοσχεδιασμένο «αυθεντικό» φολκλόρ μέχρι «τοπικά» αναμνηστικά made in China.
Από αυτή την όσμωση σταδιακά προέκυψε το τερατώδες υβρίδιο του «ελληνικού τουριστικού προϊόντος»: Από τη μία υπέρλαμπρα ξενοδοχεία με υπαλλήλους-σκλάβους, τείχη, κάμερες και απλησίαστες τιμές για τους ντόπιους, γκαζόν και γήπεδα γκολφ ακόμα και σε μέρη που «στενάζουν» από τη λειψυδρία. Δίπλα, «οικογενειακές» ταβέρνες-καφέ-μπιτς μπαρ με το όνομα του ιδιοκτήτη σε φωτεινό πλαίσιο της Coca Cola και ξεθωριασμένους πλην πανάκριβους μουσακάδες στο φωτογραφικό μενού της εισόδου, που επίσης συχνά κρύβουν μικρές εργασιακές γαλέρες. Και λίγο πιο εκεί, νέα «σύγχρονης αισθητικής» μαγαζιά – μπαράκια στο χρώμα του ξύλου με καραβόσκοινα που ενίοτε κουμαντάρει η τοπική μαφία, ή άλλοτε ταβερνάκια που μεταμορφώθηκαν σε ημικυριλέ εστιατόρια με αποδομημένες χωριάτικες και δείγμα ψαρικών με μους ταραμά που κοστίζουν μια περιουσία.
Τα τελευταία χρόνια το υβρίδιο αυτό επεκτείνεται ταχύτατα σε ολόκληρη τη χώρα, αλώνοντας με μοναδική άνεση «παρθένους» ή «εναλλακτικούς» προορισμούς που ξαφνικά ανακαλύπτουν τη χαρά του (εύκολου) χρήματος, με τίμημα την ψυχή τους. Μια χώρα ολόκληρη κινείται ανάμεσα σε θήκες για κλειδιά airbnb, «ψαγμένες» παραδοσιακές γεύσεις και εμπορευματοποιημένη παράδοση, στα γρανάζια μιας βιομηχανίας που σαν τον Μίδα καταστρέφει ό,τι αγγίζει χρυσώνοντάς το. Στις πλάτες των σκλάβων του τουρισμού που, απουσία συλλογικής οργάνωσης, σφίγγουν τα δόντια αποταμιεύοντας για τον χειμώνα της ανεργίας και της σιωπής – αφού όταν φεύγουν οι τουρίστες τα νησιά ερημώνουν: Ακόμα και στα μεγαλύτερα από αυτά ελάχιστα μαγαζιά μένουν ανοιχτά, ενώ οι χώροι τέχνης και πολιτισμού – ακόμα και τα σινεμά – αποτελούν είδος προς εξαφάνιση.
Κάπου πίσω από τον αχό των μπιτσόμπαρων και της βαλίτσας-τρέιλερ, βρίσκονται οι άλλοι ντόπιοι: Αυτοί που δεν δουλεύουν στην τουριστική βιομηχανία, αλλά έχουν ανάγκη οι ίδιοι για μερικές ημέρες διακοπών. Αυτοί που θα δώσουν έναν μισθό για να ταξιδέψουν και να καταλύσουν όχι μόνο στα νησιά αλλά και στους χερσαίους προορισμούς, όπου τα απλησίαστα ακτοπλοϊκά αντικαθιστά η πανάκριβη βενζίνη και τα τσουχτερά διόδια. Αυτοί που, περιορισμένοι στο στενό εύρος ανάσας που αφήνει η μισθωτή σκλαβιά, θα φύγουν μαζικά όπως μαζικά ζουν στις μεγαλουπόλεις, ελπίζοντας σε μια ανάπαυλα που είναι αμφίβολο αν θα βρουν σε ένα υστερικό καλοκαίρι. Και αυτοί που, φιλοξενούμενοι στον τόπο τους, θα αποφύγουν τα κέντρα των νησιωτικών πόλεών τους με ή χωρίς έκκληση για περιορισμό μετακινήσεων, λόγω της πολυκοσμίας και του ασύλληπτου κυκλοφοριακού.
Η μετατροπή της Ελλάδας σε ένα ρυπαρό εργοστάσιο τουρισμού για λίγους και προνομιούχους δεν έτυχε: Πέτυχε.
Η μετατροπή της Ελλάδας σε ένα ρυπαρό εργοστάσιο τουρισμού δεν έτυχε: Πέτυχε. Είναι απόρροια των μνημονίων που στραγγάλισαν οικονομικά επί μια δεκαετία εργαζόμενους και λαϊκά στρώματα, με αποτέλεσμα στο γύρισμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης να βουτήξουν με κλειστά μάτια στον βούρκο για να καλύψουν τα χαμένα χρόνια. Της εκτίναξης της ανισότητας μεταξύ Αθήνας και περιφέρειας, που όταν δεν ευδοκιμεί ο τουρισμός μαραζώνει ελλείψει οποιασδήποτε πολιτικής στήριξης. Του «ντάμπινγκ» των ξενοδόχων με το «εργατικό κόστος» – ήταν αυτοί που βύθισαν τους μισθούς στα τάρταρα, στρέφοντας τεράστια κεφάλαια στον τουρισμό λόγω αυξημένων περιθωρίων κέρδους.
Είναι αποτέλεσμα του νεοφιλελεύθερου δόγματος «νόμος είναι το δίκιο του επενδυτή», είτε αυτό αφορά εργασιακά δικαιώματα είτε περιοχές Natura, είτε ακόμα την εγγενή τάση του κεφαλαίου να επενδύει σε τομείς που εγγυώνται υψηλές αποδόσεις με μικρό ρίσκο. Γι’ αυτό και η σύγκρουση με τον Φρανκενστάιν του υπερτουρισμού, προϋποθέτει σύγκρουση με το κεφάλαιο στη ρίζα του.