Η πρώτη απεργία γυναικών στην Ελλάδα έγινε το 1892, στο εργοστάσιο νηματουργίας των αδελφών Ρετσίνα στον Πειραιά. Αυτό το πραγματικό γεγονός αξιοποιείται ως το επίκεντρο της πλοκής από τη Βάνα Βουρτσάκη για να ξετυλίξει το κουβάρι της ζωής των προσώπων του νέου της μυθιστορήματος, με τίτλο Υφαίνοντας Τα Νήματα Των Καιρών (εκδόσεις Βάρφη). Έχει μια σημασία να επισημάνουμε ότι οι απεργίες (και ιδιαίτερα εκείνες του 19ου αιώνα), όπως στη Σύρο το 1879 ή στο Λαύριο το 1871 αποτελούσαν παράνομες αυθόρμητες ενέργειες της νεαρής ακόμα εργατικής τάξης, η οποία το 1879, μόλις και μετά βίας έφτανε τα 43.000 άτομα, δηλαδή, το 8,11% του ενεργού πληθυσμού. Η απεργία, ως μορφή αγώνα, νομιμοποιήθηκε το 1920 μετά από πολλούς αγώνες και πολλές απεργίες.
Από τη μια πλευρά βρίσκονται οι ανάγκες και τα δικαιώματα των ανθρώπων, οι ερωτικές επιθυμίες, η ανάγκη για φιλία, το δικαίωμα για ωράρια και μισθούς αξιοπρέπειας
Το μυθιστόρημα ξεκινά από τη Δράμα του 1870 και καταλήγει στην οικονομική κρίση του 1929-1930, πλέκοντας τα νήματα των διαδρομών των διαφορετικών προσώπων και οικογενειών με φόντο το κοινωνικό, ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο της εποχής. Η αφήγηση πολώνεται σε δύο διαφορετικές έννοιες. Από τη μια πλευρά είναι οι ανάγκες και τα δικαιώματα των ανθρώπων, οι ερωτικές επιθυμίες, η ανάγκη για φιλία, η ανάγκη να αισθάνεσαι ασφάλεια για τη ζωή σου και την οικογένειά σου, το δικαίωμα για ωράρια και μισθούς αξιοπρέπειας. «Ο άνθρωπος Ισμαήλ έχει ανάγκη από αγάπη» εξομολογείται η Τουρκάλα Εσρά στον γιο της. Από την άλλη πλευρά, ορθώνονται τα σύνορα, όχι μόνο τα σύνορα των κρατών, αλλά οι διαχωριστικές γραμμές, οι κοινωνικές συμβάσεις, οι διαφορετικές θρησκείες, τα δεσμά του γάμου και της οικογένειας, στο πρώτο τουλάχιστον μέρος του βιβλίου, εντός της πολυεθνικής, πολυπολιτισμικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε αυτό το πλαίσιο περιγράφεται και η απόλυτη συνθήκη πατριαρχίας που βιώνει η Εσρά από τον σύζυγό της, τον βίαιο και απάνθρωπο Ταρίκ. Οι διαφορετικές θέσεις των μιλιέτ, αλλά και οι αδιαπέραστες διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των θρησκευτικών κοινοτήτων, περιγράφουν τις σκοτεινές πλευρές της πολυεθνικής και πολυπολιτισμικής Θεσσαλονίκης, με το εβραϊκό στοιχείο να αποτελεί την πλειονότητα, τουλάχιστον μέχρι το 1912, όταν η Θεσσαλονίκη αποτελεί πλέον μια ελληνική πόλη. Αυτές τις διαχωριστικές γραμμές, όταν οι κεντρικοί ήρωες, ο Εβραίος Σαούλ και η παντρεμένη -παρά τη θέλησή της- μουσουλμάνα Εσρά, επιλέγουν να τις παραβιάσουν, γνωρίζουν –και το γνωρίζει και ο αναγνώστης– ότι θα πληρώσουν το τίμημα. Δεν γνωρίζουν, όμως, ότι το τίμημα θα πληρώσει, άθελά του, και ο Έλληνας υπάλληλος του Σαούλ, ο Βαγγέλης και η οικογένειά του. Η σύζυγος και οι κόρες του Βαγγέλη υποχρεώνονται να φυγαδευτούν στον Πειραιά και να καταλήξουν στη νηματουργία των αδελφών Ρετσίνα, όπου εκεί, η σύζυγος και η μία κόρη πρωτοστατούν στην πρώτη αυτή νικηφόρα απεργία εργατριών στη χώρα μας, η οποία ξεσπά όταν τα αφεντικά ανακοινώνουν 20% μείωση των αποδοχών στις εργάτριες.
Τις διαχωριστικές γραμμές παραβιάζουν, όχι χωρίς κινδύνους, και οι πρακτικές αλληλεγγύης, της εβραϊκής οικογένειας του Σαούλ προς τη χριστιανική οικογένεια του Βαγγέλη ή μιας φτωχής βουλγάρικης οικογένειας προς τον τραυματία Έλληνα Βαγγέλη.
Οι προσωπικές διαδρομές των φανταστικών ηρώων διασταυρώνονται με πραγματικά ιστορικά πρόσωπα, όπως ο Μαρίνος Αντύπας, ο Καλλέργης, ο Γκαριμπάλντι, η Καλλιρόη Παρέν, η Μοντεσσόρι και το σχολείο της. Οι διαδρομές γίνονται ενίοτε τεθλασμένες, καθώς τα ιστορικά γεγονότα θέτουν σημαντικά διλήμματα. Η Μεγάλη Ιδέα, ο πόλεμος του 1897, οι αναδυόμενοι εθνικισμοί, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, τα Ευαγγελικά, το κίνημα στο Γουδί, η Μικρασιατική Εκστρατεία. Τα νήματα των ιστοριών της Βάνας Βουρτσάκη σταματούν στην αυγή της δεκαετίας του ’30 και μοιάζει σαν να περιμένουν τη συγγραφέα να ξετυλίξει το κουβάρι της κόκκινης κλωστής ακόμα περισσότερο σε ένα δεύτερο βιβλίο μιας ομολογουμένως ενδιαφέρουσας τριλογίας.
Δημήτρης Μαριόλης