Γεράσιμος Λιβιτσάνος
Ενίσχυση φυγόκεντρων τάσεων με τους εργαζόμενους να πληρώνουν το μάρμαρο
Καλοκαιρινή εκεχειρία επιτεύχθηκε μεταξύ των τάσεων στην Κουμουνδούρου, μετά από εβδομάδες που σημαδεύτηκαν από έντονες κόντρες, διαπληκτισμούς και «μάχες χαρακωμάτων» (Πολιτική Γραμματεία, Κεντρική Επιτροπή). Μεγάλα θύματα των εξελίξεων οι εργαζόμενοι στα μέσα ενημέρωσης του κόμματος που παραμένουν στις επάλξεις αγωνιζόμενοι για τη δουλειά και την αξιοπρέπειά τους.
Στον πυρήνα αυτής της αντιπαράθεσης είναι η μετέωρη προσπάθεια «αποτσιπροποίησης» που επιχειρεί η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ. Μία «επιχείρηση» που είναι άγνωστο αν τελικά όσοι συσπειρώνονται γύρω από τον Στέφανο Κασσελάκη θα καταφέρουν να ολοκληρώσουν.
Όπως εύλογα αντιλαμβάνεται κανείς σε αυτήν την υπόθεση, ελάχιστα είναι τα πολιτικά επίδικα. Ακόμη και η υπόθεση της «ένωσης της κεντροαριστεράς» –οι ρυθμοί υλοποίησης της οποίας φαίνεται να είναι η βασική διαφωνία– σε σημαντικό βαθμό λειτουργεί ως πρόσχημα.
Στην πραγματικότητα τα στελέχη που στο παρελθόν συσπειρώθηκαν γύρω από τον Αλέξη Τσίπρα βρίσκονται τώρα «αντιμέτωπα» με τον μηχανισμό που τα ίδια δημιούργησαν προκειμένου να ενισχυθεί η εσωκομματική εξουσία του πρώην πρωθυπουργού. Με τη διαφορά πως τώρα επικεφαλής αυτής της οργανωτικής δομής είναι ένα πρόσωπο που εκφράζει μια κυνική λογική διατήρησης της εξουσίας, δίχως να χρειάζεται «ιδεολογικές» προφάσεις.
Για τον λόγο αυτό, η σημερινή ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ προωθεί ένα σχέδιο οργανωτικών αλλαγών στον ΣΥΡΙΖΑ που θα μετατρέψει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε ένα ακραία προσωποκεντρικό μηχανισμό. Ακόμη και με τα μέτρα των κομμάτων του αστικού κοινοβουλευτισμού. Αυτό ακριβώς θα επιχειρηθεί να πραγματοποιηθεί στο συνέδριο που έχει προγραμματιστεί για τον ερχόμενο Οκτώβριο. Ένα χρονικό σημείο που άπαντες θεωρούν πως εκεί θα «λυθούν όλοι οι λογαριασμοί».
Τα πράγματα βέβαια δεν είναι και τόσο εύκολα για τη νέα ηγεσία με την παραίτηση Γ. Δραγασάκη και την απάντηση της ηγεσίας να πυροδοτούν νέο γύρο εσωστρέφειας και αλληλοκατηγοριών.
Αυτό φάνηκε και από την υποχώρηση που έκανε την περασμένη Τρίτη στην Πολιτική Γραμματεία, που επιχείρησε να «περιορίσει τα μέτωπα». Όπως τονίζει η απόφαση: «Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ διαχρονικά πορεύεται, τόσο επί Τσίπρα όσο και επί Κασσελάκη, με διαφάνεια στα οικονομικά του, χωρίς άδηλους πόρους και σχέσεις δούναι και λαβείν με επιχειρηματικά συμφέροντα, όπως αναμφισβήτητα αποδείχθηκε και κατά τη διακυβέρνησή του την περίοδο 2015-2019». Ο συμβιβασμός αυτός γίνεται γιατί ο Κασσελάκης μπορεί να διασφαλίζει για την ώρα την προεδρία του και τον έλεγχο του κομματικού μηχανισμού. Τίποτε όμως πέραν αυτών. Ήδη έχει καταγράψει ένα αρνητικό αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές, ενώ έκτοτε, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η φθορά συνεχίζεται. Επίσης, κατ’ ουσίαν οι οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά δεν υφίστανται με ό,τι αυτό σημαίνει για τη λειτουργία ενός κόμματος. Ο Στέφανος Κασσελάκης δεν ρισκάρει για την ώρα μια ανοιχτή ρήξη με τον Αλέξη Τσίπρα, φοβούμενος προφανώς μια άμεση επίπτωση στην πολιτική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ που θα τον οδηγήσει σε μονοψήφια ποσοστά.
Στον αντίποδα τα στελέχη της λεγόμενης «τσιπρικής φρουράς», φαίνεται πώς έχουν τους δικούς τους «άσους στο μανίκι». Ανάμεσα σε αυτούς περιλαμβάνεται η γνώση των χειρισμών των οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ από τη σημερινή ηγεσία. Επίσης, η επιρροή σε έναν επαρκή αριθμό βουλευτών ώστε να «ρίξουν» τον ΣΥΡΙΖΑ από τη θεσμική θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Το ερώτημα είναι η στάση του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα. Δηλαδή το αν και πόσο σκοπεύει να εμπλακεί στα εσωκομματικά του ΣΥΡΙΖΑ. Για την ώρα, σύμφωνα με το περιβάλλον του, θα τηρήσει τις αποστάσεις του, όχι όμως δίχως να παρεμβαίνει. Κάτι άλλωστε που έκανε και στη διεθνή διάσκεψη του ινστιτούτου του, που τάχθηκε υπέρ της ενοποίησης των δυνάμεων της κεντροαριστεράς.